31.3.21

Για τα περιστατικά βίας και κακοποίησης

Της Μαργαρίτας Σπυριδάκου

Ως κοινωνία το τελευταίο διάστημα βιώνουμε συγκλονιστικές αποκαλύψεις, αρχής γενομένης, με την ολυμπιονίκη Σοφία Μπεκατώρου, με τα φαινόμενα σεξουαλικής κακοποίησης, βιασμών, ψυχολογικής βίας και κατάχρησης εξουσίας σε... βάρος γυναικών αλλά και ανδρών στους χώρους του αθλητισμού και του θεάτρου που συγκλονίζουν το πανελλήνιο, με την υπόθεση Λιγνάδη να ρίχνει βαριά τη σκιά της στην τρέχουσα επικαιρότητα. Είναι όμως κοινό μυστικό ότι όλα αυτά επεκτείνονται και σε πολλούς άλλους χώρους όπως της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, της δημοσιογραφίας, της πολιτικής και του χώρου εργασίας γενικότερα.
Αξίζουν πολλά́ συγχαρητήρια και θαυμασμό́ σε όσους και όσες βρήκαν το θάρρος και τη δύναμη να μιλήσουν δημόσια γι’ αυτές τις τραυματικές εμπειρίες. Γεγονότα βιασμού, σωματικής και ψυχικής κακοποίησης έχουν βαρύτατες ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες στα θύματα και παρ’ όλα αυτά σπάνια οδηγούνται στο να τα καταγγείλουν στις αρχές.
Τα θύματα αντιδρούν στην κακοποίηση ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία τους αλλά και τις συνθήκες που λαμβάνει αυτή χώρα και το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται.
Υπάρχει ένας πολύ μεγάλος «σκοτεινός» αριθμός όπως λέγεται στην εγκληματολογία, γύρω από τα φαινόμενα κακοποίησης – βιασμού, γιατί τα θύματα διστάζουν να καταγγείλουν τους θύτες για διάφορους λόγους.
Γιατί διακατέχονται από αισθήματα ντροπής, ενοχής και συνήθως αυτοκατηγορούνται καθώς πιστεύουν πως ίσως προκάλεσαν με τον τρόπο τους τον θύτη. Τα θύματα έρχονται αντιμέτωπα με ακραίες συνθήκες που δοκιμάζουν τις ψυχικές τους αντοχές, τους δημιουργούν εσωτερικές συγκρούσεις, αποδιοργάνωση και αρνητικά συναισθήματα προς τον εαυτό τους.
Γιατί νιώθουν φόβο απέναντι στον θύτη και στην πιθανότητα να προκαλέσουν και πάλι τη βίαιη ή προσβλητική συμπεριφορά́ του ή άγχος για το κοινωνικό́ στίγμα, για την οικογενειακή́ και κοινωνική́ απομόνωση. Επίσης τρομάζουν στην ιδέα ότι κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης από τη δικαιοσύνη θα μειωθούν και θα κατηγορηθούν από τους συνηγόρους των δραστών με συνέπεια τη δευτερογενή θυματοποίησή τους. Γενικά έχουν την αίσθηση πως μόνα τους θα πρέπει να σηκώσουν τον σταυρό τους και να επουλώσουν τα τραύματά τους.
Γιατί πολλές φορές έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, μικρή́ εμπιστοσύνη στον εαυτό́ τους και στις δυνάμεις τους. Διόλου τυχαία οι αντικοινωνικοί θύτες επιλέγουν τους ανθρώπινους στόχους που μπορούν να χειραγωγήσουν και να τρομοκρατήσουν ώστε να εξασφαλίσουν τη μη αποκάλυψή τους.
Γιατί υπάρχει κάποιου είδους εξάρτηση από́ τον θύτη, επαγγελματική, οικονομική, κοινωνική. Αναρωτιούνται λοιπόν τα θύματα πώς θα αντιμετωπίσουν μόνα τους την κατάσταση, πώς θα επιβιώσουν, ειδικά αν δεν έχουν την οικονομική δύναμη, πώς θα ανακοινώσουν στο οικείο τους περιβάλλον ότι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν μια καριέρα ή μια θέση εργασίας για την οποία προσπάθησαν πολύ, ενώ κάποιες φορές το ίδιο το περιβάλλον τους προτρέπει τα θύματα να σιωπήσουν και να ανεχθούν κακοποιητικές συμπεριφορές γιατί προσδοκά οφέλη.
Γιατί δεν έχουν πληροφόρηση για τα δικαιώματά́ τους και τις υποστηρικτικές δομές ή γιατί αυτές είναι ανεπαρκείς.
Γιατί ψυχολογικοί μηχανισμοί ενεργοποιούνται μετά από ένα γεγονός κακοποίησης και συγκεκριμένα πολύ συχνά διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD), που συνοδεύεται από συναισθηματική αποφυγή, αγωνία και κατάθλιψη, συμπτώματα υπερδιέγερσης και αναβίωση του τραύματος μέσω διαστάσεων, αναδρομών και εφιαλτών σύμφωνα με το DSM-IV. Αυτή η συνθήκη παρεμποδίζει τα θύματα στην αναζήτησή βοήθειας και φυσικά στην καταγγελία του γεγονότος.
Χρειάζεται αλλαγή κουλτούρας
Υπάρχουν δυστυχώς στην κοινωνία μας στερεότυπα που βολεύουν τους έχοντες την ισχύ́ στα χέρια τους.
Ότι, δηλαδή́, για να πετύχει κάποια γυναίκα, αλλά́ και άνδρας, θα υποκύψει σε πιέσεις και παρενοχλήσεις. Αυτό́ σχετίζεται και με τον φόβο που έχουν τα θύματα να αποκαλύψουν την κακοποίηση, γιατί́ πολύ́ συχνά́ κατηγορούνται ότι την προκάλεσαν.
Όσοι διαπράττουν την κακοποίηση κάνοντας κατάχρηση της εξουσίας που τους παρέχει η θέση ισχύος τους, το κάνουν επειδή́ γνωρίζουν ότι δεν θα υπάρξει καμιά απολύτως συνέπεια. Το όνομά τους, οι γνωριμίες τους, η αδυναμία των θυμάτων, σε συνδυασμό́ με την κουλτούρα υποταγής στην εξουσία, το διασφαλίζουν αυτό́. Εκμεταλλεύονται δε και την ανυπαρξία θεσμών ελέγχου και διαφάνειας που έπρεπε να υπάρχουν δίπλα σε ανθρώπους που καταλαμβάνουν θέσεις ευθύνης και εξουσίας. Και δεν το κάνουν μία και δύο φορές, αλλά́ διαρκώς και κατά́ συρροή́. Δεν πρόκειται για «αρρώστους» χωρίς καταλογισμό. Γνωρίζουν πολύ καλά τι κάνουν και επιλέγουν να το κάνουν ενώ ταυτόχρονα είναι πολύ επιδέξιοι στο να κρύβονται και να διαφεύγουν. Προσωπικότητες ψυχοπαθητικές, με συμπεριφορές που κινούνται στον άξονα χειρισμός, κυριαρχία, έλεγχος (manipulation – domination – control) και μεγάλες ικανότητες στη συγκάλυψη και την εξαπάτηση, ως άλλες αράχνες υφαίνουν τον ιστό τους γύρω από τους πιο ευάλωτους .
Χρειάζεται ευαισθητοποίηση
Είναι πολύ́ καλό́ που γίνεται θόρυβος και επικρατεί́ χαμός με καταγγελίες, ώστε να υπάρξει κλίμα αποτροπής της συστηματικής παρενόχλησης και κακοποίησης που εξακολουθεί́ να συμβαίνει καθημερινά́.
Ακόμα και να μην υπάρχουν νομικές συνέπειες για τους θύτες, η ηθική απαξίωση και η περιθωριοποίησή τους είναι μια τιμωρία αρκετά σημαντική.
Η αντιμετώπιση των φαινομένων κακοποίησης όμως δεν γίνεται μόνο με τη διευκόλυνση των καταγγελιών, αλλά απαιτείται η δημιουργία θεσμικού πλαισίου προστατευτικού για τα θύματα και αποτρεπτικού για τους θύτες.
Εμείς, ως αυτοδιοικητικοί, πρέπει να αναλάβουμε πρωτοβουλίες για τη στήριξη και την ενθάρρυνση των θυμάτων, ενισχύοντας τις κοινωνικές δομές που τα υποστηρίζουν αλλά́ και διοργανώνοντας ομιλίες και ημερίδες με στόχο την ευρύτερη ενημέρωση πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Πιέζοντας, από́ την άλλη, για ανάδειξη περισσοτέρων γυναικών σε θέσεις διοίκησης.
Οι έρευνες έχουν επανειλημμένα δείξει ότι οι γυναίκες τείνουν να έχουν έναν διαφορετικό́ τρόπο διοίκησης, καθώς δημιουργούν ένα εργασιακό́ περιβάλλον όπου επικρατεί́ ο σεβασμός και έτσι γίνεται λιγότερο πιθανό́ ένα περιστατικό́ παρενόχλησης, ενώ οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι αισθάνονται πιο άνετα να το αναφέρουν.
Σε κυβερνητικές θέσεις οι γυναίκες είναι πολύ περισσότερο πιθανό να προωθήσουν πολιτικές υποστήριξης των γυναικών, των παιδιών και κοινωνικής προνοίας εν γένει.
Επίσης, ως αυτοδιοικητικοί, πρέπει να πιέσουμε για την αυστηροποίηση των ποινών για σεξουαλικούς δράστες και ιδιαίτερα για τους παιδεραστές, λαμβάνοντας υπόψη την επικινδυνότητα των τελευταίων και την τάση τους να υποτροπιάζουν στην εγκληματική τους συμπεριφορά.
Τέλος, είναι εκ των ων ουκ άνευ η δημιουργία αυστηρών πλαισίων ελέγχου δίπλα σε προσωποπαγείς θέσεις και κυρίως όπου υπάρχουν άτομα που σχετίζονται με παιδιά.
Η εξάλειψη της βίας, της σεξουαλικής κακοποίησης, της κατάχρησης εξουσίας και της εκμετάλλευσης ειδικά των ανηλίκων από τους ευρισκόμενους σε θέση ισχύος αντικοινωνικούς θύτες πρέπει να είναι επιλογή και στάση ζωής για κάθε έναν και κάθε μία που έχει θέση ευθύνης στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι.


  1. *Η Μαργαρίτα Σπυριδάκου είναι χειρουργός οδοντίατρος & Περιφερειακή Σύμβουλος Πελοποννήσου


https://ardin-rixi.gr/archives/232879