7.7.20

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ. Γιατί αυτονόητη η εθελοδουλεία;

Μιλάμε για Διεθνές Δίκαιο, αλλά Διεθνές Δίκαιο δεν υπάρχει. Κάθε Δίκαιο είναι μια σύμβαση και η σύμβαση υπάρχει μόνο όταν (και όσο) οι συμβαλλόμενοι τη δέχονται...και την τηρούν. Από μόνη της (καθεαυτήν) μια σύμβαση (κάθε Δίκαιο) δεν συνιστά αξία υποχρεωτική για όλους, δεν έχει ισχύ αυθεντίας, εγκυρότητα αυταξίας, υπερβατική ιερότητα.
Για να λειτουργήσει μια σύμβαση προϋποθέτει την καλή θέληση των συμβαλλομένων, την ενεργό τους συναίνεση.

Κάθε κράτος έχει το δικό του σύστημα Δικαίου συνοδευμένο οπωσδήποτε από λειτουργικούς θεσμούς για την επιβολή του: Εχει τα δικαστήρια, που κρίνουν ποιος συμμορφώνεται και ποιος παραβιάζει την κοινή σύμβαση Δικαίου, έχει και το σωφρονιστικό σύστημα που τιμωρεί (απομονώνει από το κοινωνικό σώμα) όσους αθετούν το τεθειμένο Δίκαιο.

Εγινε προσπάθεια στη Νεωτερικότητα να δημιουργηθούν ανάλογοι θεσμοί δικαστικής κρίσης και επιβολής σωφρονιστικών ποινών, που να καθιστούν και το Διεθνές Δίκαιο «αναγκαστό κατά πάντων». Η επιτυχία ήταν ελάχιστη έως μηδενική. Παρά την ευφυΐα της οργάνωσης, την καθαρότητα (συχνά) των προθέσεων, τον ενθουσιασμό των αφελέστερων, οι θεσμικές απόπειρες να πειθαρχήσουν σε κανόνες Διεθνούς Δικαίου κράτη αυτεξούσια, αυτόνομα, ανεξάρτητα, αποδείχθηκαν ουτοπικές. Η πολεμική υπεροπλία ή η ισορροπία του τρόμου αποτρέπουν (ή απλώς αναβάλλουν) ολοκληρωτικούς πολέμους. Οι τοπικοί πόλεμοι συνεχίζουν να υπάρχουν, ελεγχόμενοι από το εμπόριο όπλων, που είναι αποκλειστικότητα των Υπερδυνάμεων.

Κοινοί τόποι όλα τα παραπάνω, προσιτά όλα και κατανοητά σε κάθε άνθρωπο επαρκούς ευφυΐας.

Ομως οι Νεοέλληνες, μόνοι εμείς («αεί παίδες») ασκούμε τις διεθνείς σχέσεις μας «καθ’ υπαγόρευσιν:

Υποταγμένοι, «χωρίς αιδώ ή λύπην», στο καραμανλικό θέσφατο (φράση-σύμβολο της εκούσιας ιστορικής παρακμής μας) ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν», πιστέψαμε «ανεπαισθήτως» για χρέος μας «να γίνουμε επιτέλους Ευρωπαίοι, για να γίνουμε κάποτε άνθρωποι»!
Με αυτή την αλλοτριωτική ξιπασιά δεχθήκαμε να μας υπαγορεύουν οι ΗΠΑ την εξωτερική μας πολιτική ώς την πιο παραμικρή λεπτομέρεια – ώς την έσχατη ντροπή της σημιτικής «νύχτας των Υμίων».

Πιο πριν, όσο υπήρχε ο εφιάλτης του σοβιετικού ολοκληρωτισμού, οι Ελληνες, φορτωμένοι και την πείρα της ζαχαριαδικής κακουργίας, είχαμε με την ψήφο μας επιλέξει τη συστράτευση στο αμερικανικό και της ευρωπαϊκής Δύσης όραμα ελευθερίας.

Ως και στην Κορέα στείλαμε Ελληνόπουλα να θυσιαστούν για τις «αξίες» της Δύσης.

Το ευχαριστώ που εισπράξαμε, ήταν να χαρίσει το ΝΑΤΟ το μισό νησί τής, πανάρχαια ελληνικής, Κύπρου στην εξισλαμισμένη μειονότητα (18%) που συγκρότησε αμέσως ένα τάχα και κράτος, δεύτερο πάνω στο νησί.

Επόμενος μπουναμάς της «Δύσης» στην ανίατα αφελή «σύμμαχό» της Ελλάδα ήταν να παραδώσει την επίσης ελληνική Βόρεια Ηπειρο στους οψιφανείς στα ελληνικά χώματα Αλβανούς και, λίγο μετά, να χαρίσει το όνομα της Μακεδονίας στους σλάβους εισβολείς της περιοχής Μοναστηρίου (Πελαγονίας).
Τα παραδείγματα κραυγάζουν ότι το Διεθνές Δίκαιο, για τους Δυτικούς που το γέννησαν, δεν λογαριάζεται ούτε καν σαν σύμβαση χρηστική, είναι μόνο πρόσχημα. Το επικαλούνται μόνο όταν και για όσο τους βολεύει. Γεννιέται, λοιπόν, αμέσως το ερώτημα – το γεννάει η κοινή λογική και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης: Γιατί εμείς, οι σημερινοί Ελληνώνυμοι, επιμένουμε να υποτασσόμαστε πειθήνια στα βίτσια των «ισχυρών» της Δύσης, κυρίως των ΗΠΑ και της Γερμανίας, με προσχηματική δικαιολογία τον σεβασμό μας στο Διεθνές Δίκαιο, που οι «ισχυροί» το λοιδορούν απροκάλυπτα;

Και τα ερωτήματα της απλής λογικής πληθαίνουν: Ξέρουμε ότι η Δύση καυχάται για τον πολιτισμό της, που είναι γέννημα του «Διαφωτισμού». Γι’ αυτό και το Δίκαιο δεν θωρακίζεται με το κύρος μεταφυσικής αυθεντίας, συνιστά μόνο μια σύμβαση για την εξυπηρέτηση αναγκών.

Ο «Διαφωτισμός» θέλησε να είναι ένας συνεπής μηδενισμός, άρνηση κάθε «νοήματος» (αιτίας και σκοπού) της ύπαρξης, του κόσμου, της Ιστορίας. Πώς να στηθεί όμως Δίκαιο στο κενό, δίχως «νόημα» – μόνη η χρησιμότητα οδηγεί νομοτελειακά στην αυθαιρεσία.

Οι Ελληνες, μικροί, αδύναμοι και σε δραματική παρακμή, επιμένουμε να εμπιστευόμαστε την ιστορική μας επιβίωση στην αμερικανική Υπερδύναμη, παρά τις αρνητικές εμπειρίες και απογοητεύσεις μας. Η εναλλακτική δυνατότητα θα ήταν ο Πούτιν; Πάντως αυτός, ίσως από ειλικρίνεια, ίσως από υποκρισία (κανείς ποτέ δεν θα το μάθει), επιδείχνει, όχι προκλητικά, ότι σώζει τον σεβασμό του «ιερού», αρνείται τον αθεϊσμό του Διαφωτισμού – σταυροκοπιέται, ασπάζεται εικόνες, εκκλησιάζεται, όπως κάθε Χριστιανός στην πατρίδα του.

Ας δεχθούμε, ότι ο Πούτιν είναι μέγας υποκριτής, αδίστακτος συμφεροντολόγος. Δεν θα άξιζε, έστω και μόνο να διακριβώσουμε, αν το σταυροκόπημά του έχει κάποιες, έστω ελάχιστες επιπτώσεις στην αντίληψή του για το Διεθνές Δίκαιο; Αν το ένα δέκατο των πολεμικών διευκολύνσεων που προσφέρουμε στις ΗΠΑ το παραχωρούσαμε στους Ρώσους, ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις για το κράτος και την κοινωνία την ελληνική;

Το να επιλέγουμε τους φίλους και συμμάχους μας, δεν σημαίνει ότι γινόμαστε υποτελείς τους. Η διαστροφή των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων σε ταπεινωτική υποτέλεια των Ελλήνων δεν είναι απαραίτητο να επαναληφθεί με τους Ρώσους.