5.3.21

Αντρέα Καμιλέρι – Η παγίδα

Η παγίδα ήταν ένα βάναυσο παιχνίδι, που το παίζαμε το καλοκαίρι στην παραλία. Σκάβαμε κρυφά στη γη μια τρύπα, που το βάθος της ήταν περίπου εξήντα εκατοστά και το πλάτος της όσο περίπου μια πατούσα. Επάνω στην τρύπα τοποθετούσαμε ένα φύλο εφημερίδας, κι αυτό πάλι το κρύβαμε απλώνοντας από πάνω άμμο. Έτσι η τρύπα, ο λάκκος, δε φαινόταν καθόλου, και κάποια στιγμή μοιραία κάποιοι θα έπεφτε μέσα.

Όταν ήμουνα δεκαπέντε χρονών ερωτεύτηκα την Τσετίνα Ινφαντίνο, κι αυτή μου έδινε να καταλάβω ότι τα αισθήματα μου είχαν ανταπόκριση. Φυσικά όχι με τα λόγια, για κάτι τέτοιο δεν υπήρχε καμιά ευκαιρία, και δε θα ήταν καν αποδεκτό. Αρκούμασταν στα επίμονα και γεμάτα λαχτάρα βλέμματα.

Με το που μπήκε το καλοκαίρι, εμπιστεύτηκα την ιστορία στους δυο φίλους μου, κι αυτοί επέμεναν ότι τώρα πια έπρεπε να μιλήσω και να «εξηγηθώ» με την Τσετίνα.

Έτσι, μια μέρα που οι γονεις και τα αδέρφια βρίσκονταν στη θάλασσα για μπάνιο, οι φίλοι μου μου εξήγησαν πως ήταν η κατάλληλη στιγμή: Μου έδειξαν ένα δρόμο ανάμεσα στις ξαπλώστρες, την ομπρέλα και τις καμπίνες, για μη μπορέσουν να με δουν. Εγώ ήθελα να δείχνω εντελώς ανέμελος, αγόρασα παγωτό από τον παγωτατζή, και κίνησα για το κορίτσι, και μάλιστα ακολουθώντας ακριβως το δρόμο που μου είχαν υποδείξει.


Δε χρειάζεται βέβαια να πω ότι οι δύο φίλοι μου είχαν ετοιμάσει μια παγίδα, και λίγα μέτρα πριν φτάσω στην Τσετίνα, έπεσα μέσα, το παγωτό προσγειώθηκε στο κεφάλι μου και το κορίτσι έσκασε στα γέλια. Αυτό ήταν και το τέλος του έρωτά μας. Μερικούς μήνες αργότερα, η Τσετίνα μετακόμισε σε άλλη πόλη, κι εγώ, για σπουδές, επίσης.

Τον περασμένο χρόνο την ξαναείδα σε μας, στη θάλασσα, έπαιζε με τον εγγονό της, Έδειξε κι εκείνη πως με είχε αναγνωρίσει. Σηκώθηκα τότε, για να πάω προς το μέρος της και να τη χαιρετήσω, και καθώς την πλησίαζα, χαράχτηκε στο στόμα της ένα γελάκι, που με κόπο το συγκρατούσε να μη γίνει τρανταχτό γέλιο, γέλιο που ερχόταν μεσ’ απ’ τα πενήντα χρόνια της ζωής μας

Αντρέα Καμιλέρι  – Η παγίδα