1.12.20

Καλέμη Πέρθα, Αταξίδευτα όνειρα (Ποιήματα). Από τον Φραγκούλη Αθανάσιο, Δρ. Κλασικής Φιλολογίας-φωτο

Αισθάνεται κανείς χαρά, όταν δέχεται ένα βιβλίο, αλλά η χαρά αυτή γίνεται μεγαλύτερη, όταν το βιβλίο αυτό προέρχεται από ένα πρόσωπο άγνωστο σε σένα και περιέχει μια ένθερμη αφιέρωση, και γίνεται ακόμη πιο έντονη και δυνατή, όταν διαπιστώνεις πως το βιβλίο αυτό είναι πολύ καλό, ένα βιβλίο που σε προκαλεί να το ανοίξεις και να το διαβάσεις και, όταν το τελειώσεις, συνειδητοποιείς ό τι έχεις κερδίσει πολλά από αυτό. Μιλώ για το 70 σελίδων «πνευματικό τέκνο» της κ. Πέρθας Καλέμη που έχει τίτλο «Αταξίδευτα όνειρα» (Ποιήματα) και εκδόθηκε στην Αθήνα το 2017.

Στην αρχή του βιβλίου της η κ. Καλέμη εκφράζει τις ευχαριστίες της στον κ. Δημήτρη Νικορέτζο, διαπρεπή Λέσβιο ποιητή, δοκιμιογράφο και κριτικό λογοτεχνίας, που θεωρεί «μέντορα» της ποίησής της, στην κ. Καίτη Μεσσηνέζη, τη «λεπταίσθητη καλλιτέχνιδα» που με τις «ξεχωριστές πινελιές της» συνδύασε την ποίηση με τη ζωγραφική και συνέβαλε στην καλαίσθητη εμφάνιση του βιβλίου, όπως και σε όλους εκείνους που κατά κάποιο τρόπο συντέλεσαν στην ολοκλήρωση αυτού του αξιόλογου έργου. Το πεζό τμήμα του βιβλίου συμπληρώνεται από μια εξομολόγηση της ποιήτριας, από ένα «ποιητικό ταξίδι στον χρόνο» που αφήνει να φανεί η πορεία που την οδήγησε στο «πρώτο σκαλί» της ποιητικής της δημιουργίας και ολοκληρώνεται με κείμενα του κ. Δ. Νικορέτζου για την προσωπικότητα της ποιήτριας την οποία χαρακτηρίζει «χριστουγεννιάτικο άστρο στον ουρανό της λεσβιακής ποίησης» (σσ. 17-23).         


Δεν χρειάζεται, βέβαια, να ανακαλύψω εγώ αυτό το «άστρο», αφού ήδη το έχει κάνει ένας διαπρεπής Λέσβιος ποιητής και λογοτέχνης. Αρκεί να συγκρίνει κανείς το ποίημα της κ. Καλέμη «Στη Λέσβο» (σ. 55) με το ποίημα του κ. Νικορέτζου με τίτλο «Πώς να σε ξεχάσω….» και υπότιτλο «Χαιρετισμός στη Λέσβο», για να καταλάβει κανείς τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον ποιητή και την ποιήτρια, μια σχέση που αβίαστα μου φέρνει στο νου τη σχέση του Ομήρου με την Λέσβια ποιήτρια Σαπφώ, αν και αυτοί δεν ανήκαν στην ίδια εποχή.            

Στο ποιητικό του μέρος το βιβλίο αυτό περιέχει σαράντα δύο (42) πραγματικά ποιητικά διαμάντια, τέσσερα (4) τετράστιχα, εικοσιτρία (23) οκτάστιχα, δώδεκα (12) δωδεκάστιχα και τρία (3) δεκαεξάστιχα. Υπάρχουν στη συλλογή ποιήματα μικρά σε έκταση με μεγάλη ποιητική αξία, αλλά και ποιήματα μεγαλύτερα σε έκταση που μας φαίνονται μικρά, γιατί είναι ωραία! Πολλά από τα ποιήματα αυτά χρονολογούνται. Το παλαιότερο έχει γραφεί το 1984, ενώ το νεότερο το 2015. Οι χρονολογίες δείχνουν πως η κ. Καλέμη δεν είναι ποιήτρια του γραφείου και του λεξικού. Το μυαλό της δεν γεννά ποιήματα, όταν η ίδια το θέλει, αλλά τα ποιήματα γεννιούνται μέσα της, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Φαίνεται πως συμβαίνει με την κ. Καλέμη αυτό που λέει ο Δημόκριτος, ότι δηλαδή «ο ποιητής όσα τυχόν γράφει είναι βέβαια ωραία, γιατί τα γράφει από κάποιο «ενθουσιασμό, κάποια έμπνευση και θείο πνεύμα» (απόσπ. 17 Diels). Με άλλα λόγια, η κ. Καλέμη δεν στηρίζεται ούτε στη συνήθεια, το έθος, ούτε και στη μάθηση, τη διδαχή, αλλά σε κάποια εσωτερική παρόρμηση, σε κάποιο «ενθουσιασμό» που έχει θεία προέλευση και καταγωγή, αυτό που οι ξένοι ονομάζουν inspiration.

Κι όλα αυτά συμφωνούν με όσα η ποιήτρια λέει στον Πρόλογό της αναφορικά τόσο με τον σκοπό που επιδιώκει με την ποίησή της, όσο και με τον τρόπο με τον οποίο αυτή θεωρεί την ποίηση ως τέχνη και δημιουργία. Αυτή λέει «Για μένα η ποίηση είναι κραδασμός ψυχής, σεισμός καρδιάς, που στις πίκρες και τις χαρές μου με ηρεμεί και με κατευνάζει. Ποιήματα γράφω από ανάγκη ψυχής» (σελ. 16). Βλέπει, ακόμη, την ποίηση ως ενέργεια που μοιάζει με φωτιά που την καίει και εξηγεί πως γράφει στίχους, για να σωθεί και να αποβάλει από πάνω της όλη αυτή την ενέργεια (σελ. 15). Κι αυτό μου φέρνει στο νου τον ορισμό που έδωσε ο Ρίτσαρντς στην ποίηση λέγοντας πως ποίηση είναι «η υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας», αλλά και τον ορισμό που περιέχεται στο λεξικό της Οξφόρδης που ορίζει την ποίηση «ως υψηλή έκφραση της σκέψης ή των συναισθημάτων σε έμμετρη μορφή».

Η κ. Καλέμη τιτλοφορεί το βιβλίο της «Αταξίδευτα όνειρα», εννοώντας τα όνειρα που δεν έχουν πραγματοποιηθεί, γι’ αυτό ακριβώς εύχεται σε όλους όσοι θα διαβάσουν τις πρώτες της ποιητικές απόπειρες «να ταξιδέψουν αυτά τα όνειρα» (σελ. 16). Η λέξη «όνειρο» είναι από τις λέξεις- κλειδιά σε όλο το βιβλίο. Τη συναντούμε δεκατρείς φορές στα ποιήματα, ενώ ένα ποίημα τιτλοφορείται «Όνειρο σειρήνας» (σελ. 47). Η ποιήτρια φαίνεται να βιώνει το όνειρο σαν πραγματικότητα και την πραγματικότητα σαν όνειρο. Ποιητικός είναι ο τίτλος του βιβλίου και ποιητικοί είναι οι τίτλοι των περισσότερων ποιημάτων, όπως «Η κορασιά του Ήλιου» (σελ. 36), «Καρτέρι στο φεγγάρι» (στ. 40), «Κελαηδήστρα βρύση» (σε. 41), «Ο θρήνος της βροχής» (σελ. 46), «Σεργιάνι στο σεληνόφως» ( σελ. 53), «Το λικέρ των χειλιών σου» (σελ. 62) κ.ά.

Σε όλα αυτά τα ποιήματα η κ. Καλέμη κατορθώνει να εναρμονίσει με θαυμαστό τρόπο τη μορφή με το περιεχόμενο, την έκφραση, το στόλισμα και το ντύσιμο με το υλικό, τις σκέψεις, και να μας χαρίσει ένα εντυπωσιακό και θαυμαστό αποτέλεσμα. Αποφεύγει αυτό που λέμε «ποίηση της ασάφειας», χρησιμοποιεί κυρίως τον 15σύλλαβο στίχο που συνδυάζει με άριστο τρόπο με άλλους στίχους, ενώ αξιοποιεί όλη την ποικιλία των παραδοσιακών τύπων της ομοιοκαταληξίας (τη ζευγαρωτή, τη σταυρωτή ή την πλεκτή), και διατηρεί το μέλος, τον ρυθμό και το μέτρο που από την αρχαιότητα θεωρούνται θεμελιώδη γνωρίσματα, αρχικά στοιχεία ταυτότητας της ποίησης.

Το βιβλίο της κ. Καλέμη είναι ένα απέραντο λιβάδι με λογής λογής λουλούδια. Και όλα αυτά τα λουλούδια αντλούν το άρωμά τους από τα βάθη της καρδιάς της. Γι’ αυτό μιλά με τη γλώσσα της καρδιάς. Αυτή δείχνει αξιοθαύμαστη συναισθηματική ωριμότητα που είναι υπόθεση πιο δύσκολη από τη διανοητική ωριμότητα Γνωρίζει τη δύναμη της λέξης. Ξέρει ότι σκεφτόμαστε με λέξεις και εικόνες και ότι οι λέξεις μάς εξουσιάζουν και τις εξουσιάζουμε. Και δεν έχει μόνο το χάρισμα να εκφράζει τις σκέψεις της –αυτό το έχουν πολλοί-, αλλά έχει και την τέχνη να τις τραβά από την ανυπαρξία, να τις γονιμοποιεί και έτσι να τις φανερώνει στους αναγνώστες της. Δεν χρησιμοποιεί τις λέξεις ξερά, αλλά ανακαλύπτει σε αυτές τις αποχρώσεις, τις εικόνες, τα συναισθήματα και τα συνακόλουθα που προκύπτουν από τους συνδυασμούς αυτών των λέξεων. Η κ. Καλέμη ψάχνει να βρει την ψυχή κάθε λέξης που φαίνεται στο συσχετισμό της με άλλες λέξεις, την ψυχή που λάμπει και φωτίζει μερικά βιβλία με ένα φως άγνωστο και δυσκολοφανέρωτο.

Είναι μεγάλο χάρισμα να μπορεί κανείς να συνδυάζει λέξη και ιδέα, γλώσσα και σκοπό. Η κ. Καλέμη έχει μια τάση να χρησιμοποιεί λέξεις που περιέχουν τα υγρά σύμφωνα λ και ρ που είναι τα πιο λυρικά του ελληνικού αλφαβήτου και με την υγρότητά τους μπορούν να εκφράσουν και τα πιο λεπτά συναισθήματα. Η σύγχρονη γλωσσολογία τα χαρακτηρίζει ως «παλλόμενα» και πράγματι αυτά δημιουργούν ψυχικούς «παλμούς» και κραδασμούς. Θα το καταλάβει κανείς αυτό, αν μελετήσει καλά το πρώτο ποίημα της συλλογής που έχει τίτλο «Άλικο τριαντάφυλλο» (σελ. 25) και μείνει για λίγο στα ονοματικά σύνολα «άλικα πέταλα», «οπάλινο ανθογυάλι», «αλαργινό περγιάλι», «φεγγάρι ολοπόρφυρο» κ.ά. Θα το καταλάβει, αν μείνει για λίγο σε ομοιοκαταληξίες, όπως αυτές του ποιήματος «Η πατρική μου κούλα» (σελ. 37): κούλα- παιδούλα, αυγούλα- μανούλα, Αστρούλα -προσευχούλα, μικρούλα -κούλα. Θα το καταλάβει, αν προσέξει στίχους όπως «μέσα μου να λικνίζεται μελιού σταλαματιά» (Πικροδάφνη, σελ. 50), «στόλισες μ’ άσπρα πέταλα τα λάγνα σου κλωνιά» (Στη μυγδαλιά, σελ. 56), «ψιλόβροχου ροδοσταλιά που μου κρατάς το χέρι» (Ψιλόβροχου ροδοσταλιά, σελ. 66) κ. ά. Ομολογώ ότι κι εγώ ένιωσα κάποιους ψυχικούς κραδασμούς διαβάζοντας κάποια από αυτά τα ποιήματα, πράγμα που δείχνει πως μίλησαν στην καρδιά μου!         



Η κ. Καλέμη με το βιβλίο της που φιλοξενεί ευαίσθητα προσωπικά βιώματα άνοιξε ένα παράθυρο, για να δουν οι αναγνώστες μέσα στην καρδιά της. Και βλέπουν αυτοί να την πλημμυρίζει η αγάπη. Η ποιήτρια φαίνεται να αγαπά τον εαυτό της, γιατί αγαπά όλους τους άλλους. Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού το συναίσθημα, σε αντίθεση με τη λογική, σαν έκφραση εσωτερικότητας συνενώνει τους ανθρώπους. Και φαίνεται αυτό από τις ποικίλες αφιερώσεις των ποιημάτων της. Όπως η ίδια λέει στην εισαγωγή της αγαπά όλους «φίλους, συναδέλφους, συνεργάτες, συγγενείς, Οδηγούς» (σελ. 15) και με αισθήματα ευγνωμοσύνης τους αφιερώνει ονομαστικά πολλά ποιήματά της. Πιο πολύ όμως τα ποιήματά της πηγάζουν από την αγάπη για την ποίηση και το ποιητικό έργο. Αυτή είναι που την εμπνέει κι αυτή δοκιμάζει τη λογική και το συναίσθημά της, το μυαλό και την ψυχή της.


Ευχαριστώντας την κ. Καλέμη για το βιβλίο που μου έστειλε της εύχομαι να δυναμώσει τη σπίθα της δημιουργικής φωτιάς που κλείνει μέσα της και να συνεχίσει να χαρίζει στους ανθρώπους πολύτιμα ποιητικά δημιουργήματα, «έργα εσθλά». Το έχουν ανάγκη…

[Από τον Φραγκούλη Αθαν., Δρ. Κλασικής Φιλολογίας, Επίτ. Σχολικό Σύμβουλο, Συγγραφέα].