Τη Μεγάλη Παρασκευή,
ο δάσκαλος μάς πήγε στην εκκλησία
να προσκυνήσουμε το Σταυρωμένο.
Μας γύρισε ύστερα στο σχολειό
να μας εξηγήσει τι είδαμε,
ποιον προσκυνήσαμε
και τι θα πει Σταύρωση.
Αραδιαστήκαμε στα θρανία,
κουρασμένοι, βαριεστημένοι,
γιατί δεν είχαμε φάει παρά λεμόνι
και δεν ήπιαμε παρά ξύδι,
για να δοκιμάσουμε κι εμείς
τον πόνο του Χριστού.
Άρχισε λοιπόν,
με βαριά επίσημη φωνή
να μας ξηγάει
πώς ο Θεός κατέβηκε στη γη
και γίνηκε Χριστός,
κι έπαθε και σταυρώθηκε
για να μας σώσει από την αμαρτία.
Ποια αμαρτία;
Δεν καταλάβαμε
μα καταλάβαμε καλά,
πως είχε δώδεκα μαθητές
κι ένας τον πρόδωσε.
Ο Ιούδας.
- Και ήταν ο Ιούδας,
σαν ποιον; Σαν ποιον;
Είχε απλώσει το δείκτη
του χεριού του ο δάσκαλος
και τον μετακινούσε
από τον έναν μας στον άλλο,
ζητώντας να βρει σε ποιον
από εμάς έμοιαζε ο Ιούδας.
Κι εμείς ζαρώναμε και τρέμαμε
μην μπας και σταθεί
το δάχτυλο το φοβερό πάνω μας.
Και άξαφνα
ο δάσκαλος έσυρε φωνή
και το δάχτυλό του στάθηκε
σ' ένα φτωχοντυμένο χλωμό παιδάκι
με όμορφα ρουσόξανθα μαλλιά.
Ήταν το Νικολιό,
που 'χε φωνάξει πέρυσι:
''Σώπα δάσκαλε
ν' ακούσουμε το πουλί''.
- Να σαν το Νικολιό!
φώναξε ο δάσκαλος.
- Έτσι χλωμός,
έτσι ντυμένος κι αυτός,
και είχε κόκκινα μαλλιά, κόκκινα
σαν τις φλόγες της Κόλασης!
Το κακόμοιρο το Νικολιό
ξέσπασε σε θρήνο κι εμείς όλοι,
που είχαμε γλιτώσει τον κίνδυνο,
τον αγριοκοιτάζαμε με μίσος,
και συμφωνήσαμε κρυφά
από θρανίο σε θρανίο
άμα βγούμε έξω
να τον σπάσουμε στο ξύλο,
που πρόδωσε τον Χριστό.
Ευχαριστημένος ο δάσκαλος,
που έτσι μας έδειξε χειροπιαστά
πώς ήταν ο Ιούδας, μας σχόλασε,
κι εμείς βάλαμε στη μέση το Νικολιό,
κι ως βγήκαμε στο δρόμο
αρχίσαμε να τον φτύνουμε
και να τον δέρνουμε.
Πήρε αυτός δρόμο κλαίγοντας,
μα εμείς τον κυνηγούσαμε
με τις πέτρες.
Τον προγκούσαμε ''Ιούσα! Ιούδα!'',
ωσότου έφτασε στο σπίτι του
και τρύπωξε μέσα.
Το Νικολιό,
δεν ξαναφάνηκε στην τάξη.
Δεν ξαναπάτησε στο σχολειό.
Ύστερα από τριάντα χρόνια
που είχα γυρίσει από τη Γαλλία
στο πατρικό σπίτι
και ήταν Μεγάλο Σάββατο,
χτύπησε η πόρτα
και φάνηκε στο κατώφλι
ένας χλωμός, αδύνατος άντρας
με κόκκινα μαλλιά.
Έφερνε τα καινούρια παπούτσια
που είχε παραγγείλει για όλους μας
ο πατέρας για τη Λαμπρή.
Στάθηκε δειλιασμένος.
Με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι.
- Δε με γνωρίζεις; Δε με θυμάσαι;
Κι ως να μου το πει, τον γνώρισα.
- Το Νικολιό!, φώναξα.
- Ο Ιούδας... έκαμε αυτός
και χαμογέλασε με πικρία.
Νίκος Καζαντζάκης
Απόσπασμα από το βιβλίο:
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ