Το 1821 οι Κρητικοί επαναστάτησαν με τεράστιο ενθουσιασμό, παρότι γνώριζαν ότι θα βρεθούν αντιμέτωποι με πολύ περισσότερους, φανατισμένους και καλύτερα εξοπλισμένους αντιπάλους. Μπήκαν σε μια απελπιστικά άνιση μάχη, καθώς υστερούσαν τόσο σε αριθμό πολεμιστών όσο και σε εξοπλισμό. Οι χριστιανοί κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν 120.000 μουσουλμάνους, εκ των οποίων οι 20.000 ήταν άριστα εξοπλισμένοι. Από την πλευρά τους, οι χριστιανοί συγκέντρωναν μετά βίας 3.000 όπλα, ενώ είχαν στη διάθεσή τους ελάχιστα πυρομαχικά. Επιπλέον, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η Κρήτη ήταν αποκομμένη από τον εθνικό κορμό και πολύ κοντά στην πιστή σύμμαχο των Τούρκων Αίγυπτο. Οι στόλοι της Υδρας και των Σπετσών δεν μπορούσαν να προσφέρουν ναυτική προστασία, ούτε να ανεφοδιάζουν με συνέπεια τους Κρητικούς.
Ο Παπαρρηγόπουλος περιέγραψε την άνιση μάχη με αριθμούς: «Είναι απορίας άξιον πώς επαναστάτησε η Κρήτη και πώς κατόρθωσε να παρατείνει την επανάσταση, όταν παραβάλουμε την κατάσταση που επικρατούσε στην Κρήτη με αυτήν της Πελοποννήσου. Οι Τούρκοι της Πελοποννήσου υπολογίζονταν σε 12.000 άνδρες, ενώ οι Έλληνες μαζί με τους Μανιάτες 30.400. Στην Πελοπόννησο υπήρχε ένας πασάς που απουσίαζε στην Ηπειρο. Στην Κρήτη οι Τούρκοι είχαν ετοιμοπόλεμους 20.000 άνδρες. Οι Κρητικοί με δυσκολία συγκέντρωναν 3.000 οπλισμένους. Στον τράχηλο της Κρήτης κάθονταν τρεις πασάδες: ένας στα Χανιά, ένας στο Ρέθυμνο και ένας στο Ηράκλειο.
Η Κρήτη ήταν μόνη και αβοήθητη στο κέντρο της Μεσογείου και πιο κοντά στην Αίγυπτο απ’ όπου όρμησε ο φοβερός στόλος και στρατός του Ιμπραήμ. Δεν είχε προμαχώνα τη Στερεά Ελλάδα, ούτε καταφύγιο τα Επτάνησα, απ’ όπου έπαιρνε επικουρίες. Ούτε τους ναυστάθμους των Σπετσών και της Υδρας θαλάσσιες ασπίδες…»
Παρ’ όλα αυτά, οι Κρητικοί έσπευσαν να εξεγερθούν λίγες μέρες μετά την έναρξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Καμία δυσκολία δεν μπορούσε να μετριάσει τον πόθο τους για ελευθερία. Η Επανάσταση του 1821 ανακηρύχθηκε στα Σφακιά, που αποτέλεσαν και πρωτεύουσα του αγώνα. Οι κάτοικοι της επαρχίας Σφακίων ήταν οι μόνοι μη μουσουλμάνοι που διατηρούσαν το δικαίωμα να φέρουν όπλα και σε συνδυασμό με το ότι ο πληθυσμός αυτός δεν αποτελούνταν μόνο από ορεσίβιους ποιμένες ή αγρότες αλλά και από εμπόρους και πλοιοκτήτες που ταξίδευαν ελεύθερα στα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου, αποκτήθηκαν διασυνδέσεις, κύρος και σημαντικός πλούτος. Ο πλούτος αυτός, ο προερχόμενος κυρίως από τη ναυτιλία και το εμπόριο, πέρασε με τη μορφή χορηγιών και δανεισμού στο «Κοινόν» της Επανάστασης και δημιούργησε τη δυνατότητα υλικής στήριξης της πάνδημης επιθυμίας για ελευθερία και ανεξαρτησία.
Αν προσθέσουμε σε όλα τα προαναφερθέντα τα ήθη και τα έθιμα των μονίμως εξεγειρόμενων κατοίκων της επαρχίας Σφακίων, το πολύ ισχυρό αίσθημα θρησκευτικής ταυτότητας των κατοίκων και την απουσία εξισλαμισθέντων, γίνονται εύκολα κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους αποτέλεσε κέντρο τόσο των πολεμικών όσο και των πολιτικών διεργασιών. Η τραγική κατάληξη της Επανάστασης του Δασκαλογιάννη μόλις πενήντα χρόνια πριν, κατά τα Ορλωφικά, ήταν η καταστροφή των χωριών, ο αποδεκατισμός του αξιόμαχου πληθυσμού της περιοχής και η δημιουργία μιας πολύ μεγάλης μεταναστευτικής ροής προς τα νησιά. Φαίνεται όμως ότι η σπίθα που μπήκε με αυτή την πρώτη εξέγερση, παρά την πανωλεθρία και τις τρομακτικές για την περιοχή απώλειες, συνέχισε να καίει όχι μόνο μέχρι τη λεγόμενη Εθνική Παλιγγενεσία, αλλά μέχρι τη λύση του κρητικού ζητήματος, δηλαδή την ένωση με την Ελλάδα.
Στην προετοιμασία για τη μεγάλη Επανάσταση του 1821, συγκεκριμένα το 1813, σε επιστολή της «Προς τους απανταχού Ελληνας και Φιλέλληνας» η Κεντρική Επιτροπή της Φιλικής Εταιρείας προτρέπει σε μίμηση του «γενναίου κρητικού παραδείγματος» που έθεσε η Επανάσταση του Δασκαλογιάννη: «Οι Κρήτες προ πολλού αναλαβόντες τον υπέρ των όλων αγώνα καρτερικώς μέχρι τούδε αντέξησαν των πολυαρίθμων δυνάμεων της Τουρκικής Αυτοκρατορίας, αναπληρούντες διά της παραδειγματικής αυτών ανδρείας ταις ποικίλας ελλείψεις των προς πολέμου αναγκαίων. Οι Ηπειρώται, οι Θεσσαλοί, οι Μακεδόνες εισίν έτοιμοι να μιμηθώσι το γενναίον των Κρητών παράδειγμα…»
Πηγή: εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ