Δεν κουράζομαι να λέω πόσο θαυμάζω την τόλμη του. Να είσαι ανοιχτά ομοφυλόφιλος, τη δεκαετία του ’50 στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ο Ντίνος το πλήρωσε ακριβά, αλλά στάθηκε πάντα στο ύψος του και κέρδισε μια θέση στην Ποίηση. Το κουστούμι που φορούσε πάντοτε και το ρεμπέτικο μουστάκι του διαδήλωνε τη στάση του απέναντι στη ζωή. Ο Ντίνος τιμούσε τη ζωή και τους ανθρώπους με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Δεν ήταν σοβαροφανής, είχε ανάστημα, γι’ αυτό αρκετοί τον απεχθάνονταν. Γιατί έγραφε κάτι τέτοια: «“όταν πεθάνω, να με θάψετε στο χωριό” / θέλουν να τιμήσουν με το πτώμα τους / την πατρίδα που αρνήθηκαν με το σώμα τους».
Εχω πολλές αναμνήσεις από τον Ντίνο και δεν νιώθω ότι θέλω να τις μοιραστώ με τους πάντες. Θα πω μόνο ότι δεν μου χαρίστηκε ποτέ, όπως δεν χαρίστηκε ποτέ σε κανέναν. Η ποίησή του λάμπει στις γωνίες της και όσο τη διαβάζω, τόσο πείθομαι ότι η αξία της θα διατηρηθεί. «Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε / όμως ξεχάσατε πώς ήμουν σπόρος»: οι 13 αυτές λέξεις του συμπυκνώνουν μια σπουδαία κληρονομιά ελευθεροστομίας, ευθύτητας και θάρρους. Για εμένα, αυτό που μετράει περισσότερο είναι ότι η αναίδειά του δεν τον εμπόδισε να κάνει τη ζωή του όπως την ήθελε. Δεν συμβιβάστηκε με τα καλούπια των άλλων, και δεν άφησε την πίκρα του επαρχίας να τον νικήσει.
«Στο διάστημα των τελευταίων 40 ετών», έλεγε σε μία από τις πολλές και τρομερές συνεντεύξεις του, «μου ρίχτηκαν επίσης χριστιανοί, αριστεροί, γκέι, χώρια οι λογοτεχνικές κλίκες. Γιατί; Γιατί δεν ανήκα σε κανέναν από αυτούς». Η δηκτικότητα των σχολίων του υπαγορευόταν από την απαιτητική του περσόνα. Δεν ήταν κακός άνθρωπος ο Ντίνος. Απλά, είχε ένα κυριολεκτικά τρομακτικό χιούμορ, που γείωνε τους πάντες. Να ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ποίησής του: «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. Φυσούσε ένας διαβολεμένος βαρδάρης. / Καταφύγαμε σε ένα αχούρι. / Βολευτήκαμε όπως όπως στα άχερα και τους ψύλλους. / Ενιωθα σαν να ήμασταν στη Βηθλεέμ. / Μόνο που αντί για ουράνιες μελωδίες/ ένας μπανιστηριτζής μας έκοψε πάνω στη γλύκα». Και ένα άλλο, πιο γνωστό: «Σας τους αριστερούς σας αγαπώ, αδέρφια μου· κι αυτοί κι εμείς διαρκώς κατατρεγμένοι: αυτοί για το ψωμί – εμείς, για το κορμί, αυτοί για τη λευτεριά – εμείς, για έρωτα, για μια ζωή δίχως φόβο και χλεύη. / Σαν τους αριστερούς σας αγαπώ, αδέρφια μου, παρόλο που κι αυτοί μας κατατρέχουν».
Κάθε συνάντηση μαζί του ήταν απόλαυση. Ετσι θα τον θυμάμαι: στο γραφείο του, κάτω από το πορτρέτο του Καβάφη και του Τσιτσάνη, να μας κερνάει ιστορίες και γλυκό του κουταλιού, παρέα πάντα με τις αγαπημένες του γάτες. Εναν ευφυή ασκητικό τύπο, που του άρεσαν τα ψιλά γράμματα και οι σαφείς εικόνες. Τον γνώρισα στη δύση της ζωής του, διάσημο ποιητή πια, που είχε χρόνια να γράψει, και είναι σαν να γνώρισα έναν άνθρωπο-μνημείο, που δίδασκε πια με το παράδειγμά του. Μακάρι να είχαμε λίγη από την τόλμη και το πάθος του να ζούμε όπως θέλουμε, πληρώνοντας το αρμόζον τίμημα.
«Δεν φοβάμαι, γιατί είμαι ελεύθερος» έλεγε σε μια άλλη συνέντευξη του, το 1995, «και δεν έχω καμιά εξάρτηση ή φιλοδοξία. Κανείς δεν μπορεί να με βλάψει, γιατί πρώτα εγώ φρόντισα να βλάψω τον εαυτό μου, παραιτούμενος απ’ όλα. Αλλά κι αν μου κάνουν κακό σαν άνθρωπο, το έργο μου είναι τετελεσμένο και δεν μπορεί πια να πάθει τίποτε. Κι έπειτα, μέσα σ’ έναν κόσμο γραικύλων, ας υπάρχει επιτέλους και μια ελεύθερη φωνή!».
Ο Ντίνος, ο οποίος δεν βγήκε ποτέ από τα σύνορα της Ελλάδας και διατυμπάνιζε με όλη του τη δύναμη πόσο απεχθανόταν τα ταξίδια και πόσο αγαπούσε τον τόπο του, τη Θεσσαλονίκη, με έστρεψε αιφνίδια φέτος, το καλοκαίρι του κορωνοϊού, στα σύνορα της ποίησης. Πήρα μες στο κατακαλόκαιρο την έκδοση με τα ποιήματά του, εκδόσεις Διαγωνίου 1988, και άρχισα να διαβάζω ξανά και ξανά: «η θάλασσα ηδονίζεται με τα ναυάγια / τα προκαλεί / τα κουκουλώνει / είσαι η θάλασσα / είμαι ναυάγιο». Και παρακάτω: «[σε ένα ναύτη] θέλω να πέσω στη θάλασσα των ματιών σου / μα δεν ξέρω κολύμπι / τάχα θα τρέξεις να με σώσεις / ή θα μ’ αφήσεις να πνιγώ;». Και «κάθε φορά που βρέχει μοναξιά / φουσκώνουνε της ποίησης τα ρυάκια».
Αυτά τα μικροσκοπικά κείμενα φέρουν μεγάλη ισχύ, σε ηλεκτρίζουν. Εχουν μια αυθεντικότητα, μια φρεσκάδα και μια νεανική ορμή, ένα πάθος που σε καθηλώνει. Φέτος το καλοκαίρι, λίγο πριν κοιμηθούμε, κάναμε αλλεπάλληλες βουτιές στα σκοτεινά νερά της ποίησης του Ντίνου για να αλιεύσουμε λίγο από το ιριδίζον φως της. Ο θάνατός του μας θύμισε ότι θα τον φέρουμε πάντα μαζί μας, στις βιβλιοθήκες και στις αναμνήσεις μας.
Ξαναδιαβάζοντας τώρα το κείμενό μου, διαπιστώνω με κάποια μελαγχολία τη ματαιότητα των πραγμάτων και φαντάζομαι τον Ντίνο να με διαβάζει και να μου λέει χαμογελώντας πονηρά: «Μπορούσες και κα(β)λύτερα, αγαπητέ».
https://www.kathimerini.gr/culture/books/561084349/gia-ton-ntino-christianopoylo/