Λούντβιχ βαν Μπετόβεν – “Αθάνατη Αγαπημένη”
Οι τρεις ερωτικές επιστολές που βρέθηκαν απευθύνονται σε μία “Αθάνατη Αγαπημένη”. Ο μεγάλος έρωτας του συνθέτη δεν αποκαλύφθηκε ποτέ, ενώ έγιναν πολλές εικασίες γύρω από το ποια θα μπορούσε να είναι η γυναίκα που του έκλεψε την καρδιά.
“Αγγελέ μου, Ολα μου, Εαυτέ μου – μόνο λίγα λόγια σήμερα και αυτά με μολύβι ( το δικό σου) , αύριο τελικά θα λυθεί το θέμα της διαμονής μου . Πόσο δυσάρεστα χάνεται ο χρόνος όταν συμβαίνουν αυτά γιατί πρέπει να έχει κανείς βαθειά θλίψη , όταν μιλάει η Ανάγκη; Μόνο με θυσίες μπορεί η Αγάπη να νικήσει , ισως με το να μην απαιτούμε τα Πάντα. Μπορείς να αλλάξεις αυτο , δηλαδή οτι εσυ δεν εισαι ολοτελα δική μου και εγω δεν ειμαι ολοτελα δικος σου; Ω θεέ μου , ας κοιτάξουμε τη Φυση την όμορφιά της και ας συνθέσουμε τη μουσική στο μυαλό μας του αναπόφευκτου.. Η αγάπη απαιτεί τα πάντα , και αυτό είναι αρκετα σωστό, και αυτό ισχύει για μένα και για σένα , για σένα και για μένα , μόνο που Εσυ ξεχνάς τόσο εύκολα οτι εγώ Ζω για σένα και για μένα, εκεί που θα παρατηρήσεις , οταν θα είμαστε ενωμένοι αυτό το πόνο το δυσβάσταχτο που έχω να είναι τόσο μικρός όσο και εγω θα έπρεπε.. Πιθανά θα έπρεπε να συναντηθούμε σύντομα, σήμερα με το γράμμα δεν μπορώ να σου μεταδώσω αυτά που έχω μέσα μου τα οποία κατα την διάρκεια των ημερών που πέρασαν εβγαλα πολλα συμπεράσματα για τη Ζωή μου- καλύτερα να σου τα πώ εκει οπου οι καρδιες μας θα είναι κοντά η μια στην άλλη. η καρδιά μου είναι πλημμυρισμένη … τι να πω παραπάνω , υπάρχουν στιγμές που ανακαλύπτω οτι η Ομιλία δεν έχει καθόλου σημασία… Φώς μου , μείνε ο αληθινός και μοναδικός μου θησαυρός, τα πάντα μου , όπως Εγω για Εσενα. Τα υπόλοιπα αυτά που ορίζει ο θεός για εμας θα περιμένουμε το μερίδιο μας... Ω! μην πάψεις να μ’ αγαπάς- ποτέ να μην αμφισβητήσεις την πιστή καρδιά του αγαπημένου σου. Πάντα δικός σου. Πάντα δική μου. Πάντα εμείς."
Ναπολέων – Ιωσηφίνα (1795)
Ο κοντός στρατάρχης μπορεί να έγινε μέγας όταν δεν μπορούσε πια να περάσει από τις πόρτες εξαιτίας της άπιστης Ιωσηφίνας, ο έρωτάς του όμως για την αριστοκράτισσα ήταν τόσο μεγάλος που οι επιστολές του ήταν γεμάτες πάθος, έρωτα και ζήλεια.
“Ξαγρυπνώ με τη σκέψη σου. Η εικόνα σου και η μέθη από τη χθεσινή βραδιά κρατούν τις αισθήσεις μου σε εγρήγορση. Γλυκιά, ασύγκριτη Ιωσηφίνα, τι περίεργη επίδραση έχεις στην καρδιά μου. Είσαι θυμωμένη; Σε βλέπω θλιμμένη; Είσαι ανήσυχη; Η ψυχή μου θρηνεί και δεν υπάρχει καμία ανάπαυση για τον εραστή σου. Αλλά πόσο περισσότερο να παραδοθώ σε αυτό το πάθος που με κυριεύει…;”
«Αχ! Σε ικετεύω να μου επιτρέψεις να δω κάποια από τα ελαττώματα σου. Να είσαι λιγότερη όμορφη, λιγότερο κομψή, λιγότερο τρυφερή, λιγότερο καλή, να προσέχεις να μην αγωνιάς πολύ, και να μην κλαις ποτέ. Τα δάκρυα σου μου κλέβουν τη λογική και με αρρωσταίνουν. Πίστεψε με δεν έχω τη δύναμη να έχω έστω και μια σκέψη που δεν είναι δική σου, ή μια ευχή που δεν θα μπορούσα να σου αποκαλύψω».
Βολταίρος – Ολυμπία
Ο Γάλλος ιδεαλιστής έζησε έναν νεανικό έρωτα με τη δεσποινίδα Ολυμπία. Ο έρωτάς τους όμως δεν ήταν αποδεκτός κι έτσι ο Βολταίρος παρακινεί την αγαπημένη του στις επιστολές του να το σκάσουν.
“Όχι. Τίποτα δεν είναι ικανό να με κρατήσει μακριά σας. Η αγάπη μας είναι αγνή και θα διαρκέσει για όσο ζούμε. Αντίο! Δεν υπάρχει τίποτα που δε θα θυσίαζα για χάρη σας.”
Χάγη, 1713 Είμαι αιχμάλωτος στο όνομα του βασιλέως· Μπορούν να μου αφαιρέσουν την ζωή, αλλά όχι την αγάπη που νιώθω για σένα. Ακριβώς, αγαπητή μου κυρία (ερωμένη) , απόψε θα σε δω, ακόμα και αν έπρεπε να πάρω τεράστιο ρίσκο για να καταφέρω. Για όνομα του Θεού, μην μου μιλάς με τόσο αποθαρρυντικούς όρους καθώς γράφεις, πρέπει να ζήσεις και να προσέχεις, να προσέχεις την μητέρα σου σαν τον χειρότερο εχθρό σου. Μα τι είπα; Να προσέχεις του πάντες· μην εμπιστεύεσαι κανέναν· να διατηρείς τον εαυτό σου σε εγρήγορση, μέχρι να είναι ορατό το φεγγάρι· θα φύγω από το ξενοδοχείο κρυφά, θα πάρω μία άμαξα ή μια μόνιππη άμαξα, και θα φύγουμε σαν τον άνεμο για το Sheveningen· θα πάρω μαζί μου χαρτί και μελάνι· θα γράφουμε τα γράμματά μας. Αν με αγαπάς, καθησύχασε τον εαυτό σου· και μάζεψε όλη την δύναμη και την ύπαρξη του μυαλού σου προς βοήθειά σου· μην επιτρέψεις στην μητέρα σου να παρατηρήσει οτιδήποτε, προσπάθησε να έχεις τις εικόνες σου, και να είσαι σίγουρη ότι η απειλή των χειρότερων βασανιστηρίων δεν θα με αποτρέψουν από το να σε υπηρετώ. Όχι, τίποτα δεν έχει την δύναμη να με χωρίσει από σένα· η αγάπη μας είναι βασισμένη στην αρετή και θα διαρκέσει όσο ζούμε. Αντίο. Δεν υπάρχει τίποτα που δεν θα αψηφήσω για το δικό σου καλό· αξίζεις πολύ περισσότερα από αυτό. Αντίο, αγαπητή μου καρδιά! Arout
Έρνεστ Χεμινγγουέι – Μαίρη Γουέλς (1944)
Με τέσσερις γάμους στο ενεργητικό του η προσωπική ζωή του γνωστού συγγραφέα ήταν πολυτάραχη. Γνώρισε τη Μαίρη Γουέλς ενώ ήταν ακόμα παντρεμένος, ενώ η τακτική αλληλογραφία που είχαν τους οδήγησε στον γάμο και ενδυνάμωσε τη σχέση τους.
“Αγαπημένη μου, αυτό δεν είναι παρά μια υπενθύμιση του πόσο σ’ αγαπώ. Δειπνήσαμε εδώ με τα παιδιά, αν και δεν υπήρχε τίποτε αλκοολούχο για να ολοκληρωθεί η βραδιά. Ο Στίβι γράφει ένα γράμμα στην κοπέλα του στην Αμερική… Μου διαβάζει αποσπάσματα και εγώ είμαι ευτυχισμένος και γουργουρίζω σαν ένα γέρικο θηρίο της ζούγκλας επειδή σε αγαπάω και με αγαπάς”.
Victor Hugo
«Σας αγαπώ, φτωχέ μου άγγελε, το ξέρετε πολύ καλά και παρόλο αυτό, θέλετε να σας το γράψω. Έχετε δίκιο. Πρέπει ν’ αγαπιόμαστε και μετά πρέπει να το λέμε ο ένας στον άλλο και πρέπει να το γράφουμε και μετά χρειάζεται αυτό το φιλί, στο στόμα, στα μάτια και παντού… Έτσι, αγαπημένη μου, όταν είμαι λυπημένος, σας σκέφτομαι με τον ίδιο τρόπο που τον χειμώνα σκεφτόμαστε τον ήλιο και όταν είμαι χαρούμενος, σας σκέφτομαι με τον ίδιο τρόπο που στον ήλιο σκεφτόμαστε τη σκιά. Βλέπετε, σας αγαπώ με όλη μου τη ψυχή. Μοιάζετε μ’ ένα παιδί και έχετε τη σοβαρή όψη μιας μητέρας, έτσι μαζί με αυτά τα δυο, σας αγκαλιάζω και σας αγαπώ»…
Άντον Τσέχωφ – Όλγα Κνίπερ (1904)
Ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας γνώρισε την Όλγα στις πρόβες ενός έργου του Τολστόι. Παντρεύτηκαν το 1901 και έζησαν έναν μεγάλο έρωτα που διατηρήθηκε μέσω της συχνής τους αλληλογραφίας όταν αναγκάζονταν να μείνουν χωριστά λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων της Όλγα .
“Εύχομαι ο Θεός να σε έχει καλά και να σε προστατεύει. Μην γκρινιάζεις, μη δουλεύεις υπερβολικά και να είσαι ευδιάθετη… Σε αγκαλιάζω, μικρή κατσαριδούλα μου, και σου στέλνω ένα εκατομμύριο φιλιά”.
Γκυστάβ Φλωμπέρ – Λουίζ Κολέτ (1846)
Τα γράμματα του συγγραφέα της “Μαντάμ Μποβαρί” προς την ποιήτρια Louise Collet ήταν λίγο πικάντικά…
“Θα σε μπουκώσω με όλες τις χαρές της σάρκας μέχρι να λιγοθυμήσεις, να πέσεις να πεθάνεις. Θέλω μαζί μου να τα χάσεις ολότελα και να ομολογήσεις κρυφά στον εαυτό σου ότι ποτέ δεν είχες τολμήσει να ονειρευτείς τέτοιο παραλήρημα…”.
Τζέιμς Τζόυς – Νόρα Μπάρνακλ (1909)
Οι επιστολές του Τζόυς προς τη σύζυγό τους είναι ένα χρονικό του έρωτά τους. Σε κάποιες από αυτές όμως ο κορυφαίος συγγραφέας εκφράζει όχι μόνο την αγάπη του, αλλά και την έντονη ερωτική έλξη που νιώθει για τη σύζυγό του με πολύ τολμηρό τρόπο.
“Σ’ έχω σοκάρει με τις βρομιές που σου έγραψα. Ίσως να σκέφτεσαι πως η αγάπη μου είναι κάτι βρόμικο. Είναι, αγαπημένη μου, ορισμένες στιγμές. Σε ονειρεύομαι μερικές φορές σε αναίσχυντες πόζες. Φαντάζομαι πράγματα τόσο βρόμικα, που δεν θέλω να σου τα γράψω μια και δεν ξέρω πώς θα μου απαντήσεις”. (Γράμματα στη Νόρα – εκδόσεις Πατάκη)
Μαρία Πολυδούρη
Για τον λυρικότατο έρωτα των δυο ποιητών του μεσοπολέμου μπορούν να γραφτούν πολλά, αλλά οι αναλύσεις και τα λόγια ωχριούν μπροστά στην αυθεντική αποτύπωση της νοηματοδότησης της ύπαρξης μέσω του άλλου, όπως μας δίνεται στην επιστολή της Μαρίας Πολυδούρη στο Κώστα Καρυωτάκη: «Τίποτε δεν έχει ενδιαφέρον για μένα που δεν είναι από σένα, που δεν μιλεί για σένα, Τάκη. Ετοιμαζόμουν για να βγω έξω, στον καθρέφτη δε βλέπω το δικό μου, βλέπω το δικό σου πρόσωπο· κατεβαίνω τη σκάλα, στέκω, μου φαίνεται πως σε βλέπω να ανεβαίνεις· στο δρόμο συναντώ έναν γνωστό μου, με σταματά και μου μιλεί, γελώ, και σε μια στιγμή που τον κοιτάζω φεύγει το κεφάλι του, και το δικό σου πηγαίνει στη θέση του… Γελάς; Τα ψηλά δέντρα, ο ουρανός, η θάλασσα, μόλις φθάνουν να χωρέσουν την εικόνα σου· όταν τρώω, βρίσκω ευκαιρία να καταπιώ και λίγα δάκρυά μου. Τάκη, με θυμάσαι καμιά φορά; Πες μου, πονείς λίγο στη σκέψη ότι η αγάπη μου σε σένα είναι μεγάλη σαν ένας μεγάλος πόνος; Γιατί όχι; Πώς μπορεί; Η ψυχή η δική σου, που είναι όμοια πονεμένη με τη δική μου, πώς δε θα μ’ένιωθε; δε θα συμπονούσε;»
Ο Dylan Thomas στην Caitlin Thomas
Ο Dylan ισχυρίζεται ότι αγάπησε τη γυναίκα του Caitlinμε την πρώτη ματιά και ότι της έκανε πρόταση στην πρώτη τους συνάντηση. «Θέλω να είσαι μαζί μου, μπορείς να έχεις τον χώρο μεταξύ από τα σπίτια και εγώ μπορώ να έχω το δωμάτιο χωρίς παράθυρα, και θα φτιάξουμε ένα σπίτι στη μέση, θα μου μάθεις να περπατάω στον αέρα κι εγώ θα σου μάθω να παίζεις ωραίους ήχους στο πιάνο, θα έχουμε το κρεβάτι μας σ’ ένα μπαρ έτσι όπως λέγαμε, και δεν θα έχουμε δεκάρα τσακιστή και θα ζούμε με τα λεφτά τρίτων και καθόλου δεν θα τους αρέσει. Το δωμάτιο είναι γεμάτο από αυτούς τώρα, αλλά δε με νοιάζει δε με νοιάζει, δε με νοιάζει για κανέναν τους. Θέλω να είμαι μαζί σου γιατί σε αγαπώ. Δεν ξέρω τι σημαίνει «σ’ αγαπώ» αλλά το νιώθω».
Η Virginia Woolf στην Vita Stackville-West
Η Vita ήταν η καλύτερη φίλη της Woolf. Οι δυο τους μοιράστηκαν και μία σύντομη και παθιασμένη σχέση.
«Άκου να δεις Βίτα- παράτα τον άντρα σου και θα πάμε στο Xάμπτον Κορτ και θα δειπνήσουμε μαζί δίπλα από το ποτάμι και θα περπατήσουμε στους κήπους κάτω από το φως του φεγγαριού και θα γυρίσουμε σπίτι αργά και θα πιούμε ένα μπουκάλι κρασί- και θα ζαλιστούμε, και θα σου πω όλα τα πράγματα που έχω στο μυαλό μου- εκατομμύρια, μυριάδες. Δεν θα ξυπνούν το βράδυ, μόνο όταν νυχτώνει δίπλα στο σκοτάδι».
Ο John Keats στη Fanny Brawne
Ο Keats και η Brawne ήταν αρραβωνιασμένοι από το 1818 μέχρι τον θάνατό του το 1821
«…γράψε τα απαλότερα λόγια και φίλησε τα, έτσι ώστε τουλάχιστον να αγγίξω με τα χείλη μου εκεί που ήταν τα δικά σου. Δεν ξέρω πώς να εκφράσω την αφοσίωση μου με τόσο όμορφη παρουσία: Θέλω μια λέξη πιο λαμπερή από το λαμπερό, ένα κόσμο πιο όμορφο κι απ’ το όμορφο. Σχεδόν εύχομαι να ήμασταν πεταλούδες και να ζούσαμε μόνο τρεις μέρες του καλοκαιριού- τρεις τέτοιες μέρες μαζί σου θα μπορούσαν να με γεμίσουν με περισσότερη ευτυχία από πενήντα συνηθισμένα χρόνια»
Ο Oscar Wilde στον Λόρδο Alfred Douglas
Ο Wilde και ο Douglas είχαν μια ταραχώδης σχέση γεμάτη από συχνούς χωρισμούς και επανασυνδέσεις (Σταλμένο από το ξενοδοχείο Savoy του Λονδίνου)
Αγαπημένο μου από όλα τα αγόρια, το γράμμα σου ήταν μια απόλαυση,κόκκινο και κίτρινο κρασί,αλλά είμαι λυπημένος και όχι στα καλύτερά μου.Μπόζι,δεν πρέπει να μου κάνεις σκηνές. Με σκοτώνουν,καταστρέφουν την ομορφιά της ίδιας της ζωής.Δεν μπορώ να βλέπω εσένα, τόσο ελληνικό και προσηνή,να σε παραμορφώνει το πάθος.Δεν μπορώ να ακούω τα κυματιστά σου χείλη να μου λένε απαίσια πράγματα.Προτιμώ να με εκβιάζουν όλοι οι σπιτονοικοκύρηδες του Λονδίνου παρά να είσαι πικρός,άδικος και γεμάτος μίσος για μένα.Πρέπει να σε δω σύντομα.Eίσαι το θείο πράγμα που λαχταρώ,πράγμα όμορφο και χαριτωμένο,που δεν ξέρω όμως πως να το αποκτήσω.Να έρθω στο Σαλίσμπερι;Eδώ πληρώνω 49 λίρες την βδομάδα.Επίσης έχω ένα νέο καθιστικό με θέα τον Τάμεση.Γιατί δεν είσαι εδώ,καλό μου,υπέροχο αγόρι;Φοβάμαι πως πρέπει να φύγω απο δω,χωρίς χρήματα,χωρίς πίστωση και με μια καρδιά . Ο δικός σου Όσκαρ
Σιμόν ντε Μπoβουάρ προς Ζαν Πολ Σαρτρ
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ ήταν ίσως η μοναδική γυναίκα που θα πλεύριζε ένα διανοητή όπως ο Σαρτρ και δεν θα χανόταν στο εκτόπισμά του. Σε ηλικία 21 ετών, η Μποβουάρ έγινε η νεότερη καθηγήτρια φιλοσοφίας της Γαλλίας και μπήκε στον κύκλο σπουδών φιλοσοφίας με ιδρυτή το Ζαν Πολ Σαρτρ. Έκτοτε έγιναν δύο εκρηκτικοί εραστές, σωματικά και πνευματικά μέχρι το θάνατο του τελευταίου.
«Αγάπη μου .. μου είχες πει κάποτε ότι μ’ αγαπάς επειδή με κάνεις ευτυχισμένη. Σ’ ευχαριστώ, είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπάει κανείς, σήκωσες ένα βάρος από την καρδιά μου και τώρα αρχίζω πάλι να ταξιδεύω προς το μέρος σου αργά αλλά σταθερά. Η σκέψη να νοικιάσουμε ένα εξοχικό σπίτι μ’ αρέσει πάρα πολύ. Θα είμαι τόσο ευγενική και καλή, θα δεις, θα σφουγγαρίζω το πάτωμα, θα σου μαγειρεύω όλα τα γεύματα, θα γράφω το βιβλίο σου μαζί με το δικό μου, θα σου κάνω έρωτα δέκα φορές κάθε νύχτα κι άλλες τόσες κάθε μέρα, ακόμη κι αν αισθάνομαι λίγο κουρασμένη. Αγάπη μου, είμαι σίγουρη ότι ποτέ δεν έκανες κάποιον τόσο ευτυχισμένο όσο έκανες εμένα. Μπορείς να είσαι περήφανος. Φαίνεσαι πια τόσο κοντά, αν γυρίσω το κεφάλι μου θα σε δω αναπαυτικά ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου, μισοκοιμισμένο και ζεστό, μου φαίνεται ότι μπορώ όποτε θέλω, να πάω να ξαπλώσω δίπλα σ’ αυτό το ζεστό και δυνατό σώμα. Το λαχταρώ. Αγαπημένε μου, είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπώ».
Ερνεστ Χέμινγουεϊ προς Μάρλεν Ντίντριχ
Ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας Χέμινγουεϊ, συνάντησε για πρώτη φορά τη Γερμανίδα ηθοποιό το 1934 σε ένα γαλλικό κρουαζιερόπλοιο με προορισμό την Αμερική. Εκείνος επέστρεφε από ένα σαφάρι στην Ανατολική Αφρική και εκείνη γυρνούσε στο Χόλυγουντ. Παρά την ένταση της σχέσης τους, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ο συγγραφέας είχε πει τότε πως «Είμαστε θύματα ενός ασυγχρόνιστου πάθους». «Δεν μπορώ να σου το εξηγήσω, αλλά κάθε φορά που σε αγκαλιάζω αισθάνομαι σαν να έχω επιστρέψει σπίτι μου…».
Kι εκείνη του απαντούσε: «Έχει έρθει η ώρα να σου πω ότι σε σκέφτομαι συνέχεια. Διαβάζω τα γράμματά σου και έχω φέρει τη φωτογραφία σου στην κρεβατοκάμαρά μου».
Φρίντα Κάλο προς Ντιέγκο Ριβέρα
Το φλογερό ταπεραμέντο της Κάλο είναι έκδηλο στους πίνακές της και στα γραπτά της. Ο λυρισμός διαφαίνεται στην επιστολή προς τον μεγάλο της έρωτα και «δυνάστη», Ντιέγκο Ριβέρα που ήταν Μεξικάνος τοιχογράφος με όμοιες πολιτικές απόψεις και στάση ζωής. «Τίποτα δε συγκρίνεται με τα χέρια σου. Τίποτα με το χρυσοπράσινο των ματιών σου. Το σώμα μου γεμίζει με εσένα μέρες. Είσαι ο καθρέπτης της νύχτας. Η βιολετί λάμψη του φωτός. Η υγρασία της γης. Η φωλιά από τις μασχάλες σου είναι το καταφύγιό μου. Τα δάχτυλά μου αγγίζουν το αίμα σου. Όλη μου η χαρά βρίσκεται στο να νιώθω τη ζωή να αναβλύζει από εσένα και να γεμίζει όλα τα μονοπάτια των νεύρων μου που σου ανήκουν».
O Xένρι Μίλερ στην Αναις Νιν)
7 Ιουνίου 1932
Αγαπημένη Ανα ι ς,
Σ'αγαπώ τρελά,τρελά.'Επεσα πάνω στον Χιούγκο στο διάλειμμα(σε είδα όταν ερχόσουν,ξέρεις) και όταν ο Χιούγκο μού μίλησε τόσο ευγενικά,τόσο όμορφα και τόσο αθώα,ένιωσα ράκος.Μισώ αυτά τα ψέμματα και τις εξαπατήσεις όταν ένας άνθρωπος είναι τόσο δίκαιος,τόσο γενναιόδωρος όσο δείχνει αυτός.Με μίσησα σφόδρα.Ήμουν λυπημένος όταν έφυγα.Ήθελα να το βάλω στα πόδια.Κι έτσι,στο δεύτερο διάλειμμα,δεν μπορούσα διόλου να συνέλθω.Kαι ακόμα,αισθανόμουν ότι θα ντρεπόταν κάπως που με σύστησε σ' εκείνους τους κοσμικούς ανθρώπους.Αισθάνθηκα ότι ένιωσε αδυναμία που με συνάντησε εκεί-κι ότι τα ήξερε όλα Καθώς 'εβγαινες για το δεύτερο διάλειμμα,είδα ότι σήκωσες το βλέμμα σου προς τα πάνω-και το έκανες τόσο καλά,τέτοια ηθοποιός που είσαι!-και δεν ξέρω τί με κατέκλυσε.Σε λάτρεψα.Ήσουν τόσο τρυφερή,τόσο διαβολικά αγγελική στην όψη. Αν α ι ς,είμαι τρελός απόψε.Τσακίστηκα να φύγω από το θέατρο,γιατί ,τούτην τη φορά,ήμουν ανήμπορος να υποκριθώ.Κι εγώ δεν ξέρω τί θα είχα κάνει αν σε συναντούσα στο λόμπι.
Τζόνι Κας στη σύζυγό του, Τζουν
Η μεγαλύτερη μορφή της κάντρι μουσικής, με τα μαύρα ρούχα και την Gibson κιθάρα παρουσιάζει μια λεπτή όψη του εαυτού του, απευθυνόμενος στη γυναίκα του.
"Γεια σου Τζουν, Έχεις τον τρόπο σου με τις λέξεις. Όπως έχεις και με εμένα. Μπορεί η φωτιά και ο ενθουσιασμός να έχουν φύγει τώρα που δεν βγαίνουμε έξω στον κόσμο να τραγουδάμε. Όμως, το φλεγόμενο δαχτυλίδι ακόμα καίει γύρω μας, διατηρώντας την αγάπη μας πιο καυτή και από κόκκο πιπεριού.Γεράσαμε και συνηθίσαμε ο ένας τον άλλον. Αλλά σκεφτόμαστε το ίδιο. Διαβάζουμε ο ένας το μυαλό του άλλου. Ξέρουμε τι θέλει ο άλλος, χωρίς καν να τον ρωτήσουμε. Καμιά φορά, εκνευρίζουμε ο ένας τον άλλον, αλλά λιγάκι. Ίσως κάποιες φορές, θεωρούμε δεδομένο ο ένας τον άλλον. Αλλά μια στο τόσο, όπως σήμερα, το αναλογίζομαι όλο αυτό, και συνειδητοποιώ, πόσο τυχερός είμαι που μοιράζομαι τη ζωή μου με την σπουδαιότερη γυναίκα που συνάντησα ποτέ. Ακόμα με γοητεύεις και με εμπνέεις. Με επηρεάζεις ώστε να γίνομαι καλύτερος. Είσαι το αντικείμενο της επιθυμίας μου. Ο νούμερο ένα επίγειος λόγος για την ύπαρξη μου. Σ΄αγαπώ πάρα πολύ!'