29.7.20

ΠΕΡΙ ΤΥΦΛΟΤΗΤΑΣ, ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ: Ενας λευκός, ολόλευκος κόσμος

Ένας άνθρωπος χάνει ξαφνικά το φως του. Τα περιστατικά αιφνίδιας τύφλωσης κλιμακώνονται και η κυβέρνηση αποφασίζει
να βάλει σε καραντίνα τους τυφλούς. Με γραφειοκρατική ακρίβεια, ο Ζοζέ Σαραμάγκου έχει υπολογίσει όλα όσα θα μπορούσαν να συμβούν σ' έναν κόσμο που χάνει την όρασή του. Για πόσο καιρό η κίνηση στους δρόμους θα είναι ομαλή; Για πόσο καιρό θα επαρκούν τα τρόφιμα για τις πεινασμένες ορδές; Πόσος χρόνος χρειάζεται για να καταρρεύσει η παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος, αερίου και νερού; Τι θ' απογίνουν τα κατοικίδια; Οι σεξουαλικοί φραγμοί; Πόσοι τυφλοί φτιάχνουν μια τυφλότητα;

Ο Ζοζέ Σαραμάγκου γεννήθηκε το 1922 στην Πορτογαλία. Το πραγματικό του επίθετο ήταν de Piedade. Το σαραμάγκο (Saramago) είναι ένα φυτό που είναι γνωστό σ’ εμάς σαν άγριο ραδίκι και ήταν το παρατσούκλι του πατέρα του που προστέθηκε από λάθος στο δικό του στη ληξιαρχική πράξη γέννησής του. Μετά τη μετακόμιση της οικογένειας στην πρωτεύουσα και το θάνατο του αδελφού του, οι γονείς του τον έστειλαν σε τεχνικό σχολείο γιατί δεν άντεχαν οικονομικά να τον έχουν στο άλλο σχολείο - των γραμμάτων. Εργάστηκε ως μηχανικός αυτοκινήτων για δυο χρόνια, ως μεταφραστής και αργότερα ως δημοσιογράφος. Εγκατέλειψε τη θέση του βοηθού αρχισυντάκτη με τα πολιτικά γεγονότα του 1975. Εργάστηκε για λίγο ακόμα ως μεταφραστής και τελικά κατάφερε να ζει από τη συγγραφή. Παντρεύτηκε το 1944 την Ilda Reis. Απέκτησαν ένα παιδί το 1947. Από το 1988 ο Σαραμάγκου είναι παντρεμένος με την Ισπανίδα δημοσιογράφο Pilar del Rio, που είναι και η επίσημη μεταφράστρια του έργου του στα ισπανικά. Έγινε παγκόσμια γνωστός μετά τα πενήντα του. Ήταν μέλος του κομουνιστικού κόμματος από το 1969, αθεϊστής και αυτοχαρακτηριζόταν απαισιόδοξος. Προκάλεσε αντιδράσεις με βιβλία του -από την εκκλησία-, αλλά και με τις δηλώσεις του ενάντια στη δράση των Ισραηλινών στην Παλαιστίνη και το Λίβανο.Ο Ζοζέ Σαραμάγκου έφυγε από τη ζωή στις 18 Ιουνίου του 2010 στην κατοικία του στη νήσο Λανθαρότε.



Ενας λευκός, ολόλευκος κόσμος
« - Τι στο διάβολο, η τυφλότητα δεν κολλάει.
- Ούτε ο θάνατος κολλάει, και παρόλ’ αυτά όλοι πεθαίνουμε».
Μόνο που αυτή δεν είναι μια απώλεια όρασης στην οποία βυθίζονται τα πάντα στο σκοτάδι... εδώ όλα είναιλευκά, λες και μια παχιά ομίχλη έχει σκεπάσει το πρόσωπο της γης. Λες και οι άνθρωποι ντράπηκαν για τους εαυτούς τους και κάλυψαν τα πάντα μ’ ένα ολόλευκο σεντόνι.
«Γι’ αυτούς τυφλότητα δεν ήταν να ζουν περιτρυγυρισμένοι απ’ το γνωστό σκοτάδι, αλλά στο εσωτερικό μιας ένδοξης φωτεινότητας».
Αρχικά κολλάνε μια χούφτα άνθρωποι όλοι κι όλοι – αυτοί συνιστούν και τους κεντρικούς ήρωες του μυθιστορήματος. Ο Σαραμάγκου δεν φανερώνει τα ονοματεπώνυμα κανενός – επιλέγει, αντίθετα, να τους αποκαλεί με κάποια βασικά χαρακτηριστικά τους. Ίσως γιατί σ’ έναν κόσμο τυφλών, τα ονόματα χάνουν πια το νόημά τους... Οι ήρωες αυτοί είναι: 1) ο πρώτος τυφλός (με άλλα λόγια, ο πρώτος άνθρωπος που έχασε, ξαφνικά, την όρασή του), 2) η γυναίκα του, 3) ένας γιατρός – και πράγμα ειρωνικό, οφθαλμίατρος στην ιδιότητα 4) η γυναίκα του γιατρού, 5) η κοπέλα με τα σκούρα γυαλιά, πρώην πόρνη στην ιδιότητα, 6) ένααγοράκι με στραβισμό (πελάτης του γιατρού, πριν χάσει την όρασή του), 6) ένας γέρος με μια μαύρη καλύπτα, 7) ένας κλέφτης αυτοκινήτων και τέλος, 8) ο σκύλος με τα δάκρυα – ένα σκυλάκι που πήρε τ’ όνομά του από τη συνήθεια να γλύφει τα δάκρυα των ανθρώπων που κλαίνε.
«“Μην κλαις”, της είπε, που με άλλα λόγια σημαίνει, Τί νόημα έχουν τα δάκρυα σ’ έναν κόσμο που έχει χάσει το νόημά του».
Ανάμεσα στους χαρακτήρες που τυφλώνονται από τις αρχές κιόλας του βιβλίου, ένας και μοναδικός διατηρεί την όρασή του. Πρόκειται για την γυναίκα του γιατρού, η οποία – πράγμα ακατανόητο – συνεχίζει να βλέπει. Μέσα από τα δικά της μάτια βλέπουμε να ξετυλίγεται το νήμα της ιστορίας – καθιστώντας τη γυναίκα του γιατρού πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος. Εκείνη “που γεννήθηκε για να δει τη φρίκη”.
«“Εσείς δεν ξέρετε, δεν μπορείτε να ξέρετε τι είναι να έχεις μάτια σ’ έναν κόσμο τυφλών, δεν είμαι βασίλισσα, όχι, είμαι απλώς αυτή που γεννήθηκε για να δει τη φρίκη, εσείς την αισθάνεστε, εγώ την αισθάνομαι και τη βλέπω”»
Τυφλή δικαιοσύνη
Στον κόσμο των τυφλών οι παλιές συνήθειες δύσκολα ξεπερνιώνται. Σαν τον ανάπηρο που νιώθει το χαμένο μέλος του, ο τυφλός κοιτάζει ασυναίσθητα το ρολόι του να δει τι ώρα είναι...
«Δεν κατάφερε ν’ αποφύγει μια μηχανική κίνηση, σήκωσε τον αριστερό του καρπό και χαμήλωσε τα μάτια του για να δει τι ώρα είναι. Έσφιξε τα χείλη σαν να τον διαπέρασε ξαφνικά ένας πόνος κι ευχαρίστησε την τύχη του που δεν εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή κάποιος γείτονας, γιατί στην πρώτη κουβέντα που θα του απηύθυναν θ’ αναλυόταν σε δάκρυα».Ή την τυφλή γυναίκα που γδύνεται ανάμεσα στους τυφλούς.
«“Θα ξαπλώσω”, είπε μ’ ένα ύφος σα να ήθελε να προειδοποιήσει, “Γυρίστε απ’ την άλλη για να γδυθώ”».


Στην αρχή η πολιτεία παίρνει τα μέτρα της με το μόνο τρόπο που γνωρίζει: αποφασίζει να κλείσει τους τυφλούς στην απομόνωση ενός ασύλου, με τη σκέψη πως έτσι δεν θα κολλήσουν τον υπόλοιπο πληθυσμό.
« Προσοχή, προσοχή, προσοχή. Η κυβέρνηση λυπάται που αναγκάστηκε ν’ ασκήσει αποφασιστικά αυτό που θεωρεί δικαίωμα και καθήκον της, προφυλάξει δηλαδή με κάθε μέσο τον πληθυσμό ενώπιον της κρίσης που αντιμετωπίζουμε, η οποία κατά τα φαινόμενα μπορεί να προσδιοριστεί ως ένα είδος επιδημικού ξεσπάσματος τυφλότητας, που προσωρινά περιγράφεται ως λευκή πληγή, ελπίζει ότι μπορεί να βασίζεται στον πατριωτισμό και τη συνεργασία όλων των πολιτών για να σταματήσουμε τη διάδοση της μολυσματικής νόσου [...] Η απόφαση να συγκεντρώσουμε στο ίδιο μέρος του πληγέντες, και σε κοντινό μέρος, ξεχωριστό όμως, αυτούς που βρέθηκαν σε κάποιου είδους επαφή μαζί τους πάρθηκε κατόπιν σοβαρής και ωρίμου σκέψεως. Η κυβέρνηση έχει πλήρη συνείδηση των καθηκόντων της και αναμένει ότι αυτοί στους οποίους απευθύνεται το μήνυμα αυτό, θ’ αναλάβουν επίσης, ως ευσυνείδητοι πολίτες που οφείλουν να είναι, τις ευθύνες που τους αντιστοιχούν, λαμβάνοντας υπόψη τους ότι η απομόνωση στην οποία τώρα βρίσκονται συνιστά πράξη αλληλεγγύης προς το υπόλοιπο του έθνους μας. Τέλος, ζητούμε την προσοχή όλων σας στις οδηγίες που ακολουθούν:

Πρώτον, τα φώτα θα παραμείνουν αναμμένα και είναι ανώφελη κάθε προσπάθεια χειρισμού των διακοπτών, δεν λειτουργούν. Δεύτερον, η έξοδος από το κτίριο χωρίς προηγούμενη άδεια συνεπάγεται άμεση θανάτωση. Τρίτον, σε κάθε θάλαμο υπάρχει ένα τηλέφωνο του οποίου μπορεί να γίνει χρήση μόνο για να ζητήσετε απ’ έξω τη διάθεση προϊόντων ατομικής υγιεινής και καθαριότητας. Τέταρτον, οι τρόφιμοι υποχρεούνται να πλένουν οι ίδιοι το ρουχισμό τους καθημερινά. Πέμπτον, συνίσταται η εκλογή υπευθύνων θαλάμου, πρόκειται επομένως για σύσταση και όχι για διαταγή [...] Έκτον, τρεις φορές την ημέρα θα τοποθετούνται κιβώτια με τρόφιμα στην πύλη της εισόδου, δεξιά και αριστερά, και προορίζονται, αντίστοιχα, για τους ασθενείς και τους εκτεθειμένους στη μόλυνση. Έβδομον, όλα τα υπολείμματα θα καίγονται [...] Όγδοον, η καύση οφείλει να γίνεται στα εσωτερικά προαύλια του κτηρίου ή στον περίβολο. Ένατον, οι τρόφιμοι είναι υπεύθυνοι για τυχόν αρνητικά παρεπόμενα της καύσης. Δέκατον, σε περίπτωση πυρκαγιάς, τυχαίας ή σκόπιμης, οι πυροσβέστες δεν θα επέμβουν. Ενδέκατον, αντίστοιχα οι τρόφιμοι δεν πρέπει να υπολογίζουν σε κανενός είδους εξωτερική παρέμβαση στην περίπτωση που εκδηλωθούν ασθένειες, όπως επίσης και απείθεια ή επιθετική συμπεριφορά. Δωδέκατον, σε περίπτωση θανάτου, οποιαδήποτε κι αν είναι η αιτία του, οι τρόφιμοι θα θάψουν χωρίς επισημότητα το πτώμα στον περίβολο. Δέκατον τρίτον, η επικοινωνία μεταξύ των ασθενών και των εκτεθειμένων στη μόλυνση θα γίνεται από τον κεντρικό κορμό του κτηρίου. Δέκατον τέταρτον, οι εκτεθειμένοι στη μόλυνση που τυχόν τυφλωθούν θα μεταβαίνουν αμέσως στην πτέρυγα των ήδη τυφλών. Δέκατον πέμπτον, η ανακοίνωση αυτή θα επαναλμβάνεται καθημερινά, την ίδια ώρα, για την ενημέρωση των νέων εισερχομένων. Η κυβέρνηση και το έθνος αναμένουν από τον καθένα σας να εκπληρώσει το χρέος του. Καληνύχτα».
Οι τυφλοί, στα μάτια όσων ακόμα βλέπουν, δεν είναι πλέον άνθρωποι. Χρειάζεται να περιθωριοποιηθούν, να απομονωθούν – όλα «για το καλό του έθνους και της πολιτείας». Σαν τους φυλακισμένους, τους πάσχοντες από ανίατες νόσους, τους φτωχούς, τους άστεγους, εκείνους που χάσαν την πατρίδα τους. Μας ενοχλεί να τους κοιτάζουμε – ίσως γιατί εμείς ακόμα βλέπουμε, ενώ εκείνοι όχι. Ίσως γιατί ξέρουμε πως δεν θα κρατήσει για πολύ.



Μια παράλογα ρεαλιστική πραγματικότητα


Ο περιγραφές των τυφλών που επιχειρεί ο Σαραμάγκου είναι ανατριχιαστικές. Θυμίζουν σκηνές Αποκάλυψης, ή κάποιου δυστοπικού μυθιστορήματος, στο οποίο η ανθρωπότητα έχει επανέλθει σε μια ζωώδη σχεδόν ύπαρξη. Παραδομένοι στα τυφλά τους ένστικτα. Σχεδόν νιώθεις πως διαβάζεις δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, όχι μυθιστόρημα. Τόσο αληθοφανείς είναι οι περιγραφές του συγγραφέα – τόσο τρομακτικές.
«Ήταν οι τυφλοί, οδηγημένοι κοπαδιαστά, που κουτουλούσαν ο ένας πάνω στον άλλο, στριμώχνονταν στο κεφαλόσκαλο της πόρτας, μερικοίν έχασαν τον προσανατολισμό τους και κατέληξαν σε άλλους θαλάμους, αλλά η πλειοψηφία, σκουντουφλώντας, μαζεμένοι σαν τσαμπί ή ξεστρατίζοντας ένας ένας, κουνώντας στενόχωρα τα χέρια τους όπως κάποιος που πνίγεται, μπήκαν στο θάλαμο σαν ανεμοστρόβιλος, σαν να τους έβγαλε έξω ένα έμβολο. Κάμποσοι έπεσαν, τσαλαπατήθηκαν. Στριμωγμένοι στο στενό διάδρομο, οι τυφλοί σε λίγο ξεχείλιζαν στα στενά ανάμεσα στα ράντζα, κι εκεί, σαν καράβι που μέσα στην τρικυμία κατάφερε εντέλει να βρει λιμάνι, έκαναν κατάληψη στο προσωπικό τους αγκυροβόλι, που ήταν το κρεβάτι του καθενός».

​«Από τη μια στιγμή στην άλλη ο κόσμος σταμάτησε να χρησιμοποιεί τα λεωφορεία κι όλοι έλεγαν ότι προτιμούσαν να τυφλωθούν οι ίδιοι, απ’ το να πεθάνουν επειδή τυφλώθηκαν κάποιοι άλλοι.
Κανείς πια δεν τολμούσε να οδηγήσει όχημα, ούτε για να μεταφερθεί παραδίπλα, τα αυτοκίνητα, τα φορτηγά, οι μηχανές, μέχρι και τα ποδήλατα, τα τόσο διακριτικά, ήταν σπαρμένα σε χαώδη κατάσταση σε όλοκληρη την πόλη, εγκαταλειμμένα σ’ όποιο σημείο ο φόβος είχε υπερισχύσει πάνω στο αίσθημα της ιδιοκτησίας, όπως έδειχνε με τρόπο κωμικοτραγικό εκείνος ο γερανός μ’ ένα μισοσηκωμένο αυτοκίνητο, με τον μπροστινό άξονα να αιωρείται, κατά πάσα πιθανότητα ο πρώτος που τυφλώθηκε ήταν ο οδηγός του γερανού».

«Αυτοί που έβλεπαν ακόμα το μόνο που σκέφτονταν ήταν να σώσουν τα πολύτιμα λεφτά τους, και εντέλει, όπως ήταν αναπόφευκτο, οι τράπεζες, χρεοκοπημένες ή όχι, έκλεισαν τις πόρτες τους και ζήτησαν αστυνομική προστασία, χωρίς αποτέλεσμα όμως, γιατί ανάμεσα στο πλήθος που μαζεύτηκε φωνάζοντας μπροστά στην τράπεζα υπήρχαν και αστυνομικοί με πολιτικά που απαιτούσαν αυτά που με τόσο κόπο είχαν κερδίσει [...] Το χειρότερο όμως ήρθε αργότερα, όταν οι τράπεζες δέχτηκαν τις εξαγριωμένες επιθέσεις ορδών τυφλών και μη τυφλών, όλων τους απελπισμένων, γιατί εδώ δεν έλεγαν ειρηνικά στον υπάλληλο, “Θέλω ν’ αποσύρω το υπόλοιπο του λογαριασμού μου”, αλλά άπλωναν χέρι όπου μπορούσαν, στα χρήματα της μέρας, σε ό,τι είχε απομείνει στα συρτάρια, σε κάποια θυρίδα αφημένη απρόσεκτα ανοιχτή [...]Στην αρχή, τον πρώτο πρώτο καιρό, κάποιες φιλανθρωπικές οργανώσεις προσφέρθηκαν εθελοντικά να πάνε να φροντίσουν τους τυφλούς, να στρώνουν τα κρεβάτια τους, να καθαρίζουν τ’ αποχωρητήριά τους, να τους πλένουν τα ρούχα, να τους μαγειρεύουν φαγητό, αυτές τις ελάχιστες φροντίδες χωρίς τις οποίες η ζωή γίνεται γρήγορα ανυπόφορη, ακόμα και γι’ αυτούς που βλέπουν. Τα καημένα τα παιδιά τυφλώθηκαν αμέσως, αλλά τουλάχιστον πέρασε στην ιστορία η όμορφη χειρονομία τους». Αλίμονο. Ακόμα και οι όμορφες χειρονομίες δεν καταλήγουν πουθενά. Ένας μετά τον άλλον, οι πάντες παραδίδονται στην τύφλωση.


Η γυναίκα που βλέπει
Ασφαλώς το όχημα που καθιστά δυνατή την απόλυτα ρεαλιστική αυτή περιγραφή (μιας μη ρεαλιστικής πραγματικότητας) είναι τα μάτια της κεντρικής ηρωίδας του βιβλίου. Ο λόγος για την γυναίκα του γιατρού, τη μόνη ανάμεσα στους πάσχοντες που έχει διατηρήσει (άγνωστο πώς) την όρασή της.
«Η γυναίκα του γιατρού σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, έσκυψε πάνω απ’ τον άντρα της, πήγε να τον ξυπνήσει, αλλά δεν βρήκε το κουράγιο να τον αποσπάσει απ’ τον ύπνο του, γνωρίζοντας ότι εξακολουθούσε να είναι τυφλός [...] Κοιτούσε τον άντρα της που μουρμούριζε στον ύπνο του, τις φιγούρες των άλλων κάτω απ’ τα γκρίζα κλινοσκεπάσματα, τους βρόμικους τοίχους, τα άδεια, σε αναμονή, κρεβάτια, και γαλήνια ευχήθηκε να ήταν κι αυτή τυφλή, να προσπερνούσε την ορατή επιδερμίδα των πραγμάτων για να βρεθεί από τη μέσα τους πλευρά, στην εκθαμβωτική και ανίατη τυφλότητά της».

Όσο η επιδημία εξαπλώνεται πέραν του ασύλου, τόσο αποσυναρμολογείται σταδιακά ο κοινωνικός ιστός και εξασθενεί η οργάνωση της κοινωνίας. Και σκέφτεσαι τότε: «καλά, τόσο αδύναμοι είμαστε λοιπόν; Αρκεί να πάθουμε κάτι τέτοιο για να πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων όλα όσα είχαμε χτίσει στους αιώνες;»
«Αιφνιδιάστηκε όταν άκουσε τη γυναίκα να λέει “Καλημέρα”, είχε χαθεί πια η συνήθεια να λέει ο κόσμος καλημέρα, όχι μονάχα γιατί η μέρα του τυφλού, αν μιλήσουμε κυριολεκτικά, δεν μπορεί να είναι καλή, αλλά και γιατί κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιος αν είναι μέρα και όχι νύχτα [...]
Ο άντρας είπε “Βρέχει”, και μετά “Ποια είστε;”, “Δεν είμαι από εδώ”, “Ψάχνετε για τρόφιμα;”, “Ναι, έχουμε να φάμε τέσσερις μέρες”, “Και πού το ξέρετε ότι είναι τέσσερις μέρες;”, “Τόσο το υπολογίζω”, “Είστε μόνη;”, “Είμαι με τον άντρα μου και μερικούς συντρόφους μας”. “Πόσοι είστε;”, “Όλοι μαζί εφτά”, “Από πού έρχεστε;”, “Είμαστε έγκλειστοί από τότε που ξεκίνησε η τύλφωση”, “Α, ναι, στην καραντίνα. Τελικά δεν ωφέλησε [...] Όλος ο κόσμος τυφλώθηκε. Όλη η πόλη, η χώρα ολόκληρη. Αν υπάρχει κανείς που βλέπει, τότε δεν το λέει”.

“Και γιατί δεν μένετε στο σπίτι σας;”[τον ρώτησε η γυναίκα]. “Γιατί δεν ξέρω που είναι” [...] Τώρα, όποιος είναι τυφλός και βγήκε απ’ το σπίτι του μόνο από θαύμα θα μπορούσε να το ξαναβρεί, δεν είναι όπως παλιά, που οι τυφλοί μπορούσαν να υπολογίζουν στη βοήθεια ενός περαστικού για να διασχίσουν το δρόμο, ή για να ξαναβρούν τη σωστή πορεία στην περίπτωση που είχαν παρεκκλίνει από απροσεξία απ’ τη συνηθισμένη τους ρότα [...]
“Εμείς που πηγαίνουμε σε ομάδες όταν πρέπει να ψάξουμε για τρόφιμα είμαστε υποχρεωμένοι να πηγαίνουμε όλοι μαζί, είναι ο μόνος τρόπος για να μη χαθούμε μεταξύ μας, κι αφού πηγαίνουμε όλοι μαζί και δεν μένει κανείς να φυλάξει το σπίτι, είναι σίγουρο ότι, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι το ξαναβρίσκουμε, θα έχει καταληφθεί από άλλη ομάδα, που επίσης δεν κατάφερε να βρει το σπίτι της, περιπλανιόμαστε σαν την άδικη κατάρα, στην αρχή είχαμε κάποιες συμπλοκές, αλλά πολύ γρήγορα καταλάβαμε ότι εμείς, οι τυφλοί δηλαδή, δεν έχουμε σχεδόν τίποτα που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι δικό μας, εκτός από αυτά που φέρουμε πάνω στο κορμί μας”».

Αδέσποτοι άνθρωποι
Ο ένας μετά τον άλλο, οι πολίτες παραδίδονται στην Τυφλότητα, πέφτοντας σαν ντόμινο από τραπουλόχαρτα... όταν η πολιτεία, η χώρα, ο κόσμος όλος μετατρέπεται σε άθυρμα της παράλογης επιδημίας... τότε τα μέτρα παραχωρούν τη θέση τους σ’ έναν αγώνα όλων εναντίον όλων για την επιβίωση. Γιατί όταν κανένας άνθρωπος δεν βλέπει... Τότε δεν μπορεί να πάει στη δουλειά του... δεν βρίσκει το δρόμο για το σπίτι του... δεν του χρησιμεύουν τα λεφτά του... δεν παράγει ηλεκτρισμό, νερό, ή φρέσκια διατροφή... δεν επισκέπτεται θέατρα, κινηματογράφους, κέντρα διασκέδασης, κέντρα αναψυχής... δεν κάνει τίποτε απ’ αυτά. Απομένει μόνο να γυρίζει, σαν αδέσποτο ζώο, σε μια πόλη με χιλιάδες άλλους σαν αυτόν, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, τυφλός μεταξύ τυφλών, ανώνυμος μεταξύ ανωνύμων, αποζητώντας τροφή και πόσιμο νερό· αφοδεύοντας στη μέση των δρόμων· λεηλατώντας καταστήματα και σπίτια, ίσα για να έχει μια ζεστή γωνιά να κοιμηθεί...
«Κατά μήκος του δρόμου πρόβαλαν ομάδες τυφλών, μεμονωμένα άτομα, άντρες στηριγμένοι στον τοίχο ανακουφίζονταν από την πρωινή ανάγκη της κύστης τους, οι γυναίκες προτιμούσαν το καταφύγιο των εγκαταλειμμένων αυτοκινήτων. Έτσι όπως είχαν μαλακώσει απ’ τη βροχή, τα περιττώματα εδώ κι εκεί απλώνονταν στο πλακόστρωτο [...] Ο αέρας ήταν βαρύς από τις δυσάρεστες οσμές, κι αυτό έκανε την απαράλλαχτη λευκότητα των πραγμάτων παράλογη [...]

Μέσα στο μαγαζί η εικόνα δεν διέφερε, άδεια ράφια, οι γυάλινες προθήκες αναποδογυρισμένες, ανάμεσα περιφέρονταν οι τυφλοί, οι περισσότεροι απ’ αυτούς στα γόνατα, σαρώνοντας με τα χέρια το βρόμικο πάτωμα, ελπίζοντας να βρουν κάτι που να τρώγεται, μια κονσέρβα που αντιστάθηκε στα χτυπήματα που προσπάθησαν να την ανοίξουν, ένα οποιοδήποτε πακέτο, με ό,τι να ‘ναι, μια πατάτα, έστω πατημένη, μια φέτα ψωμί, έστω ξερή [...]
Η γυναίκα του γιατρού κοίταξε τριγύρω, ό,τι φαγώσιμο υπήρχε ακόμα το διεκδικούσαν ανάμεσα σε κλοτσιές που σχεδόν πάντα δίνονταν στον αέρα και σπρωξιές που δεν έκαναν διάκριση ανάμεσα σε φίλους και αντιπάλους, έτσι που πολλές φορές το αντικείμενο της πάλης τούς ξέφευγε απ’ τα χέρια κι έπεφτε στο έδαφος, περιμένοντας να έρθει κάποιος να σκοντάψει πάνω του [...]
Τα ακόλουθα ερωτήματα ανεγείρονται τότε: Τι απομένει από την κοινωνική οργάνωση και τους νόμους σε μια πολιτεία σαν αυτήν; Είναι δυνατόν να παράγουμε νέες μορφές κοινωνικής συνοχής, όταν κανένας πια δεν βλέπει; Τι νόημα έχουν η εξωτερική ομορφιά και η ασχήμια, το φαίνεσθαι και η επίδειξη σ’ έναν κόσμο δίχως μάτια να τα δει; Τι αξία έχει η δύναμη του χρήματος και του κοινωνικού status; Μπορείς να είσαι ειλικρινής και έντιμος όταν κανείς δεν βλέπει την κλοπή; Και όταν το φαγητό δεν φτάνει πια για όλους, πες μου... πόσο ομαδικός μπορείς να είσαι πλέον; Πόσο εγωιστής;
Τι απομένει από την ανθρωπιά μας;
« - Έχεις την εντύπωση ότι μας έκανε καλύτερους η τύφλωση.
- Δεν μας έκανε όμως και χειρότερους.
- Προς τα εκεί πηγαίνουμε, δες μονάχα τι γίνεται όταν έρχεται η ώρα της διανομής του φαγητού [...] Ο ευσπλαχνικός και ειδυλλιακός κόσμος των φτωχών τυφλών τελείωσε, τώρα ήρθε η σκληρή, άτεκγκτη και αδυσώπητη βασιλεία των τυφλών».



Αναζητώντας νόημα σ’ έναν κόσμο που το έχασε

Η Τυφλότητα που μας περιγράφει ο Ζοζέ Σαραμάγκου απογυμνώνει τους ανθρώπους· τους παρουσιάζει δίχως καλύμματα ηθικής, παλεύοντας για την επιβίωση σ’ έναν κόσμο που δείχνει να έχει χάσει κάθε σπιθαμή νοήματος. Ακόμα και η θρησκεία δεν προσφέρει πια παρηγοριά – σε μια εκκλησία, κάπου, τα αγάλματα των αγιών έχουν όλα καλυμμένα πια τα μάτια τους. Τυφλοί κι αυτοί σαν τους πιστούς τους. Οι εκκλησίες χρησιμεύουν πια σαν κέντρα στέγασης και προφύλαξης απ’ την κακοκαιρία – όχι για προσευχή ή λατρεία. Η μουσική έχει στερέψει από τον κόσμο.
Είτε περπατούν, είτε στέκονται, εντέλει τους κάνει το ίδιο, εκτός από την αναζήτηση τροφής δεν έχουν άλλους στόχους, η μουσική τελείωσε, ποτέ άλλοτε ο κόσμος δεν γνώρισε τέτοια σιωπή, οι κινηματογράφοι και τα θέατρα χρησιμεύουν μόνο γι’ αυτούς που απέμειναν χωρίς σπίτι κι έχουν παραιτηθεί απ’ την αναζήτηση [...] Όσο για τα μουσεία, σου σπαράζουν την καρδιά, σου πονούν την ψυχή, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι άνθρωποι, καλά το λέω, όλοι αυτοί οι πίνακες, όλα αυτά τα γλυπτά χωρίς έναν άνθρωπο να τα κοιτάξει».
H σιωπή είναι το τραγούδι του νέου κόσμου που αναδύεται στο εκτυφλωτικό άσπρο της τυφλότητας.
«Μαθημένη πια στους διαρκείς θορύβους του θαλάμου, η γυναίκα του γιατρού παραξενεύτηκε απ’ τη σιωπή, μια σιωπή που έμοιαζε να καταλαμβάνει το χώρο μιας απουσίας, λες κι ολόκληρη η ανθρωπότητα είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας μονάχα ένα φως αναμμένο κι ένα στρατιώτη για να το φυλάει, αυτό κι ένα υπόλοιπο αντρών και γυναικών που δεν μπορούσαν να το δουν».

Εδώ κι εκεί στο μυθιστόρημα ξεπηδούν μικρές στιγμές γαλήνης. Μια σύντομη ανακούφιση, αναγκαία τόσο για τους χαρακτήρες του βιβλίου, όσο και για σένα που διαβάζεις με αγωνία – και ανασαίνεις με χαρά για τη μικρή αυτή στιγμή ηρεμίας.
«Ήταν ένα τραγούδι, ένα τραγούδι ασήμαντο, αλλά οι τυφλοί πλησίασαν αργά, δεν σπρώχνονταν, σταματούσαν αμέσως μόλις αισθάνονταν άλλη παρουσία μπροστά τους κι απόμεναν εκεί, ν’ ακούν, με τα μάτια ορθάνοιχτα προς την κατεύθυνση της φωνής που τραγουδούσε, μερικοί έκλαιγαν, όπως πιθανότατα μόνο οι τυφλοί μπορούν να κλάψουν, με τα δάκρυα να κυλούν αργά απ’ την πηγή τους. Το τραγούδι τελείωσε κάποτε, ο εκφωνητής είπε “Προσοχή, στον τρίτο τόνο η ώρα θα είναι τέσσερις”. Μια τυφλή ρώτησε γελώντας, “Το απόγευμα ή τα ξημερώματα;” και το γέλιο αυτό λες και την πονούσε».
Τι μένει τελικά από τον παλαιό κόσμο των ανθρώπων σε μια πραγματικότητα τυφλών; Από τα ανώτερα αισθήματα και τα ευγενή ιδανικά του;
«“Τα αισθήματα με τα οποία ζούσαμε είναι που μας έκαναν αυτό που ήμασταν, γεννήθηκαν επειδή είχαμε μάτια, χωρίς μάτια τα αισθήματα γίνονται διαφορετικά [...] Τώρα μόλις αρχίζουν να γεννιούνται τα αυθεντικά αισθήματα των τυφλών, κι ακόμα είμαστε στην αρχή, γιατί προς το παρόν ζούμε με την ανάμνηση αυτού που αισθανόμασταν... ”»



Η ιδιαιτερότητα του Ζοζέ Σαραμάγκου

Σε αρκετά απ’ τα ερωτήματα (που με λαχτάρα περιμένεις μια απάντηση) ο Σαραμάγκου αποφεύγει να τη δώσει. Περιγράφει, σχεδόν δημοσιογραφικά – μα αφήνει σε σένα τις κρίσεις. Το έργο του πραγματικά θυμίζει νατουραλιστικό μυθιστόρημα ενταγμένο σε μια απολύτως σουρεαλιστική κατάσταση. Συνιστά εξάλλου ένα από τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα, που θα βλέπαμε και σε άλλα μυθιστορήματά του, όπως το «Περί Θανάτου» και το «Περί Φωτίσεως». Ο λόγος του συγγραφέα συχνά μοιάζει με κύμα, αποφεύγοντας αρκετά από τα παραδοσιακά σημεία στίξης – ο ίδιος επέλεξα να συμπεριλάβω κάποια από αυτά στα αποσπάσματα που ανέβασα, απλά και μόνο προς διευκόλυνση των αναγνωστών που δεν είναι εξοικειωμένοι με τη γραφή του. Όπως χαρακτηριστικό του είναι η σατιρική του διάθεση – ακόμα και σ’ ένα «σκοτεινό» (ή πιο σωστά... φωτεινό, πιο φωτεινό δεν γίνεται) μυθιστόρημα όπως αυτό. Μα το μεγαλύτερο προσόν του είναι η ικανότητά του να δημιουργεί βαθιά ανθρώπινους χαρακτήρες – τέτοιους με τους οποίους μπορείς να ταυτιστείς – να πονέσεις με τον πόνο τους, να ελπίσεις τις ελπίδες τους. Αυτό εξάλλου καθιστά το «Περί Τυφλότητας» ένα υπέροχο βιβλίο – δεν είναι μόνο οι μετα-αποκαλυπτικές περιγραφές του και οι ηθικές-φιλοσοφικές του προεκτάσεις... μα και οι βαθιά ανθρώπινοί του χαρακτήρες. Και σ’ έναν κόσμο που δείχνει να χάνει την ανθρωπιά του μέρα με τη μέρα, κάθε στιγμή που περνάει, χαρακτήρες όπως ο ψύχραιμος γιατρός... η συμπονετική κοπέλα με τα σκούρα γυαλιά... ο φιλοσοφημένος γέρος με την καλύπτρα... και η γυναίκα του γιατρού, που παλικαρίσια αγωνίζεται για να βοηθήσει με κάθε δυνατό τρόπο... αυτοί οι χαρακτήρες φανερώνουν πως ίσως δεν έχουν χαθεί όλα τελικά.

«Εκείνη τη στιγμή άρχισαν να μπαίνουν οι τυφλοί, ήταν πέντε, τρεις άντρες και δύο γυναίκες. Ο γιατρός είπε, υψώνοντας τη φωνή του, “Μη φοβάστε και μη θορυβείστε, είμαστε εδώ έξι άτομα, εσείς πόσοι είστε, έχει χώρο για όλους”. Εκείνοι δεν ήξεραν πόσοι ήταν, σίγουρα θα είχαν αγγιχτεί μεταξύ τους και ίσως σκουντηχτεί όταν τους έσπρωχναν απ’ την αριστερή πτέρυγα προς τα εδώ, αλλά πόσοι ήταν δεν ήξεραν [...] Είπε τότε η γυναίκα του γιατρού, “Το καλύτερο είναι ν’ αριθμηθείτε λέγοντας ο καθένας ποιος είναι”.
Οι τυφλοί, ακινητοποιημένοι, δίστασαν, κάποιος έπρεπε να κάνει την αρχή, δύο από τους άντρες μίλησαν ταυτόχρονα, έτσι συμβαίνει πάντα, σώπασαν κι οι δυο τους και ξεκίνησε ο τρίτος, “Ένα”, έκανε μια παύση, φάνηκε σαν να πηγαίνε να πει το όνομά του, αλλά τελικά είπε, “Είμαι αστυνομικός”, κι η γυναίκα του γιατρού σκέφτηκε, “Δεν είπε πως τον λένε, θα το ξέρει κι αυτός πως εδώ μέσα δεν έχει σημασία”, Να όμως που ένας άλλος άντρας συστηνόταν ήδη, “Δύο”, κι ακολουθώντας το παράδειγμα του πρώτου, “Είμαι οδηγός ταξί”. Ο τρίτος άντρας είπε, “Τρία, είμαι βοηθός φαρμακοποιού”.
Ύστερα μια γυναίκα, “Τέσσερα, είμαι καμαριέρα σε ξενοδοχείο”, κι η τελευταία, “Πέντε, είμαι υπάλληλος γραφείου”. “Είναι η γυναίκα μου, η γυναίκα μου!”, φώναξε ο πρώτος τυφλός, “Που είσαι, που είσαι”, μουρμούριζε τώρα σαν να προσευχόταν. Το ένα χέρι βρήκε τ’ άλλο και την επόμενη στιγμή βρέθηκαν αγκαλιά, έγιναν ένα σώμα, τα φιλιά αναζητούσαν άλλα φιλιά, μερικές φορές χάνονταν στον αέρα γιατί δεν ήξεραν που ήταν τα μάγουλα, τα μάτια, το στόμα».


Έρωτας στα τυφλά

Ακόμα και σ’ έναν κόσμο που έχει παραδοθεί στην αποσύνθεση... υπάρχουν άνθρωποι που ερωτεύονται. Τυφλοί – μα δίχως ανάγκη να βλέπουν ο ένας τον άλλο για να μοιραστούν μαζί του σώμα και ψυχή.
«Τυφλοί βρίσκονταν ξαπλωμένοι πλάι στους τοίχους, ήταν απ’ αυτούς που δεν κατάφεραν φτάνοντας να καταλάβουν ένα κρεβάτι [...] Στα δέκα μέτρα ένας τυφλός ήταν ξαπλωμένος πάνω σε μια τυφλή, αγκιστρωμένος ανάμεσα στα πόδια της, φέρονταν όσο πιο διακριτικά μπορούσαν, ήταν απ’ αυτούς που δείχνουν συστολή μπροστά σε κοινό, δεν χρειάζονταν όμως να έχει κανείς ιδιαίτερα οξυμένη ακοή για να καταλάβει με τί είχαν καταπιαστεί, πολύ περισσότερο τη στιγμή που ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος μπορούσαν πια να πνίξουν τα αχ και τα βογκητά και κάποια άναρθρη λέξη, σημάδια που έδειχναν πως όλο τούτο όπου να ‘ναι θα τελείωνε.
Η γυναίκα του γιατρού απόμεινε ακίνητη να τους κοιτάζει, όχι από ζήλια, αλλά από μια αίσθηση άλλης τάξης, για την οποία δεν έβρισκε όνομα, θα μπορούσε να είναι κάποιο συναίσθημα συμπάθειας, σαν να ήθελε να τους πει “Μη δίνετε σημασία που είμαι εδώ, ξέρω πως είναι αυτά τα πράγματα, συνεχίστε” [...]
Ο τυφλός και η τυφλή ξαπόσταιναν τώρα, είχαν πια ξεχωρίσει, ο ένας δίπλα στον άλλον, συνέχιζαν όμως να κρατούν ο ένας το χέρι του άλλου, ήταν νέοι, ίσως ένα ζευγαράκι που είχε πάει στον κινηματογράφο και τυφλώθηκε εκεί, ή κάποια θαυματουργή σύμπτωση τους ένωσε εδώ, αν είναι όμως έτσι, πώς αναγνωρίστηκαν, σιγά τώρα, από τις φωνές, φυσικά, δεν είναι μονάχα η φωνή του αίματος που δεν χρειάζεται μάτια, ο έρωτας, για τον οποίο λένε ότι είναι τυφλός, έχει κι αυτός κάτι να πει στο θέμα αυτό. Το πιο πιθανό πάντως είναι να τους έπιασαν ταυτόχρονα, στην περίπτωση αυτή εκείνα τα πλεγμένα χέρια δεν είναι τωρινά, είναι έτσι απ’ την αρχή. Η γυναίκα του γιατρού αναστέναξε, έφερε τα χέρια της στα μάτια, χρειάστηκε να το κάνει γιατί δεν έβλεπε καλά, δεν τρόμαξε όμως, ήξερε πως ήταν μονάχα δάκρυα».

http://theatrecomments.weebly.com/alphaphiiotaepsilonrhoomegamualphataualpha-write/7990668