Προσποιούμενος τον ζητιάνο με νοητική στέρηση, τον ιχθυέμπορο ή τον πωλητή διαφόρων ειδών και με κοψιά Ανατολίτη σε συνδυασμό με την άψογη εκφορά του Τουρκικού λόγου, ο Γιαννόπουλος έκανε πράγματα για τα οποία δεν μίλησε σχεδόν ποτέ. Έφυγε από την υπηρεσία με το παράπονο ότι δεν τον φώναξαν ποτέ να κάνει ένα μάθημα στους νέους επιχειρησιακούς πράκτορες, λες και δεν υπήρξε. Έφτασε μέχρι τον βαθμό του αντιστράτηγου, ήταν ο υπεύθυνος για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων και μετά ασχολήθηκε με τα κοινά, ως δήμαρχος Νευροκοπίου. Έφυγε χτυπημένος από την επάρατη νόσο στα 74 χρόνια του, αφήνοντας πίσω του μια διαδρομή η οποία τον έχρισε έναν από τους πλέον ικανούς επιχειρησιακούς πράκτορες της Ελλάδας, που έδρασαν στην Τουρκία.
Από την Ευελπίδων στην ΚΥΠ
Ο Βασίλης Γιαννόπουλος είχε συνηθίσει θέλοντας και μη από μικρό παιδί το κρύο. Στο Κάτω Νευροκόπι της Δράμας, όπου γεννήθηκε δεν είχε το περιθώριο της επιλογής και έτσι εντρύφησε από πιτσιρικάς, σε θερμοκρασίες που ξεπερνούσαν αρκετές φορές τους –20ο C. Σε μια περιοχή όπου το πατριωτικό συναίσθημα ήταν ιδιαίτερα υψηλό, μεγάλωσε ακούγοντας από μικρός την τουρκική γλώσσα, απομεινάρι των προσφύγων από την Μικρά Ασία.
Δεν φαντάζεται τότε ότι χρόνια αργότερα θα επέστρεφε στις χαμένες πατρίδες, γράφοντας την δική του ιστορία καλυμμένος πίσω από διάφορες ιδιότητες και με την αδρεναλίνη να χτυπάει στο κόκκινο κάθε μέρα. «Μόλις τελείωσα το γυμνάσιο, έδωσα στην Σχολή Ευελπίδων. Εκείνα τα χρόνια ο στρατός προσέλκυε τους νέους ανθρώπους, ενώ υπήρχε και το έντονο στοιχείο της αγάπης για την πατρίδα στον τόπο μου». Πέρασε την είσοδο της Σχολής το 1965, τέσσερα χρόνια αργότερα αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στο σώμα του Μηχανικού και η πρώτη του μετάθεση ήταν στην Καβάλα.
Ακολούθησαν και άλλες σε όχι και τόσο ειδυλλιακά μέρη. «Μετά από την Καβάλα μετατέθηκα στο Διδυμότειχο, στο Λιτόχωρο, στην Θεσσαλονίκη αλλά και στην Κύπρο, πέντε χρόνια μετά από την εισβολή των Τούρκων. Υπηρέτησα εκεί για δύο χρόνια». Σε αυτά τα πρώτα δέκα χρόνια της θητείας του πέρασε από όλες τις ειδικές σχολές του Στρατού. «Εκπαιδεύτηκα ειδικά σε άλλες σχολές, συλλογής πληροφοριών κυρίως, αυτό που λέγεται και κατασκοπεία, ενώ πήγα για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό». Ο Βασίλης Γιαννόπουλος είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον του να αποσπαστεί στην τότε Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (Κ.Υ.Π.) και το γεγονός ότι ήταν σχετικός γνώστης της Τουρκικής γλώσσας, έπαιξε μεγάλο ρόλο. «Είχα πολλά ακούσματα, αλλά δεν ήξερα τουρκικά γι’ αυτό και στην συνέχεια σπούδασα την γλώσσα στην Στρατιωτική Σχολή Ξένων Γλωσσών, εδώ στην Αθήνα. Ήταν ένα εξαιρετικό σχολείο». Η απόσπαση στην υπηρεσία θα έρθει το 1987, μετά από εκπαίδευση στα κεντρικά της Υπηρεσίας και όχι μόνο, όταν ο Βασίλης Γιαννόπουλος έχει πλέον τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και επιθυμεί όσο τίποτε άλλο να μεταβεί στην Τουρκία, αψηφώντας τους κινδύνους που κρύβει το ταξίδι ενός κατασκόπου σε μια ξένη χώρα. Θα είναι κατά κάποιο τρόπο ο αντικαταστάτης του Λοΐζου Δερμεντζόγλου, ενός ικανότατου αξιωματικού που επιτέλεσε εξαιρετικό έργο ως επιχειρησιακός πράκτορας.
«Δεν φοβήθηκα ποτέ»
Με το αεροπλάνο δεν ταξίδεψε ποτέ σε αυτά τα ταξίδια του, προκειμένου να αποφύγει τους ελέγχους. Προτίμησε να μπει στην Τουρκία ταξιδεύοντας από την θάλασσα, η περνώντας νύχτα τα σύνορα, ενίοτε παράνομα και όλες του τις αισθήσεις σε εγρήγορση. Τα συναισθήματα του Βασίλη Γιαννόπουλου όταν πάτησε το πόδι του σε μια χώρα όπου μπαινόβγαινε σπάζοντας κάθε ρεκόρ παραμονής για τα επόμενα πέντε χρόνια, δεν περιείχαν τη λέξη φόβος. «Υπήρχε το αίσθημα της ευθύνης και η προσπάθεια να ανταποδώσουμε κάτι κι εμείς στους Τούρκους που τόσο πολύ πιέζανε και εξακολουθούν να πιέζουν την πατρίδα μας. Εγώ προσωπικά δεν φοβήθηκα, αλλά βέβαια ήμουνα πολύ προσεχτικός». Λόγω των προσωπικών του εμπειριών, αφού μικρός είχε ζήσει σε ένα περιβάλλον με παππούδες από την Σμύρνη και συμπεριφορές που δεν διέφεραν πολύ από αυτές που συνάντησε στην Τουρκία, προσαρμόστηκε άμεσα. Αυτό ήταν κάτι που με βοήθησε πολύ» μου είχε τονίσει εκείνο το απόγευμα ο ψαρομάλλης στρατηγός, που ξεκίνησε την δράση του στους «γείτονες» όταν ήταν 40 ετών.
Τότε είχε μαύρα μαλλιά, μουστάκι και την κοψιά του Ανατολίτη σε συνδυασμό με την τέλεια πλέον προφορά της γλώσσας και τα απαραίτητα πλαστά χαρτιά.
«Οι κίνδυνοι ήταν πάρα πολλοί από την στιγμή που βρίσκεσαι στην Τουρκία και προσπαθείς να σπάσεις το σύστημα ασφαλείας της για να πάρεις πληροφορίες και στρατιωτικά μυστικά».Τους απέφυγε διαθέτοντας μια μοναδική ικανότητα να ελίσσεται καλυμμένος πίσω από την εικόνα ενός ρακοσυλλέκτη με νοητική στέρηση, ενός μικροπωλητή η ενός ιχθυέμπορα, αν και η σκέψη ότι κάποια στιγμή μπορεί να τον μυριστούν οι πράκτορες της ΜΙΤ, ήταν καθημερινά «καρφωμένη» στο μυαλό του Γιαννόπουλου. «Αυτό το πράγμα το κουβαλάς συνέχεια πάνω σου και μαθαίνεις να ζεις μαζί του. Η Τουρκία έχει μια μεγάλη-δεν ξέρω πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι-Υπηρεσία Πληροφοριών και δεν αφήνει στην τύχη καταστάσεις όταν δει κάτι περίεργο η παράξενο. Αυτό τουλάχιστον κατάλαβα εγώ».
Η μυστική «εισβολή» στο στρατηγείο της 4ης Στρατιάς.
Κύρια αποστολή του αντισυνταγματάρχη Γιαννόπουλου από την πρώτη στιγμή ήταν η παρακολούθηση των δραστηριοτήτων που είχαν οι Τουρκικές ένοπλες δυνάμεις από κοντά, και η αποκωδικοποίηση των όποιων σχεδίων τους, κυρίως αυτά που αφορούσαν το Αιγαίο και την Θράκη. Ανέλαβε ειδικά την 4η Τουρκική Στρατιά που έδρευε στην Σμύρνη, την αποκαλούμενη και «Στρατιά του Αιγαίου» και η δράση του ήταν καταιγιστική. Πέρα από το γεγονός ότι κατάφερε να στρατολογήσει Τούρκο Αξιωματικό που υπηρετούσε σε νευραλγική θέση στην 4η Στρατιά, προχώρησε σε μια επιχείρηση που δεν είχε γίνει ποτέ γνωστή μέχρι να δώσει την πρώτη του συνέντευξη. Κατόρθωσε ένα βράδυ να μπει στο υπαίθριο στρατηγείο τους, κατά την διάρκεια μιας μεγάλης άσκησης στην οποία οι Τούρκοι δοκίμαζαν την εφαρμογή των πραγματικών επιθετικών σχεδίων τους απέναντι στην χώρα μας. Κύριοι στόχοι τους-Ιl Kedef στα τούρκικα-σε μια πιθανή σύρραξη με την Ελλάδα, τα μεγάλα νησιά του Αιγαίου σαν τη Χίο και την Λέσβο.
Ο Γιαννόπουλος παρακολουθεί από απόσταση αναπνοής αυτές τις δραστηριότητες απέναντι από την Χίο και περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία να μπει μέσα στο στρατηγείο τους. Θα το κάνει στον κόλπο του Ντογάν, στην περιοχή που ονομάζεται Ντογάνμπεη, μια νύχτα που για τον ίδιο είχε σταματήσει ο χρόνος, ντυμένος λένε οι φήμες σαν ένας ρακοσυλλέκτης με νοητική στέρηση. Θα κινηθεί γύρω σε σκηνές και πρόχειρα καταλύματα αναζητώντας στοιχεία, χαρτιά και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να κουβαλήσει. Ανάμεσα σε εκατοντάδες Τούρκους που κοιμόντουσαν αμέριμνοι, περπατά αθόρυβα μακριά από τα φώτα, μπαίνοντας και βγαίνοντας όπου μπορούσε, χωρίς να έχει καμία «δυσάρεστη» συνάντηση. Νοιώθοντας ότι είναι ήδη στον άλλο κόσμο, όπως θα εξομολογηθεί χρόνια αργότερα σε συνάδελφό του σε μια από αυτές τις κουβέντες που μένουν ανομολόγητα μυστικά για όσα χρόνια χρειάζεται, θα μαζέψει εξαιρετικής σημασίας στοιχεία.
Θα φύγει προσέχοντας κάθε του κίνηση, σαν ένα φάντασμα που εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε μέσα στην ηρεμία της νύχτας, χωρίς να τρομάξει κανέναν.
Μαζί του έχει πάρει χάρτες, σχέδια, έγγραφα και ότι άλλο βρήκε έχοντας τραβήξει και όσες φωτογραφίες χρειαζόταν για να έχει η Υπηρεσία τις αποδείξεις που χρειάζεται γι’ αυτή την παράτολμη επιχείρηση. Θα αναπνεύσει ανακουφισμένος, μόνο όταν βρεθεί στα περίχωρα της Σμύρνης, λίγο πριν την ανατολή του ήλιου. Λίγες ώρες αργότερα, τα πολύτιμα στοιχεία φεύγουν με διπλωματικό σάκο για τα κεντρικά της ΚΥΠ στην Κατεχάκη, ο Γιαννόπουλος ξεκουράζεται λίγο και επιστρέφει στην δράση
Οργώνοντας την Τουρκία
Μετά από ένα χρόνο σταδιακής παραμονής στην Τουρκία, έχει πάρει φόρα, έχει βυθιστεί απόλυτα στην ψυχολογία ενός Τούρκου και η δράση του δεν περιορίζεται πλέον στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης. Η εμπλοκή του στο θέμα των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων είναι αναπόφευκτη, παρά το γεγονός ότι η επιχειρησιακή του δράση είχε πρωταρχικό σκοπό την παρακολούθηση των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων. Από το 1974 και μετά οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες λάμβαναν συνεχώς πληροφορίες που απαιτούσαν εξακρίβωση.
«Το θέμα των αγνοουμένων είχε απομακρυνθεί χρονικά από το σημείο δημιουργίας του, δηλαδή το 1974, αφού είχαν περάσει 14 χρόνια. Είχε ήδη προηγηθεί μεγάλη έρευνα και είχαν ξοδευτεί πολλά χρήματα, για να διερευνηθούν κάποιες πληροφορίες». Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να αναζητάει στα βάθη της Ανατολίας σημάδια ζωής των ανθρώπων που πλήρωσαν με την αιχμαλωσία τους την εισβολή του Αττίλα στο μαρτυρικό νησί. Εφοδιασμένος με απίστευτα ψυχικά αποθέματα, διερευνούσε κάθε πληροφορία, οργώνοντας κυριολεκτικά την Τουρκία σε επιχειρήσεις με τον μοναδικό χαρακτηρισμό που θα μπορούσαν να έχουν: «ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΗ». Το βράδυ που μπήκε στις φυλακές της Αμάσειας, ρίσκαρε ως συνήθως την ζωή του, όταν άφησε την άχρωμη πόλη και ανέβηκε στις βόρειες παρυφές της. Αναζητούσε μια ελληνική φωνή, την επιβεβαίωση μιας πληροφορίας και ίσως να ανατρίχιασε κοιτώντας τις δύο εισόδους των φυλακών και το αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Έφυγε άπραγος μέσα στα μαύρα σκοτάδια, αθέατος και άφησε πίσω του την πόλη νωρίς το πρωί. Στρατολόγησε φυλακισμένους αντικαθεστωτικούς προκειμένου να ψάξουν για Έλληνες όπου μπορούσε, σε μια αέναη αναζήτηση βασανισμένων ψυχών στην αχανή ενδοχώρα της Τουρκίας.
Από το Ντενιζλί στο Μπολού…
Το Ντενιζλί είναι μια πόλη που αριθμεί πάνω από 100.000 ψυχές, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας που βρίσκεται στην Νοτιανατολική Τουρκία. Δεν παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο τουριστικό ενδιαφέρον σαν πόλη και την ημέρα που ο Έλληνας πράκτορας πάτησε το πόδι του, το βλέμμα του ήταν επικεντρωμένο σε ένα μόνο πράγμα. Στην οχυρωμένη περίβολο έξω από την πολύβουη αγορά της πόλης, απέναντι ακριβώς από τον σιδηροδρομικό σταθμό βρισκόταν ο επόμενος στόχος του. Ένα στρατόπεδο όπου τα μέτρα ασφαλείας ήταν δρακόντεια και οι φρουροί περιμετρικά είχαν μονίμως το δάχτυλο στην σκανδάλη. Παρόλο που φάνταζε απίθανο να μπει κάποιος μέσα, ο Γιαννόπουλος τα κατάφερε, ψάχνοντας επτά έλληνες που οι πληροφορίες τους ήθελαν να βιώνουν εκεί το δικό τους εξπρές του μεσονυχτίου. Ο Έλληνας πράκτορας δεν βρήκε κανέναν.
Για να φτάσει στο Μπολού, που βρίσκεται 197 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Άγκυρας, επιστράτευσε όλο το κουράγιο του, αφού εκεί εδρεύει μια ελίτ του Τουρκικού Στρατού. Η επίλεκτη ταξιαρχία των Τούρκων καταδρομέων σε ένα αχανές στρατόπεδο, με δεκάδες κτιριακά συγκροτήματα και κλωβούς αιχμαλώτων δεν είναι καθόλου εύκολο να ερευνηθεί από τον έλληνα πράκτορα, που ακτινογραφεί την ταξιαρχία και βρίσκει τον τρόπο να διεισδύσει στην φωλιά του λύκου. «Στο Μπολού μπήκα μέσα ένα βράδυ προκειμένου να διαπιστώσω κατά πόσο ήταν αλήθεια η πληροφορία ότι υπάρχουν ελληνοκύπριοι κρατούμενοι, φυλακισμένοι από την εισβολή. Πήγα και μέρα αλλά δεν βρήκα τίποτα». Ο ίδιος είχε βαθιά μέσα του την ελπίδα κάποια από αυτές τις πληροφορίες για τις οποίες έβαζε το κεφάλι του στο ντορβά να είναι αληθινή. Ήθελε να βρει και να μπορέσει να φέρει έστω και έναν αγνοούμενο πίσω στην Ελλάδα. Δεν βρήκε όπου και αν πήγε κανέναν και στην ερώτηση αν θα ρίσκαρε τα πάντα στην περίπτωση που ανακάλυπτε κάτι τέτοιο η απάντησή του είναι κατηγορηματική. «Δεν θα γύρναγα πίσω χωρίς αυτούς. Δεν υπήρχε περίπτωση να τους αφήσω εκεί. Θα έδινα και την ζωή μου ακόμα και αυτό δεν το λέω απλά για να το πω. Η βεβαιότητά μου είναι ότι όλοι σχεδόν εκτελέστηκαν στην Βόρεια Κύπρο. Δυστυχώς βρήκαμε και Τούρκους που είχαν συμμετάσχει σε αυτές τις επιχειρήσεις».
Τα δάκρυα του Τούρκου…
Την ημέρα που γνώρισε στην Σμύρνη δήθεν «τυχαία» έναν Τούρκο, πρώην αλεξιπτωτιστή που είχε λάβει μέρος στην εισβολή της Κύπρου, ο Γιαννόπουλος δεν θα την ξεχάσει ποτέ. Την πρώτη συνάντηση, θα ακολουθήσει δεύτερη και τρίτη. Θα φάει και θα πιει κρασί μαζί του, θα γίνει «φίλος» του ερευνώντας μια υπόθεση που για τους συγγενείς των αγνοουμένων δεν θα κλείσει ποτέ. Το δίκτυο των πληροφοριοδοτών που είχε στήσει, είχε πιάσει «λαβράκι» αφού ο συγκεκριμένος άνθρωπος όπως είχαν μάθει βασανιζόταν από τύψεις συνειδήσεως. «Όταν τον προσέγγισα ο άνθρωπος αυτός βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, θα έλεγα στα όρια της τρέλας από τις ενοχές. Από τις αρχικές κουβέντες του συμπέρανα ότι πρέπει να είχε σκοτώσει άοπλους αιχμαλώτους πολέμου στην Βόρεια Κύπρο. Αργότερα μου το εξομολογήθηκε ο ίδιος με δάκρυα στα μάτια». Ο Γιαννόπουλος θα κερδίσει την εμπιστοσύνη του Τούρκου τόσο πολύ, που όταν του αποκάλυψε τι έψαχνε, αυτός του ζήτησε να τον φέρει στην Ελλάδα προκειμένου να δικαστεί, έτσι ώστε να λυτρωθεί από τις Ερινύες που τον κυνηγούσαν. Ο έλληνας αξιωματικός άρχισε να σχεδιάζει στο μυαλό του την επιχείρηση, αλλά το πράγμα στράβωσε όταν διαπίστωσε ύποπτες κινήσεις γύρω από τον αλεξιπτωτιστή από τις Τουρκικές Υπηρεσίες Ασφαλείας. «Πρέπει να είχαν αντιληφθεί τις κινήσεις του η να τον είχαν χαρακτηρίσει επιρρεπή επειδή προφανώς το είχε πει και σε άλλους, γιατί από την μια στιγμή στην άλλη τέθηκε σε στενή παρακολούθηση, προφανώς από την ΜΙΤ. Εξαφανίστηκε από προσώπου γης και κάπου εκεί άρχισαν να δυσκολεύουν τα πράγματα και για μένα».
Τα μπλόκα της αγωνίας και η τελευταία αποστολή.
Ο Τούρκος εμφανίστηκε χρόνια μετά στην Τουρκική τηλεόραση επιβεβαιώνοντας τα όσα έλεγε ο Βασίλης Γιαννόπουλος ο οποίος δεν σκεφτόταν ποτέ το ενδεχόμενο να πιαστεί. «Κουβαλούσα πάνω μου πιστόλι, αλλά μπορείς με ένα πιστόλι να τα βάλεις με όλη την Τουρκία; Η μόνη λύση σε μια τέτοια περίπτωση είναι τραγική και δεν θέλω να την σκέφτομαι ούτε σήμερα» μου είχε πει κατά την διάρκεια της τρίωρης συνομιλίας μας. Αυτή η λύση ήταν μια σφαίρα στον κρόταφο, που ευτυχώς , δεν χρειάστηκε ποτέ να την επιλέξει, σε όλα αυτά τα αγωνιώδη ταξίδια του για την συλλογή πληροφοριών στα βάθη της Τουρκίας. «Οι στρατιωτικές πληροφορίες είναι δύσκολες πληροφορίες, από αυτές που δεν πουλιούνται στα σούπερ-μάρκετ» μου είχε επισημάνει ο πρώην πράκτορας, που ένοιωσε αρκετές φορές την αγωνία βιώνοντας επικίνδυνες καταστάσεις. «Το ζήτημα είναι να μην σε πιάσουν «φορτωμένο» σε κάποιο μπλόκο ασφαλείας» μου είχε πει αυτός ο χαμηλών τόνων στρατιωτικός. Φυσικά δεν είχε ξεχάσει κανένα από τα μπλόκα που έπεσε, όταν ο ιδρώτας της αγωνίας κυλούσε ποτάμι μέσα από τα ρούχα του, όπως συνέβη ένα βράδυ σε κάποιο επαρχιακό δρόμο, όταν τον σταμάτησαν για έλεγχο. Οι Τούρκοι έλεγξαν τα χαρτιά του και τον άφησαν να φύγει, αφού το μπλόκο που είχαν στήσει ήταν για κάποιον άλλο, μέχρι όμως «να δεις ότι δεν είναι για σένα, η ψυχή σου ξέρει τις περνάς».
Σε κατάσταση εμπλοκής δεν βρέθηκε ποτέ, επιστρατεύοντας πάντα την σκέψη του για να αποφύγει μια πιθανή ανταλλαγή πυροβολισμών, που θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες για την ζωή του. Στις αρχές του 1992, συνταγματάρχης πλέον ο Βασίλης Γιαννόπουλος θα ταξιδέψει στην Τουρκία για την τελευταία του αποστολή σε Τουρκικό έδαφος. «Είχα καταλάβει πλέον ότι έπρεπε να φύγω και να πάει κάποιος άλλος. Δεν πήγαινε άλλο και έτσι ζήτησα να αποδεσμευτώ και να επιστρέψω στην πατρίδα οριστικά». Πως ένοιωσε μετά την τελευταία αποστολή; Υπερηφάνεια και ικανοποίηση που κατάφερε να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο επιλέχτηκε, με αποτελέσματα που είναι καταγεγραμμένα και σε γνώση αυτών των ελάχιστων ανθρώπων που επιτρεπόταν να ξέρουν. Αυτοί ήταν ο εκάστοτε διοικητής και υποδιοικητής της Κ.Υ.Π. καθώς και ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, μόνο που στην συνέχεια η Υπηρεσία ειδικά, ίσα-ίσα που τον ανέχτηκε. Η γυναίκα του με την οποία παντρεύτηκε το 1974, δεν ήξερε ποτέ τι ακριβώς έκανε ο σύζυγός της στην Τουρκία ο οποίος δεν της έδωσε ποτέ το δικαίωμα να ανησυχήσει, ενώ η κόρη του Μαρία έμαθε το 2008 και με αφορμή μια ολιγόλεπτη τηλεοπτική του εμφάνιση στους «Φακέλους», κάποια πράγματα για την δράση του πατέρα της.
Εκπαιδεύοντας τον Σάββα.
Ο ίδιος είχε ένα μικρό παράπονο από την Υηηρεσία, το οποίο έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. «Δυστυχώς και μιλάω για ηθική και μόνο αμοιβή, τίποτε δεν έγινε γι’ αυτές τις πράξεις οι οποίες δεν είναι καθημερινές, αγγίζουν τα όρια της αυτοθυσίας και δεν επαναλαμβάνονται. Πιστεύω ότι η Υπηρεσία θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να τις επιβραβεύει. Δεν με κάλεσαν να κάνω ένα μάθημα, λες και δεν υπήρξα».
Τα μόνα μαθήματα που έκανε ήταν αυτά στον διάδοχό του, τον ταγματάρχη Σάββα Καλεντερίδη, που επέλεξε ο ίδιος για αντικαταστάτη του.
Γνωρίστηκαν στη Σχολή Ξένων Γλωσσών και όταν ήρθε η ώρα τον εκπαίδευσε όπως μόνο εκείνος ήξερε, για μήνες στα κεντρικά της Κατεχάκη και σε απομονωμένες εγκαταστάσεις της Κ.Υ.Π. Ο Καλεντερίδης, ήξερε ήδη για το μύθο του συνταγματάρχη Γιαννόπουλου που σαν «μαθητή» τον έκρινε άριστο διάδοχό του αφού συνέχισε με επιτυχία το έργο του «δασκάλου» του στα βάθη της Ανατολίας. Αν προσπαθήσει κάποιος να αποτιμήσει τα έργα και τις ημέρες του Γιαννόπουλου στην Τουρκία θα δυσκολευτεί. Πάρα πολλά από όσα έκανε θα μείνουν για πάντα άγνωστα και καταχωνιασμένα στα αρχεία της σημερινής ΕΥΠ. Η φράση του «είχαμε προχωρήσει βαθιά σε θέματα κατασκοπείας. Τους είχαμε πάρει την σκέψη και αναφέρομαι στις Τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, που αποτελούν ένα πολύ σκληρό μηχανισμό» τα λέει όλα.
Με την οριστική επιστροφή του στην Ελλάδα φόρεσε ξανά μετά από πέντε χρόνια την στολή του και επανήλθε σε μια καθημερινότητα που είχε ξεχάσει. Θα μείνει για τρία ακόμη χρόνια στην ΚΥΠ ως Διευθυντής Ανάλυσης και Εκτίμησης Στρατιωτικών Πληροφοριών, πριν μετατεθεί σαν διοικητής Μηχανικού στην ΑΣΔΕΝ (Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Ελληνικών Νήσων). Η τεράστια εμπειρία του, αφού θεωρείται αυθεντία και για πολλούς ο Νο1 στα ελληνοτουρκικά χρησιμοποιήθηκε κατάλληλα από το ΓΕΕΘΑ, που τον επέλεξε για διοικητή στην Διεύθυνση Πληροφοριών όταν ο Γιαννόπουλος έγινε ταξίαρχος.
Η ζωή μετά
Επί των ημερών δημιουργήθηκε η Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών για την οποία δούλεψε πολύ ενώ ο τελευταίος του σταθμός ήταν η ανάθεση της Ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων, όταν πλέον είχε γίνει αντιστράτηγος. Συνεργάστηκε με την Γιάννα Αγγελοπούλου και εξέχουσες ξένες προσωπικότητες για τρία χρόνια, πριν αποστρατευθεί, ενώ διοικούσε έναν αριθμό 40.000 στρατιωτών που είχαν επιστρατευθεί για τους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Οι πληροφορίες λένε ότι αυτός είχε την κύρια ευθύνη της συνδιαλλαγής με τα επίλεκτα κλιμάκια της CIA, της Mosad, της MI6 και της Ρωσικής FSB, που κατέκλυσαν την Αθήνα εν όψει της Ολυμπιάδας. Η αποστράτευσή του το 207 μπορεί να τον στεναχώρησε, σίγουρα όμως δεν τον άφησε στον κύκλο των συνταξιούχων στρατιωτικών, που συναντιούνται και θυμούνται τα παλιά. Ο ίδιος άλλωστε δεν μπορούσε να «θυμηθεί» δημόσια τα όσα έκανε στην Τουρκία για πέντε χρόνια, αφού αυτά τα κράτησε μόνο για τον εαυτό του και μια συνέντευξη, παρόλο που θα μπορούσε να γράψει αν ήθελε το πιο συναρπαστικό και αληθινό κατασκοπευτικό βιβλίο. Το σίγουρο είναι ότι ο στρατηγός δεν θα ξεχάσει ποτέ τις κρύες νύχτες που πάτησε το πόδι του στην Αμάσεια, στο Ντενιζλί, στο Μπολού και στα περίχωρα της Σμύρνης «χορεύοντας» τους «γείτονες» για τα καλά στον δικό του «χορό των κατασκόπων».
Όπως μου είχε πεί φεύγοντας και σκάζοντας ένα αχνό χαμόγελο «εάν καταλάβαιναν οι Τούρκοι τις τους έκανα, το πιθανότερο σήμερα ήταν να ήμουν πλατεία στο χωριό μου».