24.9.20

Αζίζ Νεσίν - Ο λογιστής

Κρατώ στα χέρια μου δυο επίσημα πιστοποιητικά που βεβαιώνουν την αναξιοσύνη μου και μαζί την ολοκληρωμένη μόρφωση μου.
Ένα πτυχίο της Σχολής...Τουρκολογίας κι ένα της Φιλοσοφικής Σχολής. Στην εποχή μας που και το χαρτί τουαλέτας ακόμη πουλιέται στη μαύρη αγορά, τα δυο αυτά πτυχία δεν αξίζουν ούτε και όσο ένα τσουβάλι χαρτονομίσματα Λευκορώσων. Σα να μην έφταναν τα δυο αυτά πιστοποιητικά της βλακείας μου, έδωσα και τη διδακτορική διατριβή μου κι έγινα διδάκτωρ φιλολογίας.
Οι περισσότεροι των φοιτητών της σχολής που αποφοίτησα είναι νέες που ψάχνουν για γαμπρό, ή νέοι της καλής κοινωνίας δίχως υποχρεώσεις, που έχουν για σκοπό της ζωής τους μια κάποια μόρφωση και μαζί αναψυχή. Ανάμεσα τους είναι και λίγοι κουφιοκεφαλάκηδες νέοι όπως εγώ, που πιστεύουν ότι φοιτώντας στις σχολές αυτές μπορούν να γίνουν φιλόσοφοι ή φιλόλογοι. Όταν έμαθα πως κανένας από τους φιλόσοφους που αναφέρει η ιστορία της φιλοσοφίας ή τους φιλόλογους που αναφέρει η ιστορία της φιλολογίας δε φοίτησε στη φιλοσοφική ή φιλολογική σχολή και πως πολλοί δεν έκαναν καν ανώτερες σπουδές, είχα πάρει ήδη τα πτυχία μου και είχα ριχτεί στο γκρεμνό της ανεργίας.
Όπου κι αν αποτάθηκα για δουλειά, οι γνώσεις μου γύρω από τις θεωρίες του Καντ, του Ντουρκχάϊμ, του Μπέρκσον, ή μου ήταν εντελώς ανώφελες, ή πολλές φορές μ' έκαναν γελοίο.

Αρκετό καιρό, σαν παραγνωρισμένος νέος διανοούμενος, γύριζα στους δρόμους με τρύπια παπούτσια... Οι πλατιές γνώσεις μου πάνω στο Σπινόζα και τον Λάϊμπνιτς δεν μπόρεσαν ούτε μια φορά να χορτάσουν την πείνα μου.
Πολλοί συμμαθητές μου, βρήκαν κάποια λύση, ανέλαβαν τα λογιστικά βιβλία εμπορικών οίκων. Ο φόρος εισοδήματος μας ωφέλησε πολύ. Δεν ξέρω τι όφελος είχε η κυβέρνηση από το φόρο αυτό, μα εμείς αρχίσαμε να κερδίζουμε το λιγότερο όσα κέρδιζε ένας κλητήρας. Η μόνη διαφορά μας από τους κλητήρες ήταν ότι αυτοί έπαιρναν φιλοδωρήματα, ενώ εμείς, σαν απόφοιτοι ανώτερων σχολών, το στερούμασταν αυτό.

Αγόρασα βιβλία λογιστικής κι ένα νόμο του φόρου εισοδήματος. Ρίχτηκα στη μελέτη. Έμαθα πώς κρατιούνται τα «λογιστικά βιβλία», τα «εμπορικά βιβλία» και τι είναι η «Αμερικανική Μέθοδος».
Μια μέρα περνώντας από τη Γέφυρα άκουσα έναν πλανόδιο πωλητή να φωνάζει:

— Καταστροφή των εμπόρων από το φόρο εισοδήματος... Ψηφίστηκε νέος νόμος...

Παραξενεύτηκα... Έμποροι που καταστράφηκαν από το φόρο εισοδήματος!... Περίεργο!... Έδωσα είκοσι πέντε γρόσια κι αγόρασα ένα νόμο. Ο πωλητής ήταν αγράμματος ο φουκαράς, αντί να πεί «απαλλαγή», φώναζε «καταστροφή».

Τη μέρα εκείνη έψαξα πολύ για δουλειά. Στο τέλος πήγα σε κάποιον που έδειξε ενδιαφέρον.

— Ποιο σχολειό βγάλατε;
— Τη φιλολογική και τη φιλοσοφική σχολή...
— Τι λες!...
Ο άνθρωπος πρώτα ξαφνιάστηκε, κατόπι γέλασε. Θέλησε να του απαγγείλω ποιήματα του Νεντίμ, του Μπακί, του Φουζουλί. Ολοένα γελούσε. Για μια στιγμή μου λέει:
— Θα σας στείλω κάπου...
— Ευχαριστώ...
Μου έδωσε μια διεύθυνση.
— Είναι μια μαντάμ, κάνει εμπόριο. Να πάτε σ' αυτήν, θα σας δώσει δουλειά.
Πήγα στη διεύθυνση που μου είπε. Ήταν ένα μέρος παράξενο. Στις πόρτες των σπιτιών, στις δυο πλευρές του δρόμου, στέκονταν ημίγυμνες γυναίκες, στις πόρτες κάποιων άλλων σπιτιών ήταν μαζεμένοι άντρες.

Το σπίτι όπου θα ζητούσα δουλειά, ήταν κατάμεστο από κόσμο. Η εμπορική επιχείρηση της κυρίας πήγαινε φαίνεται καλά. Χάρηκα. Έσπρωξα το πλήθος και πλησίασα στην πόρτα. Κοίταξα μέσα από μια μεγάλη κλειδαρότρυπα. Έβλεπα θαρρείς ένα χαμάμι γυναικών. Στο σαλόνι, στις σκάλες, γυναίκες με τα εσώρουχα τους. Χτύπησα την πόρτα, άνοιξαν. Μπήκα μέσα. Σαν είδα τις λογής λογής γυμνές γυναίκες, ομολογώ ότι ντράπηκα. Τα 'χασα, δεν ήξερα τι να κάνω. Μια απ' αυτές, πελώρια, βαρέων βαρών, μ' έμπασε στο σαλόνι και μόλις κάθησα, κάθησε κι αυτή στην αγκαλιά μου. Κι όμως, στο σαλόνι υπήρχαν καθίσματα αδειανά. Εγώ, σ' όλη μου τη ζωή ήμουνα μετρημένος.
— Κυρία, δεν τις γουστάρω κάτι τέτοιες ελαφρότητες.
— Καλά γλυκιέ μου, αν δεν είμαι του γούστου σου ας έρθει άλλη.
Φώναξε μια μικρούλα.
— Για κοίτα Λείλά, εσένα θέλει.
Η μικρούλα ήρθε, μ' αγκάλιασε. Την έσπρωξα με το χέρι μου.
— Εγώ δε θέλω ούτε τη Δειλά ούτε και καμιά άλλη.
— Καλά, μα ποιαν θέλεις;
— Τη μαντάμ Φωφώ.
Οι γυναίκες βάλανε τα γέλια. Σε λίγο μια μελαχρινή λέει:
— Άλλος πάλι τούτος...
— Η κυρία Φωφώ είναι η πατρόνα...
— Το ξέρω. Με την πατρόνα θέλω να μιλήσω...
Ξανάρχισαν τα γέλια. Κατόπι όλες μαζί βάλανε τις φωνές.
— Μαμά!... Μαμάαα!...
Από μια κάμαρη πρόβαλε μια εξηντάρα, χοντρή, κάπου εκατόν πενήντα κιλά. Το κάθε μπούτι της ήταν ίσαμε το σώμα μου. Το διπλοσάγονό της κρέμονταν πάνω στα στήθια της, τα στήθια της πάνω στην κοιλιά της, η κοιλιά της πάνω στα μπούτια της. Περπατούσε σέρνοντας τα πόδια της. Τα χέρια, μέχρι τον αγκώνα της, ήταν γεμάτα με χρυσά βραχιόλια, στα δάχτυλά της λαμποκοπούσανε λογής δαχτυλίδια. Στ' αυτιά της σκουλαρίκια, στο λαιμό της περιδέραιο. Χάρηκα που μου δινόταν η ευκαιρία να εργαστώ στο κατάστημα μιας πλούσιας πατρόνας.
— Τι είναι κορίτσια; είπε.
Η φωνή της ήταν πνιγερή και χοντρή σαν τους κεχαγιάδες των ταξί. Τα κορίτσια με δείξανε γελώντας.
- Θέλει λέει να δει εσένα. Μίλα μαζί μας του είπαμε.δε μας γούσταρε. Σώνει και καλά θέλει να μιλήσει με την πατρόνα.

Η πατρόνα με πλησίασε φουρκισμένη. Χόντραινε τη φωνή της σαν τη σειρήνα μεγάλου βαποριού.
— Δεν ντρέπεσαι να θέλεις εμένα; μου είπε.
— Με συγχωρείτε, μα γιατί να ντραπώ; Κι εσείς είστε άνθρωπος κι εγώ... Τώρα έχουμε δημοκρατία. Σαν θέλει κανείς μπορεί να μιλήσει ακόμη και με αρχηγό κόμματος.
Τα κορίτσια όλα μαζί βάλανε τις φωνές.
— Ου!... αδιάντροπε!...
— Σας συγχαίρω, είπα της πατρόνας, έχετε πολλές μαθητευόμενες, μα εγώ δεν ήρθα εδώ να σαλιαρίσω. Ήρθα για δουλειά. Να δούμε τη δουλειά μας.
— Μ' εμένα ήρθες να κάνεις τη δουλειά σου;
— Αν θα δεχτείτε βέβαια... Εξάλλου δεν ήρθα εδώ μόνος μου. Ήρθα με σύσταση. Μ' έστειλε κάποιος γνωστός, κάποιος κοντινός σας.
— Ποιους γνωρίζεις; Ποιους ξέρεις; με ρώτησε η μαντάμ Φωφώ.
Ήταν σα να 'δινα εισιτήριες εξετάσεις.
— Από τους αρχαίους Έλληνες μέχρι τις μέρες μας. Πιάσε από το Σωκράτη, τον Αριστοτέλη, μέχρι τον Μπερτάν Ρούσελ, όλους τους ξέρω.

— Όλοι ξένοι;
— Ξέρω και τους ντόπιους. Τον Νεντίμ, τον Ναμπί, τον Μπακί... Τον Μερτζιμέκ Αχμέτ, τον Τσιζμετζί Ζατί, τον Σεΐχη Γκαλίπ...
Η μαντάμ Φωφώ άρχισε να μαλακώνει.
— Λεβέντη μου, εγώ πια δε δουλεύω... Μπορείς να συνεννοηθείς με όποια κοπέλα θέλεις εδώ...

Άρχισα να καταλαβαίνω. Η μαντάμ Φωφώ είχε γεράσει, τη δουλειά την είχαν αναλάβει τα κορίτσια.
— Για μένα είναι το ίδιο, μιλώ με όποιαν θέλετε.
Με πλησίασε μια βλογιάρα.
— Το θέμα που θα 'θελα να θίξω...
Δεν μπόρεσα να συμπληρώσω τη φράση μου, τα κορίτσια βάλανε τα γέλια.

— Καλέ, εδώ δε θίγονται θέματα. Έλα, πάμε στο δωμάτιό μας...
— Γιατί; Κι εδώ θα μπορούσα... είπα.
— Ααα!... Μπροστά σε τόσους ανθρώπους;
— Μα δεν είναι τίποτα κρυφό...
Ό,τι κι αν έλεγα τα κορίτσια γελούσανε. Η μαντάμ Φωφώ μίλησε με τη βραχνή φωνή της κατηγορηματικά.

— Δε γίνεται, ν' ανέβουμε στο δωμάτιο.
Ανεβαίνοντας τις σκάλες η μαντάμ Φωφώ μου λέει:
— Σε μας η πληρωμή είναι προκαταβολική...
Ωραία, σκέφτηκα, σίγουρα πράματα.
— Σας ευχαριστώ, μπορώ να πληρωθώ και μετά τη δουλειά. Σας έχω εμπιστοσύνη.
Τα κορίτσια ξεκαρδίζονταν στα γέλια.
— Δέκα λίρες, είπε η μαντάμ.
— Πολύ καλά, είπα, θα προτιμούσα πληρωμή με την ώρα...
Τα κορίτσια πιάνανε τα μέσα τους από το πολύ γέλιο.
— Οπως θέλεις, μου είπε η μαντάμ Φωφώ.
Λογάριασα με το νου μου, αν εργαζόμουνα, μέσο όρο,οκτώ ώρες τη μέρα, θα κέρδιζα ογδόντα λίρες. Απίστευτο πράμα!... Οι φίλοι μου κέρδιζαν το ποσό αυτό, μόλις σε μια βδομάδα.

— Εγώ, στην ανάγκη εργάζομαι και δέκα ώρες τη μέρα. Μπορώ να κάνω δουλειά ακόμη και τη νύχτα, είπα.
Τα κορίτσια σπαρταρούσαν στα γέλια. Η πατρόνα με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
— Δεν το δείχνεις!... Έλα μαζί μου!
Η μαντάμ Φωφώ κατάλαβε τη σπιρτάδα μου, ήθελε να μιλήσουμε.

Ανεβήκαμε τη σκάλα. Είχα την εντύπωση πως πηγαίναμε στο γραφείο της. Μα μπήκαμε στο υπνοδωμάτιο της.
— Το θέμα που θα μιλήσουμε... έκανα να πω.
Με διέκοψε.
— Παράτα τα θέματα!...
— Για τη δουλειά σάς ενοχλώ!...
— Τι ενόχληση καλέ!... Έλα ξεντύσου...
Για να με προσλάβει, θα με περνούσε φαίνεται από ιατρική εξέταση.
— Δεν έχω καμιά αρρώστια κυρία Φωφώ. Αν θέλετε μπορώ να σας φέρω πιστοποιητικό γιατρού.
— Κι εγώ δεν έχω αρρώστια, έλα ξεντύσου να δω...
Η μαντάμ ξαπλώθηκε στο κρεβάτι. Έδινε την εντύπωση βασίλισσας που πήρε στο υπνοδωμάτιο το θαλαμηπόλο της.

Άρχισα να της εξηγώ.
— Ξέρετε, τώρα όλοι οι μικρέμποροι υπάγονται στο φόρο εισοδήματος. Είμαι λογιστής... Μπορώ να κρατώ τα λογιστικά βιβλία σας. Να καταγράφω τα έσοδα και τα έξοδά σας.
Η μαντάμ Φωφώ με το πελώριο εκείνο σώμα της πετάχτηκε από το κρεβάτι. Ένιωσα στη ράχη μου ένα βάρος σαν την «πολιορκητική μηχανή» που χρησιμοποιούσε το Μεσαίωνα ο εχθρός για να γκρεμίσει τα τείχη.
Μα η μαντάμ Φωφώ δεν ήταν καθόλου κακόκαρδη. Με πήρε αμέσως στη δουλειά. Τώρα κρατώ τα βιβλία της. Είχε γερό καπιτάλι κι οι δουλειές της πήγαιναν πολύ καλά. Μου 'δίνε εκατό λίρες το μήνα.
Εργαζόμουνα από τις οχτώ το πρωί μέχρι τις δώδεκα τη νύχτα. Ορισμένες πράξεις δεν τις καταχωρούσαμε στα βιβλία. Αυτό, το 'καμναν όλοι οι εμπορικοί οίκοι. Είχαμε και κορίτσια αδήλωτα.
Ήταν τόσο πολλές οι δουλειές μας που δεν εύρισκα καιρό να ασχολούμαι με τη φιλολογία και τη φιλοσοφία. Κάποτε κάποτε διάβαζα Μεβλανά, Νεντίμ. Τις νύχτες διάβαζα Ρουσώ, Ανταμ Σμιθ, Καντ, Ντεκάρτ. Τα πτυχία μου τα κρέμασα στον τοίχο, πάνω από το κεφαλάρι του κρεβατιού μου.
Η μαντάμ Φωφώ, οφείλω να ομολογήσω, δεν ήταν καθόλου σπλαχνικιά. Τόσες δουλειές έκαμνα όλη τη μέρα, ποτέ δεν είπε να μ' αφήσει κι εγώ κάτι να γευτώ. Όποιος πιάνει μέλι, λένε, γλύφει και τα δάχτυλά του, μα εγώ, έγλυφα τη φούχτα μου.


https://www.o-klooun.com/anadimosiefseis/aziz-nesin-o-logistis