Η Φαρμακωμένη. Το ποίημα που έγραψε ο Σολωμός για να υπερασπιστεί την «ατιμασμένη» φίλη του. Τὸ κορμί σου ἐκεῖ μέσα στὸν τάφο,
Τὸ στολίζει σεμνὴ παρθενιά, Τοῦ κακοῦ σὲ ἀδικοῦσεν ὁ κόσμος, Καὶ σοῦ φώναζε λόγια κακά. Η Φαρμακωμένη. Η μούσα του Διονυσίου Σολωμού για το ποίημα «Φαρμακωμένη» ήταν η τραγική Μαρία Παπαγεωργοπούλου. Ο εθνικός ποιητής της Ελλάδας έγραψε το ποίημα το 1826, για να υπερασπίσει την φίλη του Μαρία από τα κακά λόγια της κερκυραϊκής κοινωνίας.Η νεαρή Μαρία είχε την κακή τύχη να ερωτευτεί έναν παντρεμένο άντρα.
Το ειδύλλιο τους έγινε γνωστό και ο κόσμος τη «μαστίγωσε» με τα λόγια του.
Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να πιστοποιήσει την εγκυρότητα των πληροφοριών. Οι φήμες για έναν παράνομο έρωτα αρκούσαν για να την καταδικάσουν.Η Μαρία ήταν φίλη του Διονυσίου και ο ποιητής με γενναιότητα μοιράστηκε μαζί της το βάρος της κοινωνικής κατακραυγής.
Ο Σολωμός δε σταμάτησε να κοντράρει την κακία του κόσμου ούτε στιγμή, και σε με κάθε τρόπο υποστήριζε την κοπέλα.
Η κερκυραϊκή κοινωνία του 19ου αιώνα όμως ήταν άτεγκτη με ζητήματα ηθικής τάξης.
Οι δήθεν ανήθικες γυναίκες, που τολμούσαν να ξεπεράσουν τα αυστηρά όρια που είχε θέσει ο κόσμος, δεν είχαν καμία ελπίδα να αποκατασταθούν.
Σε μια εποχή που η υπόληψη και η τιμή της γυναίκας ήταν η μοναδική της περιουσία, η Μαρία ήξερε ότι τίποτα δε θα άλλαζε για εκείνη.
Η κοπέλα λύγισε και ηττήθηκε. Απελπισμένη, ήπιε δηλητήριο και πέθανε.
Ο ποιητής έγραψε:
«Τί ἔχεις;» σοῦ ῾πα καὶ σὺ μ᾿ ἀποκρίθης:
«Θὰ πεθάνω, φαρμάκι θὰ πιῶ».
Μὲ σκληρότατο χέρι τὸ πῆρες,
Ὡραία κόρη, κι αὐτὸ τὸ κορμί,
Ποὺ τοῦ ἔπρεπε φόρεμα γάμου,
Πικρὸ σάβανο τώρα φορεῖ.
Εκτός απ' τη μοιχεία, η Μαρία, μετά θάνατον πια, είχε αποκτήσει και το στίγμα της αυτοκτονίας που απαγορεύεται στο Χριστιανισμό.
Κανείς δεν έχει δικαίωμα να αφαιρέσει ζωή, ούτε καν τη δική του.
Η Μαρία δεν μπορούσε να ταφεί με ορθόδοξη τελετή.
Ο Σολωμός δεν άντεξε άλλο την υπερβολή του κόσμου και την αδικία.
Έγραψε τη «Φαρμακωμένη», για να σώσει ό, τι μπορούσε απ' την υστεροφημία της αγαπημένης του φίλης.
Ο ποιητής ήταν τόσο αγαπητός στον κόσμο, που οι περισσότεροι του έδωσαν συγχαρητήρια για το ποίημα, ακόμα και αν οι ίδιοι κατηγορούσαν τη Μαρία.
Όμως δεν έλειψαν κι οι «φαρμακόγλωσσες», που διέδωσαν παντού ότι ο Σολωμός βιάστηκε να υπερασπίσει τη Μαρία, επειδή διατηρούσε ερωτικό δεσμό μαζί της.
Ο Διονύσιος απελπίστηκε με την αντίδραση του κόσμου. Πάσχισε να διαψεύσει τις φήμες, αλλά δεν τα κατάφερε εντελώς.
Ο ποιητής είχε αδυναμία στο «ωραίο» φύλο και οι ερωτοτροπίες του συχνά διασκέδαζαν τους κατοίκους της Κέρκυρας.
Οι ερωτικές του σχέσεις ήταν πάντα σύντομες και ο Σολωμός δεν παντρεύτηκε ποτέ.
Ο κόσμος έλεγε ότι είχε πάντα δύο πανέμορφες υπηρέτριες στο σπίτι του, για να τις κοιτάζει και να εμπνέεται.
Ο Σολωμός συνήθιζε να λέει για τις γυναίκες: «Είναι κι αυτό ποίηση και μάλιστα από την εκλεκτότερη και αληθινότερη. Γιατί εδώ πλέον συνδυάζεται η ποίηση με την πραγματικότητα και η ιδέα με την ύλη».
Ο κόσμος πίστεψε πολύ εύκολα ότι η ανήθικη Μαρία είχε βρεθεί στην αγκαλιά του γυναικά ποιητή.
Έφτασαν στο σημείο να πουν ότι αποτέλεσμα του δεσμού τους ήταν μία νόθα κόρη, τα ίχνη της οποίας είχαν χαθεί.
Το 1926, η νύφη του Σολωμού, Ελένη, αποκάλυψε μια τρυφερή ιστορία για τον ποιητή στην εφημερίδα «Το Βήμα».
Είπε ότι τη μοναδική φορά που ο Διονύσιος αγάπησε μια κοπέλα, δεν τολμούσαν καν να την πλησιάσει.
Απέφευγε να της μιλήσει και αρκούνταν να τη θαυμάζει από μακριά.
Οι φίλοι του απόρησαν με την παράξενη συμπεριφορά του και ο Σολωμός έδωσε την εξήγηση: «Μόνο από μακριά μπορεί κανένας να διατηρήσει τα ιδανικά. Τα φτερά της πεταλούδας λιώνουν μόλις τα αγγίξει βέβηλο χέρι».
Δεν «κόρταρε» ποτέ την εκλεκτή της καρδιάς του και έμεινε ανύπαντρος μέχρι το θάνατό του, στις 9 Φεβρουαρίου του 1857.
Ήταν βαριά άρρωστος και είχε πάθει τρία εγκεφαλικά.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής τα πέρασε απομονωμένος στο σπίτι του, μακριά από φίλους και συγγενείς.
Όταν πέθανε, τον θρήνησε όλη η Κέρκυρα.
Άφησε πίσω του μια σημαντική ποιητική παρακαταθήκη και η μνήμη του μένει ζωντανή μέσω του Εθνικού Ύμνου, που συνοδεύει της ενδοξότερες στιγμές της ελληνικής ιστορίας.
Η Φαρμακωμένη
Τὰ τραγούδια μοῦ τἄλεγες ὅλα
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τὸ πεῖς,
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τ᾿ ἀκούσεις,
Ἄχ! τὴν πλάκα τοῦ τάφου κρατεῖς.
Ὦ παρθένα! ἂν ἠμπόρειαν οἱ κλάψαις
Πεθαμένου νὰ δώσουν ζωή,
Τόσαις ἔκαμα κλάψαις γιὰ σένα,
Ποὺ θελ᾿ ἔχεις τὴν πρώτη πνοή.
Συφορά! σὲ θυμοῦμ᾿ ἐκαθόσουν
Σ᾿ τὸ πλευρό μου μὲ πρόσωπο ἀχνὸ
«Τί ἔχεις» σοῦ ῾πα καὶ σὺ μ᾿ ἀποκρίθης
«Θὰ πεθάνω, φαρμάκι θὰ πιῶ».
Μὲ σκληρότατο χέρι τὸ πῆρες,
Ὡραία κόρη, κι αὐτὸ τὸ κορμί,
Ποὺ τοῦ ἔπρεπε φόρεμα γάμου,
Πικρὸ σάβανο τώρα φορεῖ.
Τὸ κορμί σου ἐκεῖ μέσα στὸν τάφο
Τὸ στολίζει σεμνὴ παρθενιά,
Τοῦ κακοῦ σὲ ἀδικοῦσεν ὁ κόσμος,
Καὶ σοῦ φώναζε λόγια κακά.
Τέτοια λόγια ἂν ἠμπόρειες ν᾿ ἀκούσεις,
Ὂχ τὸ στόμα σου τ᾿ ἤθελε βγεῖ;
«Τὸ φαρμάκι ποὺ ἐπῆρα, καὶ οἱ πόνοι,
Δὲν ἐστάθηκαν τόσο σκληροί.
Κόσμε ψεύτη! ταὶς κόραις ταὶς μαύραις
κατατρέχεις ὅσο εἶν᾿ ζωνταναίς,
Σκληρὲ κόσμε! καὶ δὲν τοὺς λυπᾶσαι
Τὴν τιμήν, ὅταν εἶναι νεκραίς.
Σώπα, σώπα! θυμήσου πὼς ἔχεις
Θυγατέρα, γυναίκα, ἀδελφή,
Σώπα ἡ μαύρη κοιμᾶται στὸ μνῆμα
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή.
Θὰ ξυπνήσει τὴν ὕστερη ἡμέρα,
Εἰς τὸν κόσμον ὀμπρὸς νὰ κριθεῖ,
Καὶ στὸν Πλάστη κινώντας μὲ σέβας
Τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ:
«Κοίτα μέσα στὰ σπλάχνα μου, Πλάστη!
τὰ φαρμάκωσα ἀλήθεια ἡ πικρή,
καὶ μοῦ βγῆκε ὂχ τὸ νοῦ μου, Πατέρα
Ποὺ πλασμένα μοῦ τἄχες Ἐσύ.
Ὅμως κοίτα στὰ σπλάχνα μου μέσα,
Ποῦ τὸ κρίμα τοὺς κλαῖνε, καὶ πές,
Πὲς τοῦ κόσμου, ποὺ φώναξε τόσα,
Ἐδῶ μέσα ἂν εἶν᾿ ἄλλες πληγαίς».
Τέτοια ὀμπρὸς εἰς τὸν Πλάστη κινώντας
Τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ.
«Σώπα, κόσμε! κοιμᾶται στὸ μνῆμα,
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή».
Πηγή: mixanitouxronou.gr