Η Μεγαλειότητά του είδε από κοντά με τα ίδια του τα μάτια την εκπληκτική ανδρεία που επέδειξαν οι Σπαρτιάτες, οι Θεσπιείς και οι απελεύθεροι βοηθητικοί και υπηρέτες τους εκείνο το τελευταίο πρωινό που υπερασπίζονταν το πέρασμα. Δε χρειάζεται να επαναλάβω τα γεγονότα της μάχης. Θα αναφέρω μόνο αυτές τις περιπτώσεις και τις στιγμές που ίσως διέφυγαν της προσοχής της Μεγαλειότητάς Του από εκεί που βρισκόταν, απλώς και μόνο, όπως ο ίδιος το ζήτησε, για να ρίξω φως στο χαρακτήρα των Ελλήνων που εκεί αποκαλούσε εχθρό του.
Πρώτος απ’ όλους και αναντίρρητα για λόγους υπεροχής, μόνο ένας μπορεί να είναι, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωνίδας. Όπως γνωρίζει η Μεγαλειότητά Του, η κύρια δύναμη του περσικού στρατού, που εμφανίστηκε όπως τις δύο προηγούμενες μέρες από το δρόμο της Τραχίνας, άρχισε την επίθεσή της όταν ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά. Η ώρα της επίθεσης ήταν μάλλον κοντά στο μεσημέρι παρά στο πρωί και έγινε πριν κάνουν την εμφάνισή τους οι Δέκα Χιλιάδες στα μετόπισθεν των συμμάχων. Τόση ήταν η περιφρόνηση του Λεωνίδα για το θάνατο, ώστε την περισσότερη ώρα αυτής της ανάπαυλας κοιμόταν. Αν έλεγα λαγοκοιμόταν, θα ήταν πιο ακριβής η περιγραφή, τόσο ξένοιαστος φαινόταν ο βασιλιάς έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος πάνω στη γη. Είχε στρώσει από κάτω το μανδύα του, είχε σταυρώσει τα πόδια στους αστραγάλους και τα χέρια πάνω στο στήθος, ενώ τα ματιά του σκίαζε ένα ψάθινο καπέλο. Το κεφάλι του αναπαυόταν ανέμελα στον ομφαλό της ασπίδας του. Θα μπορούσε να ήταν ένα αγόρι που βοσκούσε τα γίδια του και είχε πάρει έναν υπνάκο μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού.
Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει ένα βασιλιά; Ποιες είναι οι αρετές του; Ποιες αρετές εμπνέει σε αυτούς που τον υπηρετούν; Σίγουρα αυτές, αν τολμήσει να μαντέψει κανείς όσα αναλογίζεται η καρδιά της Μεγαλειότητας Του, είναι οι ερωτήσεις που απασχολούν πιότερο το μυαλό και τη σκέψη του.
Μπορεί η Μεγαλειότητα Του να θυμηθεί τη στιγμή στην πλαγιά πέρα από τα Στενά, τότε που λύγισε πια ο Λεωνίδας, χτυπημένος από μισή δωδεκάδα δόρατα, τυφλωμένος κάτω από την περικεφαλαία του, που είχε κομματιαστεί από το χτύπημα ενός τσεκουριού, με το αριστερό του χέρι άχρηστο και την ασπίδα του να κρέμεται στον ώμο κομματιασμένη, που έπεσε τελικά κάτω από τα χτυπήματα του εχθρού; Μπορεί η Μεγαλειότητά Του να θυμηθεί την αναστάτωση που δημιουργήθηκε μέσα στη σύγχυση της σφαγής όταν μια ομάδα Σπαρτιάτες όρμησε στο στόμα του εχθρού, που κόμπαζε για το κατόρθωμά του, και τον ανάγκασε να υποχωρήσει για να πάρει το σώμα του βασιλιά της; Δε θα αναφερθώ στην πρώτη ούτε στη δεύτερη ή στην τρίτη προσπάθεια, αλλά στην τέταρτη, όταν είχαν απομείνει πια λιγότεροι από εκατό, όμοιοι και ιππείς και απελεύθεροι, να μάχονται με έναν εχθρό που επιτίθετο κατά χιλιάδες.
Θα πω στη Μεγαλειότητά Του τι είναι ένας βασιλιάς.
Ένας βασιλιάς δεν κάθεται στη σκηνή του όταν οι άντρες του αιμορραγούν και πεθαίνουν στο πεδίο της μάχης. Ένας βασιλιάς δε γευματίζει όταν οι άντρες του είναι πεινασμένοι, ούτε κοιμάται όταν φυλούν σκοπιά πάνω στο τείχος. Ένας βασιλιάς δεν επιβάλλει υπακοή και αφοσίωση με το φόβο, ούτε τα εξαγοράζει με χρυσό. Κερδίζει την αγάπη τους με τον ιδρώτα του κορμιού του και τους πόνους που υπομένει για χάρη τους. Και το δυσκολότερο απ' όλα, ένας βασιλιάς σηκώνεται πρώτος και πέφτει τελευταίος. Ένας βασιλιάς δε ζητά από αυτούς που διοικεί να τον υπηρετούν, τους υπηρετεί εκείνος.
Λίγο πριν αρχίσει η τελική μάχη, όταν οι γραμμές του εχθρού που αποτελούνταν από Πέρσες, Μήδους και Σάκες, Βάκτριους και Ιλλυρίους, Αιγύπτιους και Μακεδόνες, ήταν τόσο κοντά ώστε να μπορούσαμε να δούμε τα πρόσωπά τους. Ο Λεωνίδας πήγε στις σειρές των Σπαρτιατών και των Θεσπιέων και μίλησε ιδιαιτέρως με κάθε διοικητή. Όταν σταμάτησε δίπλα στο Διηνέκη, ήμουν αρκετά κοντά για να ακούσω τα λόγια του.
"Τους μισείς Διηνέκη;" ρώτησε ο βασιλιάς με τόνο φιλικό χωρίς να βιάζεται, σαν να συζητούσε, δείχνοντας τους λοχαγούς και τους αξιωματικούς των Περσών, που διακρίνονταν καθαρά πέρα από το ουδενός χωρίον, το ουδέτερο έδαφος.
Ο Διηνέκης απάντησε αμέσως πως δεν τους μισούσε. «Βλέπω πρόσωπα ευγενικά και αριστοκρατικά. Δεν είναι λίγοι αυτοί, νομίζω, που θα τους καλωσόριζε κανείς με ένα χτύπημα στην πλάτη και ένα γέλιο σε οποιοδήποτε φιλικό τραπέζι».
Ο Λεωνίδας ήταν φανερό ότι επιδοκίμασε την απάντηση του αφέντη μου. Τα μάτια του ωστόσο είχαν σκοτεινιάσει από θλίψη.
"Τους λυπάμαι" παραδέχτηκε, δείχνοντας τους γενναίους άντρες του αντιπάλου, που ήταν παραταγμένοι τόσο κοντά. "Και τι δεν θα ’διναν οι ευγενέστεροι από αυτούς να βρίσκονταν εδώ μαζί μας τώρα"
Αυτό σημαίνει βασιλιάς, Μεγαλειότατε. Ένας βασιλιάς δεν αναλώνει την ύπαρξη του σκλαβώνοντας ανθρώπους αλλά με τη συμπεριφορά και το παράδειγμά του, τους ελευθερώνει. Η Μεγαλειότητά Του ίσως αναρωτηθεί, όπως ο Κόκορας και η δέσποινα Αρέτη, γιατί ένας άνθρωπος όπως εγώ, ο οποίος λόγω της θέσης του θα μπορούσε να θεωρηθεί στην καλύτερη περίπτωση υπηρέτης και στη χειρότερη δούλος, γιατί αυτός ο άντρας να πεθάνει για ανθρώπους που δεν ήταν από την ίδια φυλή και πατρίδα. Ξαναθυμάμαι τη ζωή μου και λέω ότι θα έκανα το ίδιο πράγμα όχι μία αλλά εκατό φορές, για το Λεωνίδα, για το Διηνέκη, τον Αλέξανδρο και τον Πολύνεικο, για τον Κόκορα και τον Αυτόχειρα, για την Αρέτη και τη Διομάχη, το Βρύαξη, για τον πατέρα και τη μητέρα μου, για τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Εγώ και κάθε άνθρωπος δεν υπήρξαμε ποτέ πιο ελεύθεροι απ’ όταν δηλώσαμε υποταγή σ’ αυτούς τους σκληρούς νόμους που παίρνουν τη ζωή και την ξαναδίνουν πάλι πίσω.
Τα γεγονότα αυτής της μάχης δεν τα θεωρώ σημαντικά, γιατί ο αγώνας με τη βαθύτερη έννοια είχε τελειώσει πριν καν αρχίσει. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Λεωνίδα, είχα κοιμηθεί κι εγώ ακουμπισμένος πάνω στο τείχος μια,δυο. τρεις ώρες, μέχρι ο στρατός της Μεγαλειότητάς Του να κάνει την κίνησή του.
Στον ύπνο μου βρέθηκα ξανά στα βουνά πάνω από την πόλη όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Δεν ήμουν πια παιδί αλλά μεγάλος. Ήταν εκεί και η εξαδέλφη μου, κορίτσι ακόμη, και οι σκύλοι μας, ο Τυχερός και η Ευτυχία, όπως ήταν τις μέρες που ακολούθησαν τη λεηλασία του Αστακού. Η Διομάχη κυνηγούσε ένα λαγό και σκαρφάλωνε ξυπόλυτη με εκπληκτική ταχύτητα σε μια πλαγιά που φαινόταν να φτάνει στα ουράνια. Στην κορφή περίμενε ο Βρύαξης, το ίδιο κι ο πατέρας μου και η μητέρα μου: Το ήξερα, αν και δεν μπορούσα να τους δω. Άρχισα να τρέχω κι εγώ με όλη μου τη δύναμη να προφτάσω τη Διομάχη. Αλλά δεν μπορούσα. Όσο γρήγορα κι αν σκαρφάλωνα, εκείνη παρέμενε πάντα ασύλληπτη, πάντα πιο μπροστά. Μου φώναζε χαρούμενα, παιχνιδιάρικα, ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να τρέξω αρκετά γρήγορα για να την πιάσω.
Ξύπνησα απότομα. Είδα τους Πέρσες απέναντι να περιμένουν σε απόσταση μικρότερη από τη βολή ενός βέλους. Ο Λεωνίδας ήταν όρθιος μπροστά. Ο Διηνέκης όπως πάντα δίπλα στην ενωμοτία του, η οποία είχε παραταχθεί σε επτά άντρες πλάτος και τρεις μήκος, περισσότερο απλωμένη και σε μικρότερο βάθος από τις προηγούμενες ημέρες.
Η θέση μου ήταν τρίτος στη δεύτερη γραμμή, για πρώτη φορά στη ζωή μου χωρίς το τόξο μου, αλλά κρατώντας το βαρύ ακόντιο που τελευταία ανήκε στο Δωριέα. Γύρω από τον αριστερό μου βραχίονα, στηριγμένη γερά στον αγκώνα μου, ήταν τυλιγμένη η ντυμένη με ύφασμα ορειχάλκινη χειρίδα, τοποθετημένη πίσω από τη δρύινη και ορειχάλκινη επιφάνεια της ασπίδας που ανήκε στον Αλέξανδρο. Η περικεφαλαία που φορούσα ανήκε στο Λαχίδη και η κυνή από κάτω ήταν του βοηθού του Αρίστωνα, του Δημάδη.
«Τα μάτια σε μένα!» φώναξε ο Διηνέκης και οι άντρες, όπως πάντα, πήραν το βλέμμα τους από τον εχθρό, που είχε παραταχθεί τόσο κοντά στο ουδέτερο έδαφος, που βλέπαμε τις ίριδες κάτω από τα ματόκλαδά τους και τα κενά ανάμεσα στα δόντια τους. Ήταν αμέτρητοι. Τα πνευμόνια μου αναζητούσαν αέρα⸱ ένιωθα το αίμα να χτυπά στα μηλίγγια μου και μπορούσα να διαβάσω τους χτύπους του στις κόγχες των ματιών. Τα μέλη μου είχαν πετρώσει. Δεν ένοιωθα ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια μου. Προσευχόμουν με κάθε ίνα του κορμιού μου να βρω απλώς το κουράγιο και να μη λιποθυμήσω. Ο Αυτόχειρας στεκόταν στα αριστερά μου. Ο Διηνέκης ήταν μπροστά.
Τελικά, άρχισε η μάχη, που ήταν σαν την παλίρροια που μέσα της ένιωθε κανείς σαν κύμα κάτω από τις παραξενιές των θεών, περιμένοντας πότε θ αποφασίσουν να ορίσουν την ώρα του τέλους του. Ο χρόνος εξαφανίστηκε. Τα στοιχεία θάμπωναν και συγχωνεύονταν. Θυμάμαι μια επίθεση που έκαναν οι Σπαρτιάτες, αναγκάζοντας ένα μεγάλο αριθμό του εχθρού να πέσει στη θάλασσα, και μια άλλη που έκανε τη φάλαγγα να οπισθοχωρήσει⸱ μοιάζαμε με πλοία δεμένα το ένα με το άλλο από την κουπαστή παρασυρμένα από την καταιγίδα. Θυμάμαι τα πόδια μου. στερεωμένα με όλη μου τη δύναμη πάνω στην καλυμμένη με αίμα και ούρα γη, καθώς πήγαιναν προς τα πίσω, στη θέση τους πριν το σπρώξιμο του αντιπάλου, σαν τις γούνινες σόλες ενός παιδιού που παίζει στο βουνό με το χιόνι.
Είδα τον Αλφεό να αρπάζει ένα περσικό άρμα με το ένα χέρι και να σκοτώνει το στρατηγό, τον υπασπιστή και τους δυο πλαϊνούς φρουρούς. Όταν έπεσε με τρυπημένο το λαιμό από ένα περσικό βέλος, ο Διηνέκης τον έσυρε έξω. Σηκώθηκε και συνέχισε να μάχεται. Είδα τον Πολύνεικο και το Δερκυλίδα να τραβούν το σώμα του Λεωνίδα. Τον έσυραν από τη σκισμένη σπολάδα του με το άοπλο χέρι τους, χτυπώντας τον εχθρό με τις ασπίδες καθώς υποχωρούσαν. Οι Σπαρτιάτες ανασυντάχθηκαν και όρμησαν, υποχώρησαν και έσπασαν, έπειτα ανασυντάχθηκαν ξανά. Σκότωσα έναν Αιγύπτιο με την αιχμή του σπασμένου μου ακοντίου τη στιγμή που έχωνε το δικό του στην κοιλιά μου. Αμέσως μετά, καθώς έπεφτα κάτω από το χτύπημα ενός τσεκουριού, βρέθηκα πάνω στο πτώμα ενός Σπαρτιάτη. Κάτω από την ανοιγμένη περικεφαλαία του αναγνώρισα το πρόσωπο του Αλφεού.
Ο Αυτόχειρας με έβγαλε από τον αγώνα. Τελικά, οι Δέκα Χιλιάδες φάνηκαν. Προχωρούσαν σε παράταξη μάχης για να ολοκληρώσουν την κυκλωτική τους κίνηση. Όσοι Σπαρτιάτες και Θεσπιείς είχαν απομείνει υποχώρησαν από την πεδιάδα, τα Στενά, για να ορμήσουν στις εισόδους του τείχους με κατεύθυνση το γήλοφο.
Οι σύμμαχοι ήταν τόσο λίγοι, τα όπλα τους τόσο λιγοστά και σπασμένα που οι Πέρσες τόλμησαν να επιτεθούν με το Ιππικό, όπως γίνεται σε μια φυγή. Ο Αυτόχειρας έπεσε. Του κόπηκε το ένα πόδι.. «Βάλε με στην πλάτη σου!" πρόσταξε χωρίς να πει τίποτα άλλο, ήξερα τι εννοούσε. Άκουγα τα βέλη ακόμη και τα δόρατα που καρφώνονταν στη ζωντανή ακόμα σάρκα του, προστατεύοντας με έτσι όπως τον είχα από πάνω μου.
Είδα το Διηνέκη ζωντανό ακόμα να πετά ένα σπασμένο ξίφος και να ορμά στο έδαφος για να βρει άλλο. Ο Πολύνεικος με προσπέρασε κουβαλώντας τον Τελαμώνα. που κούτσαινε πλάι του. Το μισό πρόσωπο του δρομέα ήταν παραμορφωμένο, το αίμα πεταγόταν σαν βρύση από το σπασμένο του κόκαλο. «Στο σωρό!» φώναξε, εννοώντας τα εφεδρικά όπλα που είχε διατάξει ο Λεωνίδας να τοποθετήσουν πίσω από το τείχος. Ένιωσα το τοίχωμα της κοιλιάς μου να σχίζεται και τα έντερά μου να χύνονται έξω. Ο Αυτόχειρας κρεμόταν άψυχος πάνω στην πλάτη μου. Γύρισα προς τα πίσω, προς τα Στενά. Χιλιάδες Πέρσες και Μήδοι τοξότες εκσφενδόνιζαν βέλη ενάντια στους Σπαρτιάτες και στους Θεσπιείς, που υποχωρούσαν. Όσοι έφτασαν στο σωρό με τα όπλα κομματιάστηκαν σαν σημαιούλες στο δυνατό αγέρα.
Οι υπερασπιστές έτρεξαν στο γήλοφο που πάνω του βρισκόταν ο τελευταίος σωρός με τα όπλα. Δεν ήταν περισσότερα από εξήντα. Ο Δερκυλίδας, που πράγμα περίεργο, δεν είχε τραυματιστεί, σχημάτισε με όσους είχαν επιβιώσει ένα κυκλικό μέτωπο. Βρήκα μια λωρίδα και την έδεσα γύρω από την κοιλιά μου για να βάλω τα σπλάχνα μου μέσα. Για μια στιγμή ξαφνιάστηκα από την ομορφιά της ημέρας. Για μια φορά η καταχνιά δε σκοτείνιαζε το πέρασμα. Άνετα μπορούσε να διακρίνει κανείς τους βράχους πάνω στα βουνά πέρα από τα Στενά, και να εντοπίσει τα ίχνη του κυνηγιού στις πλαγιές, στροφή τη στροφή.
Είδα το Διηνέκη να παραπατά κάτω από το χτύπημα ενός τσεκουριού αλλά δεν είχα τη δύναμη να τον βοηθήσω Μήδοι και Πέρσες, Βάκτριοι και Σάκες δεν είχαν ξεχυθεί στο τείχος, αλλά το χαλούσαν σαν φρενιασμένοι. Πέρα στο βάθος έβλεπα άλογα. Οι αξιωματικοί του εχθρού δε χρειαζόταν πια να μαστιγώνουν τους άντρες τους για να προχωρήσουν Πάνω από τις σπασμένες πέτρες του τείχους περνούσαν με θόρυβο οι καβαλάρηδες του ιππικού της Μεγαλειότητάς Του, ακολουθούμενοι από τα άρματα των στρατηγών του.
Οι Αθάνατοι παρατάχθηκαν γύρω από το γήλοφο τώρα, εξαπολύοντας πυρωμένα βέλη με μαύρη αιχμή εναντίον των Σπαρτιατών και των Θεσπιέων, που είχαν ζαρώσει πίσω από το αδύνατο καταφύγιο των σπασμένων και ανοιγμένων ασπίδων τους. Ο Δερκυλίδας οδήγησε την επίθεση εναντίον τους. Τον είδα να πέφτει και το Διηνέκη να πολεμά δίπλα του. Δεν είχαν ούτε ασπίδες ούτε όπλα, απ’ ό,τι μπορούσα να δω. Έπεσαν όχι σαν ήρωες του Ομήρου που συντρίφτηκαν με τρόπο εντυπωσιακό μέσα στα καβούκια των πανοπλιών τους αλλά σαν αρχηγοί που ολοκληρώνουν την τελευταία και πιο βρόμικη δουλειά τους.
Ο εχθρός στεκόταν απρόσιτος, προστατευμένος από τα ισχυρά όπλα βολής του, αλλά οι Σπαρτιάτες κατάφεραν κατά κάποιο τρόπο να τον πλησιάσουν. Πολεμούσαν χωρίς ασπίδες, μόνο με σπαθιά, κι έπειτα με νύχια και με δόντια. Ο Πολύνεικος όρμησε σε έναν αξιωματικό. Ο δρομέας είχε ακόμα τα πόδια του. Διέσχισε τόσο γρήγορα την απόσταση από τα ριζά του λοφίσκου, που τα χέρια του βρήκαν το λαιμό του αντιπάλου, έστω κι αν εκείνη τη στιγμή μια καταιγίδα από περσικό ατσάλι κομμάτιαζε την πλάτη του.
Οι τελευταίοι που απόμειναν πάνω στο γήλοφο συγκεντρώθηκαν τώρα κάτω από την αρχηγία του Διθύραμβου, και τα δυο του χέρια είχαν σπάσει από τα πυρά του εχθρού και κρέμονταν άχρηστα στα πλευρά του, αν και ήταν κατατρυπημένος από βέλη, ήθελε να σχηματίσει ένα μέτωπο για την τελική επίθεση. Άρματα και Πέρσες ιππείς άρχισαν να τρέχουν φύρδην μίγδην ανάμεσα στους Σπαρτιάτες. Μια στρατιωτική άμαξα που είχε πάρει φωτιά κύλησε πάνω από τα δυο μου πόδια. Μπροστά στους υπερασπιστές οι Αθάνατοι, που είχαν κυκλώσει το γήλοφο, παρέταξαν μια σειρά τοξότες.
Τα βέλη τους βρόντησαν πάνω στους άοπλους και τσακισμένους πολεμιστές. Από πίσω άλλοι τοξότες έριχναν τις βολές τους πάνω από τα κεφάλια των συντρόφων τους στους τελευταίους ζωντανούς. Ράχες και κοιλίες ήταν γεμάτες φτερωτά βέλη. Οι κομματιασμένοι άντρες, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένοι έμοιαζαν με σωρούς από ορειχάλκινα και κόκκινα κουρέλια.
Το αυτί μου μπόρεσε ν’ ακούσει τις διαταγές της Μεγαλειότητάς Του, τόσο κοντά πέρασε το άρμα του . Φώναζε μήπως στην άγνωστη γλώσσα του στους άντρες του να σταματήσουν να ρίχνουν, να πιάσουν αιχμαλώτους τους τελευταίους ζωντανούς υπερασπιστές; Μήπως αυτοί στους οποίους φώναζε ήταν οι ναυτικοί της Αίγυπτου, που καπετάνιος τους ήταν ο Ψαμμίτιχος, οι οποίοι διέδωσαν τη διαταγή του μονάρχη τους και όρμησαν να χαρίσουν στους Σπαρτιάτες και στους Θεσπιείς που μπορούσαν να πλησιάσουν το ύστατο δώρο του θανάτου;
Σαν τη χαλαζοθύελλα που άκαιρα από τα όρη κατεβαίνει κι εκσφενδονίζει από τον ουρανό τις παγωμένες σφαίρες της στου γεωργού τα νιόβγαλτα γεννήματα, έτσι ακριβώς τα βέλη μυριάδων Περσών κεραυνοβόλησαν τους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς. Τώρα ο γεωργός εκτιμά τη δεινή του θέση απ' το κατώφλι της πόρτας, τη δυνατή βροχή στα κεραμίδια της στέγης, ακούγοντας και παρακολουθώντας τις παγωμένες σφαίρες να πέφτουν με θόρυβο και να αναπηδούν πάνω στις πέτρες του δρόμου. Πως να αντέξουνε τα βλαστάρια του κριθαριού; Εδώ κι εκεί επιβιώνει κάποιο σαν από θαύμα και κρατά ακόμα το κεφαλάκι του ορθό. Αλλά ο καλλιεργητής γνωρίζει ότι αυτή η καλοσύνη δεν μπορεί να βαστάξει. Γυρίζει αλλού το πρόσωπο από υπακοή στους νόμους των θεών, ενώ κάτω από την καταιγίδα το τελευταίο κοτσάνι τσακίζεται και πέφτει, νικημένο από την αξεπέραστη σφοδρή επίθεση του ουρανού.
********
Πρέσσφιλντ - Οι πύλες της φωτιάς
https://www.o-klooun.com/koinonia/pressfilnt-oi-pyles-tis-fotias