Ο Γέρος μας του Μοριά είναι γνωστός ως «εθνεγέρτης» και ευρύτερα, ως πολέμαρχος των Ελλήνων. Αυτά
έχουν λεχθεί – και λέγονται και ξαναλέγονται. Εγώ δεν σας μιλήσω σήμερα για αυτά· θα σας μιλήσω για κάτι άλλο, για τη σκέψη του και τις εκλάμψεις αυτής της σκέψης· και η εμβάθυνση σε αυτές τις εκλάμψεις είναι απαραίτητη σε οποιονδήποτε θέλει να καταλάβει όχι μόνο τους Νεοέλληνες αλλά ευρύτερα τους ανθρώπους.
Γράφει ο Δημήτρης Μιχαλόπουλος.
Θα αρχίσω με μια επισήμανση γενική. Η Επανάσταση του καπετάν-Θοδωράκη μας δεν ήτανε η Επανάσταση του 1821. Σε αυτήν, είχε καταλάβει πολύ καλά τους ανθρώπους, ήξερε πως οι Μεγάλες Δυνάμεις υπέθαλπαν την τάση των Ελλήνων για Ελευθερία – άρα το θέμα μπορούσε να θεωρηθεί πως ήτανε εξαρχής σε λίγο-πολύ «καλό δρόμο». Για αυτό και απέφευγε να εκτίθεται στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων και άφησε ακώλυτη να εκδηλωθεί η έντονη τάση του για χιούμορ. Είναι εν προκειμένω γνωστό το πώς διεύθυνε τις επιχειρήσεις κατά τη πολιορκία του Ακροκόρινθου. Καθόταν σε ένα βράχο κι έδινε διαταγές με μια…ομπρέλλα. Είναι γνωστό επίσης τι είπε κατά τις παραμονές της συντριβής του Δράμαλη. Οι Έλληνες το είχανε ρίξει στο γλέντι (πριν από τη μάχη), οπότε αυτός τρύπησε τη στέγη ενός σπιτιού, ανέβηκε στα κεραμίδια και άρχισε να τους μιλάει με την ανεπανάληπτη ρητορική ερώτηση: «Τι γίνεται, παλληκάρια; Γάμους γιορτάζουμε;» Και το άλλο το αξέχαστο, που πρέπει να το έχουμε στο μυαλό μας ιδίως σήμερα: «Τα τροπάρια, αν δεν συντροφεύονται από πέτρες και λιθάρια είναι άχρηστα». Καλή, με άλλα λόγια, είναι η προσευχή και η επίκληση της Θείας Πρόνοιας, αλλά πρέπει ο άνθρωπος να μάχεται μόνος, να ματώνει στον αγώνα, προκειμένου να γίνει άξιος της βοήθειας του Θεού. Ακριβώς, δηλαδή, αυτό που λέγανε οι Αρχαίοι: Συν Αθηνά και χείρα κίνει.
Και εδώ θέλω, να σας μιλήσω για τη Φιλοσοφία του Κολοκοτρώνη. Ξέρετε, τα μεγάλα πνεύματα, όπως συχνά μου έλεγε και ένας –μακαρίτης πια- πολιτικός από τη Λακωνία, συνομιλούν μεταξύ τους καθισμένα το καθένα στις κορυφές του δικού του καιρού. Ο Κολοκοτρώνης λοιπόν έδωσε τον βραχύτερο και περιεκτικότερο ορισμό της Φιλοσοφίας: Φιλοσοφία, είπε, σημαίνει παρατήρηση. Ή – για να το πούμε διαφορετικά: Ο άνθρωπος αρχίζει να φιλοσοφεί, από τη στιγμή κατά την οποία παύει να πιστεύει τα αυτιά του (δηλαδή το τι λένε οι άλλοι) και πιστεύει τα μάτια του. Και τούτο, επειδή όπως είπε και ο Μακιαβέλλι: «Πολλοί βλέπουνε, λίγοι καταλαβαίνουνε». Και –όσο και αν αυτό πάλι ακούγεται περίεργο- με αυτόν τον βραχύτατο αφορισμό του ο Γέρος μας συνέδεσε τη Σύγχρονη Ελλάδα με την Αρχαία. Σας υπενθυμίζω, στο σημείο αυτό, πως ο Αριστοτέλης άρχισε να θεμελιώνει τη Βιολογία και ευρύτερα τις Φυσικές Επιστήμες, απλώς παρατηρώντας τι κάνανε οι γαρίδες στα νερά της Μιτυλήνης.
Φιλοσοφία λοιπόν σημαίνει παρατήρηση – και όλα τα άλλα είναι απλώς ‘παραμυθιάσματα’ του πολιτικοκοινωνικού και οικονομικού κατεστημένου. Και εφόσον η Φιλοσοφία είναι παρατήρηση αξίζει να παρατεθεί εδώ και ένα απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Γέρου μας. Μετά το τέλος της Επανάστασης και τη δικαίωσή του από τον Όθωνα όλοι τον λιβάνιζαν: Όπως και ο ίδιος δήλωσε, «ενδοξότατο» τον έλεγαν, «γενναιότατο» τον αποκαλούσαν, «εξοχότατο» τον υμνολογούσαν, μόνο «σεβασμιώτατο» και «παναγιώτατο» δεν τον είπανε. Και αυτός απάντησε ως εξής:
Τώρα οπού ενικήσαμεν, οπού ετελειώσαμεν με το καλό τον πόλεμό μας, την Επανάστασή μας, μακαριζόμεθα, επαινώμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε όμως ηθέλαμε τρώγει κατάραις, αναθέματα. Ομοιάζομεν σαν να είναι εις ένα λιμένα πενήντα-εξήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλειά του με μια μεγάλη φορτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια να λέγουν: «Ιδού άνθρωπος, ιδού παλληκάρια, ιδού φρόνιμος και όχι σαν εμείς οπού καθόμεθα έτσι δειλοί, χαϊμένοι», και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Εάν όμως ευδοκιμούσε το καράβι ήθελε είπουν: «Μα τι τρελλός να σηκωθή με τέτοια φορτούνα, με τέτοιον άνεμο, να χαθή ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο στον λαιμό του».
Και πάλι, η σκέψη του εν προκειμένω είναι σαφέστατη. Οι πολλοί, αυτοί δηλαδή που, κατά κανόνα, πιστεύουνε τα αυτιά τους και όχι τα μάτια τους, κρίνουνε από τα αποτελέσματα. Αυτό είναι λάθος – και μάλιστα πολύ μεγάλο. Το δίκαιο, πράγματι, ενός αγώνα δεν έχει να κάνει με την έκβασή του. Τα Ορλωφικά, για να φέρουμε παράδειγμα πρόχειρο, απέτυχαν. Και τι σήμαινε αυτό; Πως, επειδή απέτυχε ο ξεσηκωμός του 1769-1770, δεν είχε ηθική βάση η Επανάσταση του 1821; Όχι βέβαια! Οι πολλοί όμως έτσι κρίνουνε: ο νικητής –προσωρινός έστω- έχει δίκιο. Για αυτό και ο Κολοκοτρώνης, προσεγγίζοντας στο σημείο αυτό, τη σκέψη του Σωκράτη και του Πλάτωνα, δυσπιστούσε βαθύτατα -και δικαιολογημένα- προς κάθε μορφή κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Πίστευε ότι το –κάθε- σύνταγμα είναι σύντριμα και –επίσης ορθότατα- ότι, εφόσον υπάρχει σύνταγμα, δημοκρατία κ.λπ., κ.λπ., ο Λαός κατά κανόνα εκλέγει ό,τι χειρότερο υπάρχει. Αυτό ακριβώς που ζούμε σήμερα. Και, τέλος, έχει σημασία ο χαρακτηρισμός από αυτόν των πολλών, δηλαδή του κόσμου: Ο κόσμος συχνά είναι προδότης. Και αυτό, διότι κυττάει να προσαρμοστεί στις καταστάσεις που διαμορφώνουνε οι εκάστοτε νικητές. Αυτό το έζησε πολύ έντονα, κατά την πρώτη μεγάλη, τη δική του, προσωπική επανάσταση, εκείνη δηλαδή των ετών 1806-1807, οπότε τον κυνήγησαν κατά πρώτο λόγο οι Χριστιανοί και επικουρικώς οι Τούρκοι – με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο αδερφός του Δημητράκης και ο Γιάννης, ο περίφημος Ζορμπάς, με τον οποίο είχε δεσμό ιδιαίτερο. Ο Κολοκοτρώνης ορθώς θεώρησε υπεύθυνους για τον θάνατο αυτόν τους καλόγερους της Μονής Αιμυαλών, κοντά στη Δημητσάνα, και επίσης ορθώς τους καταράστηκε. Εκεί και τότε άρχισε και περάτωσε τη διαμόρφωση της προσωπικής του φιλοσοφίας.
Για να κλείσει αυτή η βραχύτατη αναδρομή στη φιλοσοφική σκέψη του Κολοκοτρώνη, θα μου επιτρέψετε μία αναφορά στον τρόπο με τον οποίο διαμόρφωνε και αποκρυστάλλωνε τις αντιλήψεις του. Χωρίς να το ξέρει, ίσως, πλήρως ακολουθούσε το αρχαίο ρητό: Γηράσκω αεί διδσσκόμενος. Ποτέ του δεν έκανε τον έξυπνο. Και εδώ θα σας δώσω δύο παραδείγματα:
Α) Όλοι ξέρουμε τη στρατηγική του σκέψη που έσωσε τον Αγώνα του 1821 και προξένησε έκπληξη από την οποία ακόμη και ο Χένρυ Κίσσινγκερ άργησε να συνέλθει. Καθώς, πράγματι, άρχιζε η Επανάσταση, σε αντίθεση με όλους τους άλλους, αυτός πρότεινε να χτυπηθεί όχι η περιφέρεια αλλά η Τροπολιτζά, δηλαδή το κέντρο της οθωμανικής ισχύος στην Πελοπόννησο. Τη σκέψη αυτήν την είχε πάρει από τους Άγγλους. Και τούτο, διότι όταν βρισκότανε στα Επτάνησα, οι Άγγλοι σχεδίασαν μία ναυτική επιδρομή κατά της Κωνσταντινούπολης. Ο Κολοκοτρώνης, αντίθετα, ήθελε να αρχίσει η κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκστρατεία από τον Ισθμό της Κορίνθου. Και οι Άγγλοι του εξήγησαν ότι η Κωνσταντινούπολη είναι το κεφάλι· εάν, επομένως, χτυπηθεί το κεφάλι, τα μέλη παραλύουν. Οι Άγγλοι είχανε δίκιο· και αυτό το αναγνώρισε ο Κολοκοτρώνης τονίζοντας ότι, εάν τότε οι Άγγλοι είχανε πραγματικά σκοπό να καταστρέψουν την ισχύ του Σουλτάνου, θα το είχανε κατορθώσει με τη ναυτική τους εκστρατεία. Αλλά αυτοί, όπως και πάλι ορθότατα επεξήγησε ο Γέρος μας, πήγανε τότε στην Κωνσταντινούπολη δια βίζιτα, δηλαδή για επίσκεψη, όχι για πόλεμο, ό,τι δηλαδή έμελλε να κάνουνε αργότερα, το 1915, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο Κολοκοτρώνης όμως το είχε πάρει το μάθημά του.
Β) Όταν μπήκε στον Μοριά ο Ιμπραΐμ και δεδομένου ότι η εισήγησή του για την καταστροφή της Τροπολιτζάς δεν εισακούστηκε, έκανε βάση του την Καρύταινα, χωρίς όμως ποτέ του ο ίδιος να κλειστεί μέσα. Αυτό το είχε πάρει από τον Γεώργιο Καστριώτη, τον Σκεντέρμπεη, εθνικό ήρωα των Αλβανών. Διάβασε ο Γέρος τα κατορθώματά του, εντρύφησε σε αυτά και κατάλαβε το μυστικό της επιτυχίας του Σκεντέρμπεη: Ποτέ του δεν εκλείστηκε στην Κρόια. (Η Κρόια είναι οχυρή και δυσπρόσιτη πόλη της Αλβανίας που τότε υπήρξε η πολεμική βάση του Σκεντέρμπεη.)
Έτσι, για ένα πράγμα κυρίως καμάρωνε: Για όσα είχε μάθει στη ζωή του. Και είπε το περίφημο: Ο άνθρωπος είναι ανώτερος από τον διάβολο. Και τούτο, επειδή ο διάβολος είναι απέθαντος και τι έχει καταλάβει; Ενώ ο άνθρωπος πόσα χρόνια ζη, πενήντα, εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα… και πόσα πράγματα μαθαίνει στη ζωή του και πόσα, συνακολούθως, κατορθώνει. Έρχεται tabula rasa (άδειο τραπέζι) στον κόσμο αυτόν και φεύγει φορτωμένος εμπειρίες. Ο βίος των ανθρώπων είναι ένα σχολείο όπως θα έλεγε και ο Πλάτωνας.
Θα κλείσω το κομμάτι αυτό με αναφορά στην περίφημη περικεφαλαία του. Η περικεφαλαία του δεν είχε να κάνει με τη –δήθεν- αρχαιολατρεία του. Έλεγε, βέβαια, το περίφημο έξω οι Περσιάνοι, εννοώντας τους Τούρκους, αλλά ποτέ του δεν λησμόνησε ότι ήτανε Χριστιανός – και κατά συνέπεια παιδί του Μεσαίωνα. Το να πιστεύει κανείς πως έβαλε να του φτιάξουνε περικεφαλαία, για να θυμίζει τον Λεωνίδα της Σπάρτης ή τον Μεγαλέξανδρο είναι παράλογο. Τι ήταν λοιπόν η περικεφαλαία του;
Λοιπόν, εδώ σας καλώ όλους σας να δείτε μια από τις κλασσικές προσωπογραφίες τους και να πιστέψετε όχι τα αυτιά σας αλλά τα μάτια σας. Βλέπετε, πράγματι, ότι ο Κολοκοτρώνης, εκτός από την περικεφαλαία, φορούσε χρυσές επωμίδες, σπαλέττες όπως λέγονται και τώρα ακόμα στο Πολεμικό Ναυτικό. Αυτά δεν είναι στοιχεία ελληνικής φορεσιάς: Αποτελούνε μέρη στολής Βρεταννού αξιωματικού – διότι ο Κολοκοτρώνης, σας το θυμίζω αυτό, είχε καταταγεί στον Βρεταννικό Στρατό ως λοχαγός αρχικά και μετά πήρε προαγωγή σε ταγματάρχη. Με λίγα λόγια, η περικεφαλαία του και οι χρυσές επωμίδες ήτανε εξαρτήματα στολής ανώτερου αξιωματικού του Βρεταννικού Στρατού.
Γιατί όμως τις φορούσε, περικεφαλαία και επωμίδες, συνεχώς και επιδεικτικώς; Διότι ήξερε πολύ καλά τον Ελληνικό Λαό – και τον κάθε Λαό. Πώς θα τον δέχονταν το 1821 αυτοί που τόσο άγρια τον είχανε κυνηγήσει κατά την περίοδο 1806-1807; Φόρεσε λοιπόν τη στολή του Άγγλου ταγματάρχη, για να μπορέσει να τους επιβληθεί με το αξίωμα που του είχανε δώσει οι Λόρδοι, και να τους ποδηγετήσει.
Τι προκύπτει από όλα αυτά; Ο Κολοκοτρώνης υπήρξε χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του πραγματιστικού κλάδου της Ηθικής Φιλοσοφίας· και τούτο, επειδή αναζητούσε την απόλυτη αλήθεια μέσω της προσεκτικής παρατήρησης εκείνων που γίνονταν γύρω του. Η απόλυτη αλήθεια για τον Κολοκοτρώνη ταυτιζόταν με τη χριστιανική του πίστη και τη βεβαιότητά του ότι υπάρχει ένας κόσμος αόρατος, ένα επέκεινα που είναι αντιληπτό μόνο στους ήρωες και τους αγίους. Και κλείνω θυμίζοντάς σας ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, κατέστρωνε τα σχέδια των πολεμικών του επιχειρήσεων βάσει των ονείρων που είχε στον ύπνο του. Άμα π.χ. έβλεπε χορούς και τραγούδια, καταλάβαινε πως έρχονταν Τούρκοι, σηκωνόταν και ετοιμαζότανε για πόλεμο.
* * *
Ετοιμάζω βιβλίο για όλα αυτά που τώρα σας λέω· έτσι δεν θα επεκταθώ περισσότερο. Θα τελειώσω όμως επισημαίνοντάς σας τα χαρακτηριστικά στοιχεία της νομικής του σκέψης, που βέβαια επήγαζαν από την ευρύτερη φιλοσοφική του τοποθέτηση. Κύριο νομικό του αξίωμα υπήρξε ο βασικός κανόνας του Δικαίου: pacta sunt servanda, δηλαδή οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται. Είναι γνωστό με πόση σχολαστικότητα τηρούσε τις συμφωνίες που έκανε ακόμη και με τον εχθρό. Είναι γνωστό επίσης ότι δεχόταν pacta, δηλαδή συμβάσεις, μόνο μεταξύ ομοίων μερών, εξ ου και απέρριπτε τυχόν σύναψη συμφωνιών κρατικών αρχών με ληστές. Το κυριότερο όμως ‘επιστημονικό’ του επίτευγμα υπήρξε η νομική θεμελίωση της Ελληνικής Επανάστασης: Εφόσον, τόνιζε ο Γέρος μας, ο τελευταίος Αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, είχε προτιμήσει να σκοτωθεί παρά να υπογράψει συνθήκη με τους Τούρκους, η οθωμανική κυριαρχία στην Ελλάδα δεν ήτανε νόμιμη. Από αυτήν την –επίσης ορθότατη- επιστημονική σύλληψη και παρά τη χριστιανική του Πίστη, πήγαζε και η απέχθειά του προς τους ιεράρχες της Ελληνικής Εκκλησίας, οι οποίοι, με την όλη στάση τους απέναντι στους Οθωμανούς, προσέφεραν στην κυριαρχία αυτών των τελευταίων επίχρισμα νομιμοποίησης.
Αλλά αυτά θα αναλυθούν ευρύτερα στο βιβλιαράκι που ετοιμάζω. Εδώ θα κλείσω υπενθυμίζοντάς σας πως σήμερα, η ενοποιημένη Γερμανία, στηριγμένη στη σκέψη ακριβώς του δικού μας Κολοκοτρώνη, αρχίζει να προωθεί την άποψη ότι ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος τυπικώς δεν έχει τερματιστεί· και τούτο, διότι, την άνοιξη του 1945, είχε συναφθεί απλώς συμφωνία κατάπαυσης των εχθροπραξιών, χωρίς όμως να έχει υπογραφεί και συνθήκη ειρήνης.
Αλλά αυτά είναι μια άλλη ιστορία…
Κυρίες και Κύριοι, ευχαριστώ που με ακούσατε – και όλους σας που τώρα με διαβάσατε.
Ομιλία του Δημήτρη Μιχαλόπουλου στην εκδήλωση της Κυριακής, 17ης Φεβρουαρίου 2013, στην Παλιά Βουλή.
ΠΗΓΗ: Θεόδοτος