1. ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΜΦΥΛΙΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ
Ο Ελληνικός εμφύλιος της περιόδου 1823 – 1825 έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης ως ανταγωνισμός ισχύος για την ηγεσία της επανάστασης αλλά και του υπό διαμόρφωση νέου Ελληνικού κράτους.
Ο Εμφύλιος χωρίζεται σε δύο φάσεις η Α’ φάση (Φθινόπωρο 1823 – Ιούλιος 1824) και η Β’ φάση (Ιούλιος 1824 – Ιανουάριος 1825) χαρακτηρίστηκε από έντονες πολιτικές διαμάχες μεταξύ Φιλικών και Κοτζαμπάσηδων ενώ η δεύτερη (Ιούλιος 1824 – Ιανουάριος 1825) από εμφύλιες συρράξεις μεταξύ κυβερνητικών, υποστηριζόμενων από την Αγγλία, και Πελοποννησίων.
Μια από τις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία της Ελλάδας είναι αυτή του Εμφυλίου Πολέμου της περιόδου 1823 – 1825. Ο πόλεμος αυτός είχε βαρύτατο κόστος για τη χώρα και παραλίγο να πλήξει ανεπανόρθωτα την Ελληνική Επανάσταση που τότε βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη.
Όπως είναι γνωστό, ο επαναστατικός πόλεμος του 1821 συνοδεύθηκε σε πολλές φάσεις του από εκτεταμένους και συχνά αιματηρούς εμφυλίους πολέμους. Οι πόλεμοι αυτοί αντανακλούσαν τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ακόμη υπό διαμόρφωση νεοελληνικής κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη της φάση αλλά και σε μια συγκεκριμένη της ιστορική στιγμή: Τη στιγμή της πορείας προς τη δημιουργία του εθνικού κράτους.
Οπωσδήποτε βέβαια, οι αιτίες αυτές δεν ανάγονται στην «κατάρα της φυλής», όπως ισχυρίζεται η αστική ιστοριογραφία. Εμφύλιοι πόλεμοι εξάλλου εμφανίζονται σε όλες τις επαναστάσεις, διασπώντας το μπλοκ των επαναστατικών δυνάμεων. Οι πόλεμοι αυτοί περιείχαν και ήταν φυσικό να περιέχουν τη σφραγίδα των γενικών συνθηκών της εποχής.
Οι συνθήκες αυτές συγκεκριμένα ήταν :
1. Η διάλυση του φεουδαρχικού κράτους και η γενική (όσο και ασυγκράτητη) τάση προς την επικράτηση της αστικής κοινωνίας. Βέβαια, εδώ απαιτείται και μια «διευκρίνιση μέσα στη διευκρίνιση»:
Στην ελληνική περίπτωση έχουμε να κάνουμε με τη διάλυση του ανατολικού – με την έννοια του συγκεντρωτικού φεουδαρχικού – κράτους και η πορεία προς την επικράτηση της αστικής κοινωνίας γίνεται με ειδικό, τοπικό, «βαλκανικό» τρόπο. Ο τελευταίος έχει σαν πυρήνα του την προσπάθεια δημιουργίας χωριστού εθνικού κράτους σαν νέας μορφής αστικής κοινωνικής οργάνωσης της περιοχής.
2. Ύπαρξη ισχυρών αναχρονιστικών υπολειμμάτων «ανατολικού» τύπου, σε μια ανήσυχη και αντιφατική συνύπαρξη και σύμπλευση με στοιχεία υπερσύγχρονα για την εποχή και όχι πάντα λιγότερο ισχυρά. Ένα παράδειγμα που έχει περάσει μάλλον απαρατήρητο: Σε μια απομακρυσμένη και ακριανή περιοχή, ως πριν μερικούς μήνες απλή επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφανίζεται το πιο εμπεριστατωμένο πολιτικό καθεστώς της τότε Ευρώπης.
3. Απαρχές της υποδεέστερης, εξαρτημένης θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στο σύστημα των σχέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών.
Οι Ιδιαίτερες Συνθήκες του Ελλαδικού Χώρου
Οι γενικές αυτές συνθήκες εμφανίζονταν συγκεκριμένα με όρους που βάρυναν πολύ στους εμφυλίους πολέμους. Τους όρους αυτούς μπορούμε να τους συνοψίσουμε (με μεγάλο, ασφαλώς, ποσοστό ανοχής) στα εξής σύνολα :
1. Χαμηλός βαθμός εθνικής ολοκλήρωσης. Το γεγονός ότι ο παράγων αυτός έπαιξε πολύ σοβαρό ρόλο στους εμφυλίους πολέμους φαίνεται πολύ καθαρά και μόνο από τις συγκρούσεις του τύπου «Ρουμελιώτες εναντίον Μοραϊτών». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για φυσιολογική κατάσταση, που δείχνει ότι η αστική κοινωνία βρίσκεται ακόμη στη φάση της πρώτης διαμόρφωσής της.
2. Αντιφατική κατάσταση και διάρθρωση των κυριάρχων δυνάμεων. Η Επανάσταση του ’21 γίνεται σε γενικές ιστορικές συνθήκες όπου η μόνη βιώσιμη επαναστατική και προοδευτική δύναμη είναι η αστική τάξη. Σε αυτήν ανήκουν τόσο η ηγεσία της Επανάστασης όσο και ο χαρακτήρας της σφραγίδας που μπαίνει στα προβλήματά της. Ωστόσο, ο όρος «αστική τάξη» καλύπτει μια πραγματικότητα ιδιαίτερα πολύπλοκη και γεμάτη ασυνέχειες ή και αντιθέσεις.
Σε αυτήν ανήκουν οι πανίσχυροι και, για την εποχή και την περιοχή, γιγαντιαίοι εφοπλιστικοί όμιλοι, οι αστοί -γαιοκτήμονες, που βαθμιαία δημιουργούνται και, ταυτόχρονα, διαλύονται στις συνθήκες της αποσύνθεσης της αναχρονιστικής οθωμανικής γαιοκτησίας, τα στοιχεία της πολιτικής και διοικητικής αριστοκρατίας που έχουν κατακτήσει θέσεις σε αυτό που έχει ονομαστεί «δοσιματική διοίκησις», ένας ολόκληρος και ιδιαίτερα πολυάριθμος κόσμος από βιοτέχνες επιχειρηματίες και μικρούς και μεσαίους εμπορευομένους, ο οποίος, στις παραμονές της 25ης Μάρτη, «βαδίζει από καταστροφή σε καταστροφή», μέσα στην καταλυτική οικονομική κρίση που έχει δημιουργήσει η λήξη των Ναπολεόντειων Πολέμων.
Οι δυνάμεις αυτές κάθε άλλο παρά ταυτίζονται πλήρως μεταξύ τους. Δε βρίσκονται όλες στον ίδιο βαθμό αστικοποίησης. Από την άποψη αυτή, οι πιο προωθημένοι είναι οι πάσης φύσεως πλοιοκτήτες και οι πάσης φύσεως έμποροι, αν και αυτοί επίσης χωρίζονται μεταξύ τους από σοβαρές αντιθέσεις. Αντίθετα, στους αστούς – γαιοκτήμονες και, ακόμη περισσότερο, στο στοιχείο της διοικητικής αριστοκρατίας, το βάρος των αναχρονιστικών στοιχείων είναι πολύ ισχυρότερο.
Τα διάφορα αυτά τμήματα διαφέρουν από την άποψη της οικονομικής επιφάνειας (π.χ. οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου, ήδη από πρώτα ιδιαίτερα πλούσιοι, έχουν πλουτίσει παραπέρα από την οικειοποίηση των περιουσιών των τοπικών πασάδων, που επίσης ήταν ιδιαίτερα πλούσιοι, ενώ οι πρόκριτοι της Ρούμελης στηρίζονται ιδιαίτερα σε πολιτικές λειτουργίες). Διαφέρουν ακόμη και από την έλλειψη μιας πληρέστερα διαμορφωμένης εθνικής αγοράς, που δείχνει τις δυσκολίες επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων περιοχών.
Τα πιο προωθημένα στοιχεία έχουν δεσμούς πιο πολύ με το εξωτερικό παρά με την ίδια τη χώρα. Οι διαφορές αυτές δεν είναι ακαδημαϊκές αλλά έχουν σοβαρότατες συνέπειες και επιπτώσεις. Ανάμεσα στους εφοπλιστές, τους ιδιόμορφους γαιοκτήμονες και τους εκπροσώπους της διοικητικής αριστοκρατίας είναι φανερό ότι υπάρχει πολύ έντονη «ιστορική όσμωση»:
Όλοι τους έχουν από καιρό στραφεί προς την αστική εξέλιξη μέσω της εμπορικής δραστηριότητας. Αυτό εξηγεί και την έντονη τάση προσέγγισης και συμπαράταξης που τους διακρίνει και που θα φανεί καθαρά στην Επανάσταση. Μεταξύ τους, όμως, υπάρχουν και διαφορές.
Οι πλούσιοι εφοπλιστές βλέπουν τη γη σαν χώρο επένδυσης των κεφαλαίων τους και εξόδου από την οικονομική κρίση, αφού ο βιομηχανικός τομέας τους είναι κλειστός (ή, σωστότερα, κλεισμένος). Τα υπόλοιπα στοιχεία των κυριάρχων τάξεων, όμως, βλέπουν τη γη σαν δική τους και δεν έχουν διάθεση να την παραχωρήσουν σε άλλους. Αυτό κάνει το συνασπισμό των μεγαλοεφοπλιστών και των μεγαλοπροκρίτων ασταθή και γεμάτο αντιθέσεις, πράγμα που οδηγεί σε νέο κύκλο αντιπαραθέσεων.
Πέρα από αυτά τα προβλήματα, υπάρχουν και τα προβλήματα της γενικότερης ιστορικής διαμόρφωσης των κυριάρχων τάξεων: Μέσα στα πλαίσια μιας ακόμη χαμηλής εθνικής ολοκλήρωσης, της επίδρασης των παραδόσεων της οθωμανικής διοίκησης, κλπ. οι ενέργειες και οι βλέψεις μερικών τμημάτων των κυριάρχων τάξεων όχι μόνο στρέφονται ευθέως ενάντια στα συμφέροντα των υπολοίπων αλλά, καμιά φορά, θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την Επανάσταση.
Όλα αυτά δείχνουν συνολικά και τον αντιφατικό χαρακτήρα της κατάστασης των πραγμάτων. Η αστική τάξη της Ελλάδας (ή αυτού που θα γίνει σε συνέχεια Ελλάδα) είναι, αν συγκριθεί με άλλα ομόλογα παραδείγματα της εποχής, αναντίρρητα και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας πανίσχυρη. Ωστόσο, αν συγκριθεί με τις αστικές τάξεις της Δυτικής Ευρώπης, δίνει την εντελώς αντίθετη εικόνα. Η οικονομική της δύναμη είναι,στη συγκριτική αυτή βάση, ασήμαντη.
Η οικονομική της βάση είναι ακόμη χειρότερη καθώς το βιομηχανικό ή «δυνάμει βιομηχανικό» της τμήμα έχει ήδη καταστραφεί πριν την Επανάσταση, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνο την παραμονή της χώρας εκτός της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης αλλά και την υποτακτική της εξάρτηση από τις διαδικασίες της.
Η ίδια η διαμόρφωση της αστικής τάξης είναι έντονα ανομοιογενής και, δίπλα σε στοιχεία πολύ προωθημένα για την εποχή, παρουσιάζονται και στοιχεία εντελώς ανολοκλήρωτα ή ακόμη και εμβρυώδη. Οι δυσμενείς αυτοί παράγοντες επιδεινώνονται από το συγκεκριμένο «βάρος της Ιστορίας». Σε διάκριση,π.χ., με την αστική τάξη της Αγγλίας ή της Γαλλίας, η αστική τάξη της Ελλάδας δε διαθέτει ένα έτοιμο κρατικό μηχανισμό από το παρελθόν και ούτε καν παράδοση συγκεντρωτικής διοίκησης.
Μερικές αναλύσεις διακρίνουν στις γραμμές της (ή,σωστότερα, στις γραμμές των εντελώς ανωτέρων στρωμάτων της) μια έντονη προεπανασταστική τάση αποδοχής μιας «πεφωτισμένης δεσποτείας», έστω και Οθωμανικής. Ωστόσο, η Ιστορία χάραξε άλλο δρόμο, δρόμο στον οποίο το Οθωμανικό κράτος αποδείχθηκε εντελώς ακατάλληλο για τις ανάγκες της και γι’ αυτό καταστράφηκε τελείως. Άλλωστε και αυτό το κράτος μόνο κατά μια συνθήκην ήταν συγκεντρωτικό.
Η μεγάλη κρίση της Αυτοκρατορίας, που είχε ήδη αρχίσει και βαθύνει, έχει δυναμώσει τις τάσεις αλλά και τα συγκεκριμένα φαινόμενα φεουδαρχικού κατακερματισμού,εντείνοντας τις φιλοδοξίες αλλά και τις συγκεκριμένες ενέργειες των ισχυρών τοπαρχών.Η παράδοση αυτή, που συνδυάζεται και με ισχυρά συμφέροντα, αναταράσσει όχι μόνο τις γραμμές αλλά και τα ιδεολογικά ή ακόμη και τα ψυχολογικά στηρίγματα των καινούργιων δυνάμεων, εμποδίζοντας και, πάντως, δυσκολεύοντας την παραπέρα πορεία τους.
3. Ο ρόλος της «πολεμικής αριστοκρατίας». Ένα από τα χαρακτηριστικά της Επανάστασης ήταν η ύπαρξη σχετικά ισχυρών και ετοιμοπόλεμων παραδοσιακών ή ατάκτων (δε θεωρούμε ταυτόσημες τις δυο έννοιες) στρατιωτικών δυνάμεων που προέρχονταν από λειτουργίες του προηγουμένου καθεστώτος. Οι δυνάμεις αυτές προέρχονταν από τη σύγκλιση δυο παραγόντων: Ο ένας ήταν αυτό που σήμερα θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «σύστημα αυτοάμυνας», που δημιουργείται βαθμιαία στους κόλπους της αγροτιάς κυρίως και έμεινε στην Ιστορία με το όνομα «κλέφτες».
Ένας άλλος ήταν ο στρατιωτικός μηχανισμός που δημιούργησαν βαθμιαία στα χρόνια της Αυτοκρατορίας η Υψηλή Πύλη και οι τοπικοί πασάδες για τη διεκπεραίωση των διοικητικών καθηκόντων. Όσο δεν υπάρχουν ακόμη οι προϋποθέσεις για το επαναστατικό άλμα, οι δυο αυτοί μηχανισμοί αλληλοαντιπαρατίθενται αλλά, ταυτόχρονα, αλληλοταυτίζονται (ή, σωστότερα, αλληλοδιαπερνώνται), καθώς τμήματά τους μόνιμα περνούν εναλλακτικά από τη μια κατάσταση στην άλλη.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, η πολεμική αυτή μηχανή καλείται να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο. Επί κεφαλής σημαντικών δυνάμεων, καλοί γνώστες του πεδίου των επιχειρήσεων, κάτοχοι αξιολόγων (και, καμιά φορά, μεγάλων) στρατιωτικών ταλάντων, τα μέλη της «πολεμικής αριστοκρατίας» αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση των στρατιωτικών καθηκόντων της Επανάστασης και, κυρίως, του πιο σημαντικού: Της νικηφόρας έκβασης του πολέμου.
Οι δυνάμεις που κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν (συντελούντων και των πολεμικών λαφύρων, στρατιωτικών αποθεμάτων και άλλων υλικών που περιήλθαν σε ελληνικά χέρια) δεν ήταν μικρές και, ως το 1825, η στρατιωτική κατάσταση φαίνεται ευνοϊκή.
Ωστόσο, όλα αυτά δε γίνονται χωρίς να μπαίνει επί τάπητος το θέμα της κοινωνικής θέσης αυτής της «πολεμικής αριστοκρατίας». Η σημερινή θέση της χαρακτηρίζεται από την απουσία οικονομικής βάσης και από την απώλεια όσων διοικητικών θέσεων κατείχε με την εξάλειψη της οθωμανικής διοίκησης. Η επαναστατική ανατροπή που προκαλεί η έκρηξη ήδη της Επανάστασης στη διάρθρωση και τη θέση της πολεμικής αυτής αριστοκρατίας δεν πρέπει να υποτιμάται.
Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο «κλέφτης»βγαίνει εκτός των θεσμικών ορίων της κατεστημένης κοινωνίας, γίνεται περιθωριακός.Στις συνθήκες της Επανάστασης, ο «κλέφτης» δεν είναι καθόλου περιθωριακός.
Γίνεται «στρατιωτικός», στοιχείο και αυτό της κοινωνίας που πρέπει (και που απαιτεί) να λαμβάνεται υπ’ όψη όπως και όλα τα άλλα, ανατροπή καθόλου μικρή στα πλαίσια των σχέσεων της εποχής. Χωρίς να κινούνται, κατ’ ανάγκην, από ένα ψυχρό και κυνικό υπολογισμό, δεν είναι παράξενο ότι οι εκπρόσωποι της πολεμικής αριστοκρατίας ζητούσαν να αμειφθούν και να αναδειχθούν για τους κάθε άλλο παρά μικρούς κινδύνους τους οποίους διέτρεχαν και για τις υπηρεσίες που προσέφεραν και που συχνά ήταν αναντικατάστατες.
Στις γενικές ιστορικές συνθήκες της εποχής που εξετάζουμε, μόνος ιστορικά ανοιχτός δρόμος για την ανάδειξή τους ήταν η αστικοποίηση, δηλαδή, η ένταξή τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στις γραμμές των ανερχομένων τμημάτων των κυριάρχων τάξεων. Και αυτή ακριβώς η τάση εμφανίζεται αλλά όχι χωρίς να προκαλέσει,όπως ήταν και αναπόφευκτο, οξύ ανταγωνισμό με τους ήδη κατεστημένους στις προνομιακές θέσεις, τροφοδοτώντας τις εμφύλιες συρράξεις. Έτσι η αντίθεση«πολιτικών – στρατιωτικών» θα είναι μια από τις κύριες αιτίες (και, πάντως, κύριες μορφές) των εμφυλίων πολέμων.
Στους πολέμους αυτούς, η «πολεμική αριστοκρατία» παίρνει μέρος με το δικό της «πολεμικοαριστοκρατικό» τρόπο.
Ο τρόπος αυτός αποκαλύπτει και τη βαθύτερη ιστορική ταυτότητα του στρώματος αυτού. Συγκεκριμένα, αποκαλύπτει :
– Την ανικανότητά του να διαχωριστεί από τους αντιπάλους του, παρά τη μόνιμη αντιπαράθεση με αυτούς. Εξ ου και το κύμα των συνοικεσίων ή των απόπειρών τους. Αυτό δε γίνεται χωρίς και πολιτικούς υπολογισμούς (ανάγκη διατήρησης του επαναστατικού μετώπου) αλλά η κύρια αιτία του βρίσκεται σε γενικούς ιστορικούς λόγους που είναι φυσικό οι πρωταγωνιστές της Παλιγγενεσίας να μην μπορούν να αντιληφθούν και να αναλύσουν.
– Την ανικανότητά του να γίνει από μόνο του κυρίαρχη δύναμη και να διαχειριστεί τις υποθέσεις της νέας κοινωνίας που γεννιέται. Το στρώμα αυτό θα δείξει καθαρά την ανικανότητά του αυτή (που είναι επίσης παράγων υποδαύλισης των εμφυλίων πολέμων) σε κάθε ευκαιρία. «Πρώτη ύλη» των εκάστοτε κυβερνήσεων θα είναι πότε οι εμποροναυτικοί των νησιών πότε οι εκπρόσωποι της διοικητικής αριστοκρατίας, κυρίως της Πελοποννήσου, ποτέ οι στρατιωτικοί.
Το βάρος και η επιρροή του στρώματος αυτού συντελούν στη μη δημιουργία τακτικών δυνάμεων – ένα τέτοιο βήμα θα δημιουργούσε μια εντελώς νέα κατάσταση στρατιωτικού καταμερισμού και θα ανέτρεπε άρδην την ίδια την υπόστασή του. Φορείς έντονα μισομεσαιωνικών αντιλήψεων, βλέπουν, ιδιαίτερα στα ανώτερα στρώματά τους, ευνοϊκά τις απόψεις του κρατικού κατακερματισμού προς όφελός τους. Σε πολλές περιπτώσεις, δε φαίνεται να έχουν ακριβή επίγνωση της ουσίας της ιστορικής επιχείρησης στην οποία συμμετέχουν.
– Την πιο κοντινή του θέση στη μάζα των εργαζομένων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην αγροτιά. Τα μέλη του στρώματος αυτού προέρχονται, από άποψη καταγωγής, από τον αγροτικό πληθυσμό. Τραχείς και μισοάγριοι πολεμιστές, κατά κανόνα εντελώς αναλφάβητοι, δε διαφέρουν σε τίποτε από το μέσο τύπο του αγρότη της εποχής. Η ομοιότητα δεν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Πηγαίνει βαθύτερα, στην πολιτική και ιδεολογική διαμόρφωση.
Στο στρώμα αυτό, βρίσκουν, μεταξύ άλλων, έκφραση οι προλήψεις και οι ιστορικές ανεπάρκειες αλλά και το ριζοσπαστικό επαναστατικό πνεύμα της αγροτικής μάζας. Δεν προσφέρεται, βέβαια, σε αμφισβήτηση το ότι ένας Μαυροκορδάτος γνώριζε τα διαχειριστικά, πολιτικά, στρατηγικά και διπλωματικά προβλήματα της Επανάστασης πολύ νωρίτερα και πολύ καλύτερα από έναν Κολοκοτρώνη.
Δεν είναι, όμως, λιγότερο γεγονός ότι ο Κολοκοτρώνης κινητοποίησε τις μάζες για την απόκρουση του Δράμαλη και ότι αυτός εξέδωσε την περίφημη διακήρυξη του πολέμου με όλα τα μέσα για τη σωτηρία της Επανάστασης, πράγμα που ο Μαυροκορδάτος δε θα έκανε ποτέ. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι, στην πραγματικότητα, στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Για να παίξει το ρόλο της, η πολεμική αριστοκρατία έπρεπε ακριβώς να μπορεί να αντιπαρατεθεί στην ιστορικά στενή πλευρά της αστικής τάξης σαν επαναστατικής δύναμης χωρίς να μπορεί να αποχωριστεί από αυτή, να συνδέεται με την αγροτιά και να μην καταλαβαίνει σε βάθος τα προβλήματα της επανάστασης.
Στην πράξη, όλα δείχνουν ότι το στρώμα αυτό έπαιξε, με όλες του τις ιδιομορφίες, το ρόλο του «πληβειακού αστικού στοιχείου», του στοιχείου εκείνου που σπρώχνει την αστικοδημοκρατική επανάσταση ως την τελική της νίκη χωρίς να κατανοεί σε βάθος την ουσία της, χωρίς να μπορεί να διαχειριστεί μακροπρόθεσμα τα προβλήματά της και χωρίς να μπορεί να καρπωθεί άμεσα τους καρπούς της.
Όπως και αν έχει το πράγμα, η Επανάσταση, στην πορεία της, προκάλεσε σημαντικές ανακατατάξεις στις γραμμές του στρώματος αυτού. Εντείνεται ακόμη περισσότερο και, ως ένα βαθμό, εξ αρχής δημιουργείται η διαφοροποίηση σε ανώτερο και κατώτερο στρώμα, πράγμα που στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην εισροή μεγάλων χρηματικών μέσων (π.χ., δάνεια), αλλά και υποδαυλίζει παραπέρα εμφυλίους πολέμους, καθώς οι πολιτικές κορυφές χρησιμοποιούν το δεύτερο ενάντια στο πρώτο.
Επιφανής εκπρόσωπος της πολεμικής αριστοκρατίας και πρωταγωνιστική φυσιογνωμία της Επανάστασης ήταν ο Θ. Κολοκοτρώνης. Άνθρωπος μεγάλων ικανοτήτων και όχι μόνο στρατιωτικών, ο κατά καιρούς τρομερός Γέρος του Μοριά, φαίνεται να ήταν από τα πιο προωθημένα μυαλά αυτής της κατηγορίας.
Η εξέλιξη της Επανάστασης θα αναδείξει και άλλες ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, στρατιωτικό μυαλό όχι κατώτερο, αλλά περιορισμένων πολιτικών οριζόντων, ο Μάρκος Μπότσαρης, που επιμένει ακλόνητα στην ανάγκη δημιουργίας τακτικού στρατού, και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που γίνεται ο εκφραστής των ακραίων αντιλήψεων του μεσαιωνικού κρατικού κατακερματισμού.
Ο Ρόλος των Ξένων Δυνάμεων
Η έκρηξη της Επανάστασης δημιουργεί σοβαρότατα διεθνή προβλήματα. Η ίδια η Επανάσταση θέτει επί τάπητος άνευ περιστροφών το θέμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακρογωνιαίο λίθο της βρετανικής πολιτικής, ενώ, από την άλλη, προκαλεί το ενδιαφέρον της Ρωσίας, που έχει τον ακριβώς αντίθετο ακρογωνιαίο λίθο. Εκτός από αυτό, η Επανάσταση δημιουργεί και άλλου είδους προβλήματα. Η Επανάσταση ξεσπά στην πιο ακατάλληλη στιγμή: Ακριβώς όταν, στην Ευρώπη, φαίνεται να έχει στερεωθεί η ιδιόμορφη αντεπαναστατική στροφή που έχει φέρει το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων. Με άλλα λόγια, η Επανάσταση, εκτός από την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απειλεί και το Ευρωπαϊκό STATUS QUO.
Είναι δυνατό να δεχτούμε ότι οι ξένες δυνάμεις έμειναν αδιάφορες; Αυτό, προφανώς, ήταν το μόνο που δεν ήταν δυνατόν να συμβεί. Αντίθετα, οι ξένες δυνάμεις αντέδρασαν αμέσως. Εκείνες με τις οποίες συνδέεται κυρίως το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο, η Αγγλία και η Γαλλία, πολύ εχθρικά. Η Ρωσία κρατά εφεκτική στάση αλλά με πολλούς κινδύνους.
Είναι, βέβαια, γεγονός ότι οι εμφύλιοι πόλεμοι είχαν τις αιτίες τους σε παράγοντες που είχαν βαθιές ρίζες μέσα στην ελληνική κοινωνία. Πέρα όμως από αυτό, οι ίδιες οι βλέψεις των μεγάλων δυνάμεων της εποχής απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την προοπτική συγκρότησης ελληνικού κράτους, έπαιξαν το ρόλο τους.
Για να καταλάβουμε τη βαθύτερη ουσία του πράγματος, πρέπει να δούμε ποια ήταν η πραγματική πολιτική των ξένων δυνάμεων απέναντι στην Επανάσταση.
– Η Ρωσία τη βλέπει σαν ένα παράγοντα διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ευνοεί. Παράλληλα, είναι επιφυλακτική απέναντί της για δυο λόγους: Ο ένας είναι ότι δε θέλει να προκαλέσει τις άλλες δυνάμεις και, ιδιαίτερα, την Αγγλία. Ο άλλος είναι ότι, ακριβώς επειδή πρόκειται για επανάσταση, τη νιώθει σαν κίνδυνο για το καθεστώς του τσαρισμού που ωθείται όλο και περισσότερο να γίνει ο φύλακας της ευρωπαϊκής αντεπανάστασης.
– Η Γαλλία αντιδρά εχθρικά αλλά η πολιτική της δείχνει έντονα στοιχεία ετεροκαθορισμού από την πολιτική των άλλων δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας.
– Η Αγγλία βλέπει την Επανάσταση αρχικά εχθρικά σαν υπονομευτή της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που, για την Αγγλία, αποτελεί προμαχώνα ενάντια στη Ρωσία. Ωστόσο, η εχθρότητα της Αγγλίας αποδεικνύεται πολύ σύντομα πολύ ασταθής και ασυνεπής και ήταν αναγκαστικά έτσι. Η Αγγλία, η οποία, ταυτόχρονα, παίζει ενεργό ρόλο στην ανεξαρτησία της Νότιας Αμερικής, αναγκαστικά κατανοεί τη σημασία της ελληνικής ανεξαρτησίας για τον ίδιο λόγο: Γιατί δημιουργεί νέες αγορές για τη βρετανική βιομηχανία.
Από την άλλη, η βρετανική πολιτική ηγεσία γρήγορα καταλαβαίνει ότι η Ελληνική Ανεξαρτησία είναι, ούτως ή άλλως, αναπόφευκτη και θα γίνει οπωσδήποτε. Θα γίνει ακόμη και αν, με κάποιο τρόπο, νικήσει στρατιωτικά ο σουλτάνος – τι αξία έχει μια στρατιωτική νίκη σε μια χώρα έτσι και αλλιώς ακυβέρνητη; Έτσι, από το 1822 κιόλας, η στάση του Λονδίνου αρχίζει να αλλάζει και ιδιαίτερα όταν στην εξουσία έρχεται ο Κάνινγκ, γνωστός και από το ρόλο του στη Νότια Αμερική. Αλλάζει, όμως, με την εξής έννοια:
Αφού η κατάληξη είναι αναπόφευκτη και μπορεί να είναι και ωφέλιμη, δεν υπάρχει λόγος η Αγγλία να αντιτίθεται. Πρέπει, όμως, να γίνει με τρόπο όσο το δυνατόν πιο επωφελή. Συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει σαν ενέργεια παραχώρησης της Αγγλίας και όχι σαν κατάκτηση των Ελλήνων. Έτσι, το νέο κράτος θα είναι εξαρτημένο ακόμη περισσότερο από την ούτως ή άλλως κοσμοκράτειρα Αγγλία. Πράγμα που, πέραν των πολλών άλλων, θα σημαίνει και εξασφάλιση των Επτανήσων, που ανήκουν όχι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά στην Αγγλία και που η τελευταία δεν έχει καμία διάθεση να εγκαταλείψει.
Το Γενικότερο Κλίμα
Από τους πρώτους κιόλας μήνες της επανάστασης έγινε φανερό το χάσμα μεταξύ Φιλικών, που αποτελούσαν την δημοκρατική πολιτική παράταξη της επαναστατημένης Ελλάδας, και Κοτζαμπάσηδων του Μοριά που με κύριο όργανο εξουσίας, την Πελοποννησιακή γερουσία αλλά και τις τοπικές δημογεροντίες, εκπροσωπούσαν την ολιγαρχική παράταξη.
Η άρνηση των τελευταίων να δεχτούν τις προτάσεις του Δημητρίου Υψηλάντη, πληρεξούσιου του Μοριά και γενικού επιτρόπου της Ανωτάτης αρχής, με τις οποίες απαιτούσε από τους κοτζαμπάσηδες τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της επανάστασης πόλωσε το ήδη τεταμένο κλίμα. Ακολούθησε η εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου με την οποία επισφραγίστηκε η ήττα των Φιλικών αφού παραμερίστηκαν εντελώς από την πολιτική εξουσία. Καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα αποδείχτηκε η Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους Κυνουρίας.
Στην Εθνοσυνέλευση διαμορφώθηκαν τρεις πολιτικές παρατάξεις, αυτή των Φιλικών, που αποτελείτο από δημοκρατικούς με κυρίαρχες μορφές τον Κολοκοτρώνη και τον Δ. Υψηλάντη, αυτή των κοτζαμπάσηδων του Μοριά και τέλος αυτή των Υδραίων καραβοκύρηδων που συνεργάζονταν με τους Ρουμελιώτες. Οι δύο τελευταίοι είχαν την απόλυτη πλειοψηφία στην εθνοσυνέλευση έχοντας δύναμη 150 πληρεξουσίων.
Οι αποφάσεις της εθνοσυνέλευσης ήταν καταδικαστικές για το κόμμα των δημοκρατικών. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έχασε την αρχιστρατηγία ενώ οι περισσότερες και ουσιαστικότερες πολιτικές θέσεις καλύφθηκαν από μέλη του κόμματος των κοτζαμπάσηδων και των Υδραίων. Ο εμφύλιος πόλεμος πια ήταν προ των πυλών.
Σύντομη Παρουσίαση των Γεγονότων
Οι εμφύλιοι πόλεμοι ξεσπούν με την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της Επανάστασης, ένδειξη των αντιθέσεων που ξεσπούν με την εκπλήρωση των πρώτων επαναστατικών καθηκόντων. Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, όπως ονομάστηκε, σχετίζεται με την εμφάνιση σοβαρών αντιθέσεων ανάμεσα στους προκρίτους και τους στρατιωτικούς της Πελοποννήσου. Πρωταγωνιστές θα είναι οι Ζαΐμηδες, οι Λόντοι και οι Δεληγιανναίοι, από τη μια μεριά, και ο Κολοκοτρώνης, από την άλλη. Η βάση των αντιπαραθέσεων του πολέμου αυτού θα είναι η εξής :
Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου βλέπουν με πολύ άσχημο μάτι την ανάδειξη των στρατιωτικών στελεχών, που επέρχεται μέσω των πολεμικών επιχειρήσεων και των πρώτων στρατιωτικών επιτυχιών και θέλουν να αποκλείσουν τους στρατιωτικούς από κάθε λόγο στις εξελίξεις.
Δεν πρόκειται, φυσικά, απλώς και μόνο για προσωπικές φιλοδοξίες, όσο ρόλο και αν αυτές μπορεί να έπαιξαν. Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου βλέπουν ότι τα προνόμια, που από πολλές γενεές διαθέτουν και που θεωρούν δεδομένα και αιώνια, απειλούνται από ανερχόμενες δυνάμεις, των οποίων την ανάδειξη δεν είχαν υπολογίσει, αλλά και που, ακόμη και αν είχαν υπολογίσει, δεν μπορούν να ανεχθούν.
Οι προθέσεις των Πελοποννησίων προκρίτων έχουν φανεί πολύ καθαρά στη συνάντηση, που έγινε χωρίς καμία εξουσιοδότηση, 29 προκρίτων στο μοναστήρι των Καλτετζών στις 26 Μάη 1821, όπου διορίστηκε επιτροπή για να διοικήσει «καθ’ όποιον τρόπον η θεία πρόνοια τους φωτίσει και γνωρίσωσιν ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να ημπορή τινάς να αντιτείνει ή να παρακούση εις τα νεύματα και διαταγάς των».
Ο διορισμός, ίσως για να προλάβει αντιδράσεις, θέτει όριο άσκησης της εξουσίας αυτής την κατάληψη της Τρίπολης, που ήδη πολιορκείται. Η προσπάθεια αυτή συναντά ευρείες αντιδράσεις. Το καλοκαίρι γίνονται γεγονότα, που δείχνουν ότι η πραγματική παρουσία της παραδοσιακής αριστοκρατίας είχε εκ των πραγμάτων περιοριστεί και ότι είχε δημιουργηθεί μια νέα κατάσταση.
Έρχεται στην Ελλάδα ο Δ. Υψηλάντης, που διεκδικεί την ανωτάτη εξουσία στη βάση της δράσης του αδελφού του Αλεξάνδρου. Γύρω του συσπειρώνεται μια σημαντική μερίδα Φιλικών. Φυσικά, οι πρόκριτοι αρνούνται, ο Μαυροκορδάτος αρνείται επίσης και τα πράγματα φθάνουν ως την απειλή σύγκρουσης στο στρατόπεδο των Βερβαίνων.
2. Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Στην πρώτη αυτή αντιπαράθεση, συγκλίνουν πολλά στοιχεία. Τα κυριότερα είναι:
1. Η αντίθεση των ανωτέρων στρωμάτων της «αριστοκρατίας»
(Με την έννοια του συνόλου των «ανωτέρων» τάξεων) με εκείνα τα κατώτερα στρώματά της που χάνουν έδαφος και που, πριν γίνει η Επανάσταση, πρωτοστατούν στην ίδρυση και τη δραστηριότητα της Φιλικής Εταιρίας.
Η ήττα των τελευταίων στην αντιπαράθεση αυτή δείχνει την όλο και μεγαλύτερη αποχώρησή τους από την ιστορική σκηνή.
2. Η αντίθεση προκρίτων – στρατιωτικών.
Οι πρόκριτοι θέλουν να κυριαρχούν και να διαχειρίζονται την κατάσταση όπως ως τώρα, στηριγμένοι στη λειτουργία των στρατιωτικών όπως ήταν ως τώρα. Δεν έχουν καταλάβει ότι η λειτουργία αυτή έχει αλλάξει και ότι οι στρατιωτικοί δεν είναι τόσο υπάκουοι όσο στο παρελθόν.
3. Η αντίθεση προκρίτων – αγροτιάς.
Οι προθέσεις των προκρίτων να μη θιγούν σε απολύτως τίποτε τα προνόμιά τους θα πρέπει να ήταν πολύ προκλητικές, με αποτέλεσμα την αντίδραση της αγροτικής μάζας. Η αντίθεση αυτή συνδέεται με την προηγουμένη,καθώς οι αγρότες έχουν, σε μεγάλο βαθμό, «στρατιωτικοποιηθεί» λόγω του πολέμου.
Η παρέμβαση του Κολοκοτρώνη σώζει τους προκρίτους από απρόβλεπτες συνέπειες. Ο Κολοκοτρώνης σχολιάστηκε πολύ για την παρέμβασή του αυτή, που είχε και το στοιχείο της αυτοκαταστροφής, αφού αντιστρατευόταν τη στρατιωτική πλευρά στην οποία ανήκε και ο ίδιος. Η παρέμβαση αυτή έδειξε ότι ο Κολοκοτρώνης έβλεπε το μέλλον του μέσα σε έναν κόσμο όπου υπάρχουν και οι πρόκριτοι.
Η ουσία της ενέργειας ήταν ότι έδειξε την ανικανότητα του στρώματος, στο οποίο ανήκε, να διαχωριστεί από τους προκρίτους και αυτό δεν περιορίζεται μόνο στον Κολοκοτρώνη. Ωστόσο, στις παραινέσεις του Κολοκοτρώνη βλέπουμε και ένα πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο, που, ίσως, δεν έχει προσεχθεί όσο πρέπει: Το φόβο διεθνών περιπλοκών.
Όπως και αν έχει το πράγμα, οι εξελίξεις τρέχουν. Η Επανάσταση σημειώνει σοβαρές στρατιωτικές επιτυχίες. Το Σεπτέμβρη του 1821, καταλαμβάνεται η Τρίπολη, ασφαλίζοντας την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Το Δεκέμβρη του 1821, καταλαμβάνεται το Ναύπλιο. Η Πάτρα πολιορκείται. Στα μέσα του Γενάρη του 1822, καταλαμβάνεται η Κόρινθος, πολύ μεγάλο οικονομικό κέντρο της εποχής. Η Επανάσταση εξαπλώνεται και, όπως δείχνουν τα επακόλουθα γεγονότα, εξασφαλίζεται και στη Στερεά.
Οι στρατιωτικές επιτυχίες οξύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ στρατιωτικών και προκρίτων της Πελοποννήσου, αλλά, παράλληλα, κάνουν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη οργάνωσης της Επανάστασης σε ευρύτερη κλίμακα.
Η ανάγκη αυτή εξυπηρετήθηκε με τρόπο που έδειχνε την πολύπλοκη κατάσταση στη διάταξη των δυνάμεων και στις μεταξύ τους σχέσεις. Το Νοέμβρη του 1821, ο Δ. Υψηλάντης καλεί Εθνοσυνέλευση. Παρόλο που δεν είχε καμιά επίσημη αρμοδιότητα γι’ αυτό, η ανάγκη της εθνικής οργάνωσης είναι τόση, ώστε κανείς δεν τολμά να φέρει αντιρρήσεις. Αντίθετα, οι πρόκριτοι θεωρούν την Εθνοσυνέλευση σαν κατάλληλη ευκαιρία για να εξασθενήσουν παραπέρα τον Υψηλάντη. Έτσι συγκαλείται η Α` Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, η οποία, την 1η Γενάρη του 1822, ανακηρύσσει την Ελλάδα ανεξάρτητη.
Ένα βήμα κατ’ εξοχήν επαναστατικό, αλλά που δεν ήταν το μόνο. Στην πραγματικότητα, η Επίδαυρος προχωρά σε ένα βήμα, του οποίου σήμερα δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε την πραγματική σημασία, αλλά που, στην εποχή του, θα πρέπει να φαινόταν πραγματικά «κουφό». Ας σκεφθούμε λίγο: Σε μια μακρινή και κάθε άλλο παρά κεντρικού ρόλου γωνιά της Ευρώπης, μέχρι προ μηνών επαρχία του σουλτάνου και, επιπλέον, σε συνθήκες όπου, στην υπόλοιπη Ευρώπη, φαίνεται να κυριαρχεί η μοναρχοαπολυταρχική αντεπανάσταση, εγκαθιδρύεται η αστική δημοκρατία.
Από την άποψη των συγκεκριμένων πολιτικών παραμέτρων, η Α` Εθνοσυνέλευση δημιούργησε μια ακανθώδη – ίσως, μάλιστα, και εκρηκτική – πραγματικότητα:
1. Δημιουργεί για πρώτη φορά τη συμμαχία προκρίτων της Πελοποννήσου και προκρίτων των νησιών, δηλαδή μισογαιοκτημονικής – μισοδιοικητικής αριστοκρατίας και εφοπλιστικού κεφαλαίου. Στη συμμαχία αυτή εντάσσεται και μεγάλο μέρος των κατωτέρων οπλαρχηγών της Στερεάς, όπου η πολιτική αριστοκρατία είναι πολύ πιο αδύνατη και οι επιχειρήσεις, σε συνθήκες πολύ μεγαλύτερης στρατηγικής έκθεσης, έχουν ήδη αρχίσει να διαλύουν τα παλιά αρματολίκια.
2. Εξασθενεί τη θέση των στρατιωτικών, εκείνων, δηλαδή, που, με τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, εξασφαλίζουν την επιβίωση της Επανάστασης.
Η αντιπαράθεση δε θα μπορεί να μένει σε εκκρεμότητα για πάντα. Το 1824, οι δυο παρατάξεις που έχουν διαμορφωθεί (έμποροι και πρόκριτοι, από τη μια μεριά, και μεγαλοκαπεταναίοι, ιδιαίτερα Πελοποννήσιοι, από την άλλη) θα προσπαθήσουν να λύσουν τις διαφορές τους με τα όπλα.
Ο πόλεμος αυτός θα χαρακτηριστεί από περιορισμένες συγκρούσεις και ατέρμονες διαπραγματεύσεις και συνομιλίες, που όλες καταλήγουν στην ήττα των στρατιωτικών, των οποίων ο αρχηγός Κολοκοτρώνης αναγκάζεται να παραδώσει στους αντιπάλους του το Ναύπλιο που διοικεί ο γιος του Πάνος. Στο Ναύπλιο εγκαθίσταται η κυβέρνηση και, έτσι, δημιουργείται και η πρώτη Ελληνική πρωτεύουσα.
Ο συνασπισμός ναυτικών – προκρίτων βγαίνει νικητής. Εκείνο που αξίζει να παρατηρηθεί εδώ και που απαιτεί, ασφαλώς, πολλή ανάλυση είναι η στάση του «συνασπισμού των Φιλικών των Βερβαίνων» ή, για την ακρίβεια, οι διαλυτικές τάσεις στις γραμμές του. Ο Δικαίος, από τα βασικά στηρίγματα του Υψηλάντη στα Βέρβαινα, τώρα βοηθά τους τέως αντιπάλους του, προσπαθώντας να οργανώσει ένοπλη αντίσταση ενάντια στον Κολοκοτρώνη.
Ο Αναγνωσταράς πάει με τους νησιώτες. Ένας παλαιός Φιλικός, ο Μποταΐτης, οργανώνει εξέγερση στην Τρίπολη ενάντια στον Κολοκοτρώνη. Εκείνο που φαίνεται ότι συμβαίνει είναι ότι η διάλυση της βασικής δύναμης των στοιχείων αυτών έχει ολοκληρωθεί. Οι οικονομικές τους λειτουργίες αποδείχθηκαν ανίσχυρες και σε υποχώρηση. Ο γενικά αστικός τους χαρακτήρας δεν τους επιτρέπει (συντελούντων και των ειδικών χαρακτηριστικών του αγροτικού προβλήματος) να αποκτήσουν δεσμούς με την αγροτιά και να δημιουργήσουν με τη βοήθειά της αυτό που φαίνεται να είναι το κίνητρο των ενεργειών τους – ένα συγκεντρωτικό κράτος.
Η αγροτιά μένει κυρίως συνδεδεμένη με τους καπεταναίους. Ίσως δεν είναι τυχαίο το ότι η εξέγερση του Μποταΐτη στην Τρίπολη είναι κυρίως εξέγερση χειροτεχνών που καταστέλλεται με τη μετάκληση αγροτών από τις γειτονικές περιοχές. Είτε από σκοπιμότητα είτε από πεποίθηση (είτε, το πιθανότερο, και από τα δυο), οι καπεταναίοι θα δείξουν αυτό το δεσμό, προειδοποιώντας τους αγρότες ότι οι γαίες της Πελοποννήσου κινδυνεύουν από τη νησιωτική επιβουλή, πράγμα που, άλλωστε, δεν ήταν παρά η αλήθεια.
Για το λόγο αυτό ακριβώς, «ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος έρριψεν επί της παύσεώς του τα σπέρματα του δευτέρου», όπως λέει ο Τρικούπης.
Α’ Φάση του Εμφυλίου (Φθινόπωρο 1823 – Ιούλιος 1824)
Οι διαμάχες πολιτικών και στρατιωτικών, που υπέβοσκαν από το πρώτο έτος της Επανάστασης οξύνθηκαν κατά τη διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση της Β’ Εθνοσυνέλευσης. Η Β’ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων έγινε στο Άστρος της Κυνουρίας την περίοδο Μαρτίου – Απριλίου 1823. Σε αυτή την Εθνοσυνέλευση επικράτησαν οι πρόκριτοι. Πρόεδρος του Εκτελεστικού εκλέχτηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.
Επιπλέον, η αντιπαράθεση μεταξύ πολιτικών – προκρίτων και στρατιωτικών – οπλαρχηγών οξύνθηκε καθώς η πολιτική ολιγαρχία παραμέρισε τον Δημήτριο Μαυροκορδάτο. Οι αντιθέσεις μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού οξύνθηκαν και ο Κολοκοτρώνης υπέβαλε την παραίτησή του από το Εκτελεστικό, αλλά η παραίτηση δεν έγινε δεκτή.
Αφορμή για την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου στάθηκε η απόφαση του Βουλευτικού να καθαιρέσει τον Υπουργό Δημήτριο Περρούκα με την κατηγορία της υπέρβασης καθήκοντος. Οι στρατιωτικοί και οι οπλαρχηγοί, υπερασπιζόμενοι το Εκτελεστικό (κυβέρνηση), διαλύουν το Βουλευτικό, με την κατηγορία ότι δεν είχε ενεργήσει νόμιμα στην περίπτωση Περρούκα. Το 1823 ο Αγγλόφιλος πολιτικός Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος εκλέχτηκε Πρόεδρος του Βουλευτικού. Οι αντιθέσεις μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού οξύνθηκαν και ο Κολοκοτρώνης υπέβαλε την παραίτησή του από το Εκτελεστικό, αλλά η παραίτηση δεν έγινε δεκτή.
Το Φθινόπωρο του 1823 συγκεντρώθηκαν στη Σιλίμνα της Τρίπολης οι Θεόδωρος και Πάνος Κολοκοτρώνης, Θ. Νέγρης, Γεώργιος Σισίνης, Ασημάκης Φωτήλας, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Δημήτριος Πλαπούτας, Νικηταράς, Δημήτριος Υψηλάντης, Γ. Καραμάνος, Μούρτζινος κ.α. Εκεί αποφασίστηκε από κοινού η αντίσταση κατά του Μαυροκορδάτου και των πολιτικών και όλοι μαζί ορκίστηκαν «ενώπιον της εικόνας του Χριστού» ότι θα αγωνιστούν ενωμένοι.
Παρόλο που το μέλλον των πολιτικών – προκρίτων – κοτζαμπάσηδων προδιαγραφόταν δυσοίωνο λόγω της μεγάλης δημοτικότητας που είχαν οι αντίπαλοι τους στα λαϊκά στρώματα, ο Θ. Κολοκοτρώνης ξαφνικά προσχωρεί (για σύντομο χρονικό διάστημα) στην παράταξη των πολιτικών – προκρίτων – κοτζαμπάσηδων με αντάλλαγμα τον διορισμό του γιού του Πάνου ως φρουράρχου του Ναυπλίου. Επίσης στη συμφωνία αποφασίστηκε να αρραβωνιάσει τον γιό του, Κολίνο, με την κόρη του Κανέλλου Δεληγιάννη, προκρίτου της Γορτυνίας.
Η απόφαση αυτή του Θ. Κολοκοτρώνη εξόργισε διακιολογημένα τους συναγωνιστές του και ιδιαίτερα τον Δημήτριο Πλαπούτα. Ο Θ. Κολοκοτρώνης υπέβαλε τελικά την παραίτησή του από το Εκτελεστικό ενώ το Βουλευτικό καθαίρεσε πραξικοπηματικά το μέλος του Εκτελεστικού, Μεταξά, ο οποίος ήταν υποστηρικτής του Θ. Κολοκοτρώνη. Στις 28 Νοεμβρίου 1823, στρατιωτικό σώμα περίπου 200 ανδρών, με επικεφαλής τον Νικηταρά, τον Χατζηχρήστο και τον Πάνο Κολοκοτρώνη κατευθύνεται προς το Άργος.
Αν και στην θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού, ο Κολοκοτρώνης παρέμενε πολιτικά ανίσχυρος. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ως πρόεδρος του βουλευτικού προωθούσε τα σχέδια του με αποτέλεσμα να έρθει σε σύγκρουση με τον Κολοκοτρώνη. Οι ενέργειες του πρώτου τον εξαγρίωσαν και τον απείλησε λέγοντας του «μην καθίσεις πρόεδρος, ότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με τη βελάδα όπου ήρθες». Ύστερα από αυτή την προειδοποίηση ο Μαυροκορδάτος αναχώρησε για την Ύδρα, όπου μπορούσε ελεύθερα να σχεδιάσει τις πολιτικές του κινήσεις.
Η αποχώρηση του Μαυροκορδάτου θεωρήθηκε επιτυχία του Κολοκοτρώνη που δεν μπορούσε τότε να συνειδητοποιήσει τα μελλούμενα. Ο Μαυροκορδάτος έχοντας στενές επαφές με την Αγγλική κυβέρνηση, είχε σχεδόν εξασφαλίσει την υπόσχεση τους για δάνειο, το οποίο σκοπό είχε να το χρησιμοποιήσει για πολιτικούς σκοπούς. Αλλά και η κίνηση του να καταφύγει στην Ύδρα φανέρωσε τις στενές του σχέσεις με την οικογένεια Κουντουριώτη, η οποία από αυτό το σημείο και μετά θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις εμφύλιες διαμάχες.
Η επανάσταση είχε φτάσει σε κρίσιμη καμπή. Ο Κολοκοτρώνης καταφέρνει να πείσει τα μέλη του Εκτελεστικού να εγκατασταθούν στο Ναύπλιο, το οποίο ήλεγχε ο γιος του ενώ τα μέλη του Βουλευτικού αρνούνται να τους ακολουθήσουν παραμένοντας στο Άργος. Ο Κολοκοτρώνης παραιτείται από το Εκτελεστικό ενώ το Βουλευτικό καθαιρεί πραξικοπηματικά το μέλος του Εκτελεστικού, Μεταξά, φιλικά προσκείμενο στην παράταξη Κολοκοτρώνη.
Αμέσως το Βουλευτικό αν και δεν είχε την απαραίτητη απαρτία καθαίρεσε τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη καθώς και τον Σωτήρη Χαραλάμπη, απλό μέλος, αντικαθιστώντας τους με τους Γεώργιο Κουντουριώτη, Μπότσαρη, Ανδρέα Λόντο,Ιωάννη Κωλέττη και Ανδρέα Ζαΐμη. Ο τελευταίος παραιτήθηκε και την θέση του πήρε ο Σπηλιωτάκης. Στη συνέχεια η κυβέρνηση του Κρανιδίου προκήρυξε εκλογές με σκοπό την αντικατάσταση των βουλευτών που αρνήθηκαν να προσέλθουν στο Κρανίδι. Παράλληλα όμως και η κυβέρνηση του Ναυπλίου προκήρυξε εκλογές για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Η κατάσταση ήταν δραματική αφού όχι μόνο υπήρχαν δύο πόλοι εξουσίας αλλά κυκλοφορούσαν και φήμες σχετικά με τουρκικά στρατεύματα που ετοιμάζονταν να προελάσουν στην Πελοπόννησο. Η κυβέρνηση του Ναυπλίου ήταν αδύναμη σε σχέση με αυτή του Κρανιδίου αφού είχε χάσει την υποστήριξη των λαϊκών μαζών εξαιτίας της δυσπιστίας τους προς το πρόσωπο του Κολοκοτρώνη. Επιπλέον είχε απέναντι της τους καπεταναίους της Ρούμελης, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με τους κοτζαμπάσηδες του Μοριά και τους καραβοκύρηδες της Ύδρας.
Στις 28 Νοεμβρίου στρατιωτικό σώμα, περίπου στα 200 άτομα, με επικεφαλής τον Νικηταρά, τον Χατζηχρήστο και τον Πάνο Κολοκοτρώνη κατευθύνεται προς το Άργος όπου αρχίζει τις διαπραγματεύσεις. Οι τελευταίοι αρπάζουν εκ μέρους του εκτελεστικού τις σφραγίδες και τα πρακτικά ενώ 23 από τους 40 βουλευτές κατέφυγαν στο Κρανίδι ζητώντας την προστασία των Υδραίων. Στα τέλη Νοεμβρίου 1823 το Βουλευτικό (του Μαυροκορδάτου) καταφεύγει στο Κρανίδι για να βρίσκεται πιο κοντά στα ναυτικά νησιά που το υποστήριζαν.
Από εκεί, αν και δεν διαθέτει την απαραίτητη απαρτία, κηρύσσει παράνομο το Εκτελεστικό (καθαιρώντας τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη από Πρόεδρο και τον Σωτήρη Χαραλάμπη από απλό μέλος) και δημιουργεί τον Ιανουάριο του 1824 νέο Εκτελεστικό, με Πρόεδρο τον Υδραίο καραβοκύρη Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη τους Παναγιώτη Μπόταση, Ιωάννη Κωλέττη, Νικόλαο Λόντο και Ανδρέα Ζαΐμη. Έτσι, δημιουργούνται δύο αντίπαλοι πόλοι εξουσίας :
Α) Τον ένα πόλο αποτελούν οι «Κυβερνητικοί» (Γ. Κουντουριώτης, Α. Μαυροκορδάτος, Ι. Κωλέττης, Λόντος, Ανδρέας Ζαϊμης, Ανδρέας Μιαούλης, Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς κ.α.) που έχουν την έδρα τους στο Κρανίδι.
Β) Οι «Αντικυβερνητικοί» κατηγορούσαν τους «Κυβερνητικούς» ότι θέλουν να παραδώσουν την Ελλάδα στους Άγγλους, ενώ οι «Κυβερνητικοί» εξέφραζαν τους φόβους τους για τις δικτατορικές τάσεις των στρατιωτικών – οπλαρχηγών, που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά των «Αντικυβερνητικών».
Η πλάστιγγα έγειρε εύκολα υπέρ των «Κυβερνητικών», που είχαν τη δύναμη και τον πλούτο στα χέρια τους.
Οι Κυβερνητικοί (Μαυροκορδάτος, Γ. Κουντουριώτης, Ι. Κωλέττης, Α. Ζαϊμης, Λόντος κ.α.) είχαν σημαντική υποστήριξη από τους νησιώτες εφοπλιστές και κεφαλαιούχους, τους περισσότερους ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, το μεγαλύτερο μέρος των πελοποννησίων γαιοκτημόνων, τους Έλληνες του εξωτερικού και τους περισσότερους φιλέλληνες. Σε αυτή την πρώτη φάση του Εμφυλίου, ένας από τους υποστηρικτές των κυβερνητικών ήταν και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αν και δεν συμμετείχε ενεργά στις μάχες.
Οι δυνάμεις της αντικυβερνητικής παράταξης του Θ. Κολοκοτρώνη ήταν αρκετά περιορισμένες. Οι «Αντικυβερνητικοί» κατηγορούσαν τους «Κυβερνητικούς» ότι θέλουν να παραδώσουν την Ελλάδα στους Άγγλους, ενώ οι «Κυβερνητικοί» εξέφραζαν τους φόβους τους για τις δικτατορικές τάσεις των στρατιωτικών – οπλαρχηγών, που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά των «Αντικυβερνητικών». Η πλάστιγγα έγειρε εύκολα υπέρ των «Κυβερνητικών», που είχαν τη δύναμη και τον πλούτο στα χέρια τους.
Ένα επιπλέον όπλο στα χέρια των Κυβερνητικών του Κρανιδίου ήταν και το δάνειο των 800.000 λιρών που πήραν για τις πολεμικές ανάγκες της χώρας, αλλά το κατασπατάλησαν στην εμφύλια διαμάχη. Μάταια η παράταξη Κολοκοτρώνη προσπάθησε να το μπλοκάρει, επειδή γνώριζε ποια θα ήταν η τύχη του. Οι Κυβερνητικοί χρησιμοποίησαν τα χρήματα του δανείου για να εξαγοράσουν συνειδήσεις και να αποκτήσουν την υποστήριξη όσο το δυνατόν περισσότερων υποστηρικτών ώστε να νικήσουν την Αντικυβερνητική παράταξη.
Στις 17 Ιανουαρίου 1824 η κυβέρνηση του Ναυπλίου εγκαθίσταται στην Τρίπολη. Στις 2 Μαρτίου του ίδιου χρόνου ο Ανδρέας Μιαούλης αρχίζει να πολιορκεί το Ναύπλιο εκ μέρους της κυβέρνησης του Κρανιδίου και στις 31 Μαρτίου οι Νοταράς, Λόντος και Ζαΐμης φτάνουν μπροστά από τα τείχη της Τρίπολης. Τελικά ύστερα από διαπραγματεύσεις ο Κολοκοτρώνης συμφωνεί να εγκαταλείψει την Τρίπολη και αυτή να ανακηρυχτεί ελεύθερη πόλη χωρίς να έχει κανείς το δικαίωμα να την καταλάβει.
Οι κοτζαμπάσηδες όμως καταπατούν την συμφωνία προκαλώντας την οργή του Κολοκοτρώνη, ο οποίος δίνει εντολή στον γιο του, Πάνο, να καταλάβει το Άργος και παράλληλα να λύσει την πολιορκία του Ναυπλίου. Με τη σειρά του ξεκίνησε να πολιορκεί την Τρίπολη.
Το δίμηνο Φεβρουαρίου – Μαρτίου 1824 δόθηκαν σκληρές μάχες μεταξύ των αντιμαχόμενων παρατάξεων στις περιοχές της Αρκαδίας και της Αργολίδας, με εύκολη επικράτηση των Κυβερνητικών. Στις 2 Μαρτίου 1824 ο Ανδρέας Μιαούλης αρχίζει να πολιορκεί το Ναύπλιο εκ μέρους της κυβέρνησης του Κρανιδίου και στις 31 Μαρτίου οι Νοταράς, Λόντος και Ζαΐμης φτάνουν μπροστά από τα τείχη της Τρίπολης.
Τελικά ύστερα από διαπραγματεύσεις ο Θ. Κολοκοτρώνης συμφωνεί να εγκαταλείψει την Τρίπολη και αυτή να ανακηρυχτεί ελεύθερη πόλη χωρίς να έχει κανείς το δικαίωμα να την καταλάβει. Οι πολιτικοί και οι κοτζαμπάσηδες όμως καταπατούν την συμφωνία προκαλώντας την οργή του Κολοκοτρώνη, ο οποίος δίνει εντολή στον γιο του, Πάνο, να καταλάβει το Άργος και παράλληλα να λύσει την πολιορκία του Ναυπλίου. Με τη σειρά του ξεκίνησε να πολιορκεί την Τρίπολη.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι ο Παπαφλέσσας και ο Αναγνωσταράς είχαν προσχωρήσει στην κυβερνητική παράταξη δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα στον Κολοκοτρώνη και γενικότερα στους Φιλικούς. Με αυτά τα δεδομένα η αποτυχία της αντικυβερνητικής παράταξης του Κολοκοτρώνη ήταν κάτι περισσότερο από σίγουρη.
Έτσι στις 7 Ιουνίου και παρά τις αντιρρήσεις των Υδραίων, οι οποίοι ήθελαν ολοκληρωτική καταστροφή του Κολοκοτρώνη και των περί αυτόν, οι κοτζαμπάσηδες, συγκεκριμένα ο Λόντος και ο Ζαΐμης, έγιναν, ύστερα από διαπραγματεύσεις, κύριοι του Ναυπλίου
Οι ψύχραιμες φωνές για συμβιβασμό επικράτησαν και ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας την αδυναμία του, αναγκάστηκε να συρθεί σε συνδιαλλαγή με τον Γ. Κουντουριώτη και μετά από κοπιαστικές συζητήσεις επιτεύχθηκε συμφωνία για τερματισμό των εχθροπραξιών στις 22 Μαΐου 1824. Στις 7 Ιουνίου 1824 και παρά τις αντιρρήσεις των Υδραίων, οι οποίοι ήθελαν ολοκληρωτική καταστροφή του Κολοκοτρώνη, οι κοτζαμπάσηδες, συγκεκριμένα ο Λόντος και ο Ζαΐμης, έγιναν, ύστερα από διαπραγματεύσεις, κύριοι του Ναυπλίου.
Ο Κολοκοτρώνης αναγνώρισε την κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη, η οποία στις αρχές Ιουλίου χορήγησε αμνηστία στους αντιπάλους της. Έτσι επήλθε μια προσωρινή ανακωχή. Με το τελευταίο αυτό γεγονός κλείνει η πρώτη φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου της περιόδου 1823-1824.
3. Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Οι εφοπλιστές είχαν υποστηρίξει τους προκρίτους γιατί θεωρούσαν ότι η νίκη τους θα τους εξασφάλιζε μια σταθερή κυβέρνηση. Αυτή η κυβέρνηση, όπως το έβλεπαν αυτοί, θα τους εξασφάλιζε τις γαίες της Πελοποννήσου, δηλαδή δυνατότητες τοποθέτησης των κεφαλαίων τους στη γη, ή, ακόμη καλύτερα, τις προσόδους της Πελοποννήσου. Αυτά όλα, όμως, τα εποφθαλμιούσαν και οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου. Έτσι μετά την ήττα των στρατιωτικών, φάνηκαν αμέσως οι αντιθέσεις μεταξύ των ως τώρα συμμάχων.
Ο Κολοκοτρώνης λέει στον Λόντο και τον Ζαΐμη ότι τους παραδίδει το Ναύπλιο, εκείνοι, όμως, πρέπει να εξασφαλίσουν ότι δε θα επιτραπεί σε «ξένους» να «καβαλικέψουν το άτι του Μοριά, διότι το σακατεύουν». Λέει, δηλαδή, στους Πελοποννήσιους προκρίτους ότι η νησιωτική απειλή δεν αφορά μόνο τα συμφέροντα των καπεταναίων ή των αγροτών, αλλά και τα δικά τους. Από την άλλη, έχουμε τον Γ. Κουντουριώτη που γράφει στον αδελφό του:
«Οι Πελοποννήσιοι, αδελφέ, δεν επιθυμούσι να ενδυναμώσωσι την διοίκησιν διά να ημπορέσει να πωλήση τα εθνικά εισοδήματα, επειδή εσυνήθισαν να τα φάγωσιν οι ίδιοι και όχι να καταναλίσκωνται εις τας ανάγκας της πατρίδος».
Ενδιαφέρον είναι ότι και οι δυο πλευρές έχουν συναίσθηση του βάρους της ξένης ανάμειξης. Ο μεν Κολοκοτρώνης λέει στον Λόντο ότι πρέπει να προσέχει, διότι «το δάνειο έρχεται και, αν δεν έρχεται, θα έρθει», ενώ ο Κουντουριώτης συνιστά στην κυβέρνηση «να προφθάση κατά τάχος αυτό το δάνειον και δυνάμει τούτου ανατρέπει και ματαιοί όλα τα σχέδια και στοχασμούς των αντιπατριωτών και των κατά το σχήμα πατριωτών».
Οι πρώην αντίπαλοι – Πελοποννήσιοι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί – γίνονται τώρα σύμμαχοι. Το έναυσμα για την τελική αναμέτρηση δίνεται τον Οκτώβρη του 1824 και καθόλου τυχαία αποτελεί άρνηση των κατοίκων της Αρκαδίας να πληρώσουν φόρους. Η κυβέρνηση στέλνει εκεί – επίσης καθόλου τυχαία – 500 Ρουμελιώτες, αλλά με επικεφαλής έναν χαρακτηριστικό Πελοποννήσιο, τον Δικαίο, που είχε γίνει, στο μεταξύ, υπουργός Εσωτερικών.
Γρήγορα, οι συγκρούσεις γενικεύονται και η κυβέρνηση, παρόλο που έδειξε να υπερτερεί από την αρχή, αποφάσισε να βάλει σε εφαρμογή τα μεγάλα μέσα: Δίνει εντολή στα στρατεύματα της Στερεάς να εισβάλουν στην Πελοπόννησο, πράγμα που γίνεται. Οι αντίπαλοι της κυβέρνησης χτυπιούνται αποφασιστικά, οι δυνάμεις τους γρήγορα διαλύονται και οι πιο πολλοί ηγετικοί τους παράγοντες αναγκάζονται να παραδοθούν. Μεταφέρονται στην Ύδρα όπου και φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία.
Β’ φάση του Εμφυλίου (Ιούλιος 1824 – Ιανουάριος 1825)
Σχεδόν αμέσως μετά το τέλος της Α’ φάσης του Εμφυλίου, η νικήτρια φατρία του Γ. Κουντουριώτη και του Μαυροκορδάτου άρχισε να ταλανίζεται από εσωτερικές αντιθέσεις. Ο τρόπος διαχείρισης του δανείου αποτέλεσε μια ακόμα αιτία αντιπαράθεσης. Οι νησιώτες που είχαν ισχυροποιηθεί προσεταιρίστηκαν τους Στερεοελλαδίτες και παραμέρισαν τους Πελοποννήσιους πρόκριτους.
Πολλοί παλιοί σύμμαχοι έγιναν τώρα εχθροί και το αντίστροφο. Οι νησιώτες προσεταιρίστηκαν τους Ρουμελιώτες και παραμέρισαν τους Πελοποννήσιους προκρίτους. Οι Πελοποννήσιοι πρόκριτοι δυσαρεστήθηκαν και αποχώρησαν από την κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1824. Επίσης συμμάχησαν με τον Θ. Κολοκοτρώνη. Η Κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη προχώρησε σε μια ιδιαίτερα προκλητική ενέργεια. Αποφάσισε να στείλει στρατεύματα στην Πελοπόννησο και να τρέφονται σε βάρος των φτωχών κατοίκων της.
Στην δεύτερη φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει η Ύδρα και συγκεκριμένα η οικογένεια Κουντουριώτη, όργανο της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία είχε επιλέξει τους Υδραίους καραβοκύρηδες ως τους καταλληλότερους για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Αυτή με συστηματικές κινήσεις είχε καταφέρει να συγκεντρώσει όλη την εξουσία με το μέρος της. Με την συνεργασία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ως εγγυητή του αγγλικού δανείου, και των Ρουμελιωτών, η υπεροχή έναντι των κοτζαμπάσηδων του Μοριά και του Κολοκοτρώνη ήταν αδιαμφισβήτητη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από αυτό το χρονικό σημείο και μετά πολιτικοί αντίπαλοι των Κουντουριωταίων χαρακτηρίζονται όλοι ανεξαιρέτως οι Μωραΐτες και δεν περιορίζονται πια στις παρατάξεις του Κολοκοτρώνη και των Φιλικών. Οι κοτζαμπάσηδες, ιδιαίτερα αυτοί των Πατρών, φοβούμενοι τυχόν εχθρική ενέργεια εναντίον τους αρχίζουν να οργανώνονται καλύτερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παράδοση του Ναυπλίου στον Λόντο και τον Ζαΐμη από τον Κολοκοτρώνη.
Ο συγκεκριμένος συμβιβασμός ήταν μια ξεκάθαρη παραβίαση της εντολής της κυβέρνησης Κουντουριώτη ενώ παράλληλα ήταν και μια κίνηση τακτικής. Σε αντίθεση πάντως με τους πατρινούς προύχοντες, η οικογένεια Δεληγιάννη αλλά και η παράταξη Κολοκοτρώνη φαίνεται να αγνοεί μέχρι και εκείνη τη στιγμή τις προθέσεις των Υδραίων.
Σε όλον αυτό τον καταιγισμό των εξελίξεων προστίθεται και ένα νέο πρόσωπο, του οποίου ο ρόλος θα είναι καθοριστικός για την πορεία του εμφυλίου πολέμου. Ο Ιωάννης Κωλέττης, γιατρός με καταγωγή από το Συράκο Ιωαννίνων, θα αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο μεταξύ Υδραίων και Ρουμελιωτών. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν να φέρει σε επαφή τον Γκούρα, μετέπειτα φρούραρχο των Αθηνών, και τον Καραϊσκάκη με τους Υδραίους καθιστώντας τους σημαντικούς συμμάχους του.
Το έναυσμα για τη Β’ φάση του Εμφυλίου έδωσε η άρνηση των κατοίκων της Τριφυλλίας να πληρώσουν φόρους στην κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη. Αυτός έστειλε στρατεύματα τον Οκτώβριο του 1824 στην Αρκαδία για να επιβάλουν με τη βία τη θέληση της κυβέρνησης. Οι 500 «κυβερνητικοί» στρατιώτες υπό την ηγεσία του Παπαφλέσσα που έφθασαν στην περιοχή ηττήθηκαν από τους αντικυβερνητικούς του Γενναίου Κολοκοτρώνη και του Κανέλλου Δεληγιάννη και εκδιώχθηκαν.
Οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν. Με τα χρήματα του δανείου ο Γ. Κουντουριώτης με τη συνεργασία του Κωλέττη έστρεψε τους Στερεοελλαδίτες εναντίον των Πελοποννησίων. Σε ενέδρα που είχαν στήσει οι κυβερνητικές δυνάμεις έξω από την Τρίπολη σκοτώνεται ο γιος του Θ. Κολοκοτρώνη, Πάνος, στις 13 Νοεμβρίου 1824. Ο Θ. Κολοκοτρώνης συντετριμμένος από τον θάνατο του γιου του αποσύρθηκε στη Βυτίνα, αδιαφορώντας για την έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από αυτό το χρονικό σημείο και μετά πολιτικοί αντίπαλοι των Κουντουριωταίων χαρακτηρίζονται όλοι ανεξαιρέτως οι Μωραΐτες και δεν περιορίζονται πια στις παρατάξεις του Κολοκοτρώνη και των Φιλικών. Οι κοτζαμπάσηδες, ιδιαίτερα αυτοί των Πατρών, φοβούμενοι τυχόν εχθρική ενέργεια εναντίον τους αρχίζουν να οργανώνονται καλύτερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παράδοση του Ναυπλίου στον Λόντο και τον Ζαΐμη από τον Κολοκοτρώνη.
Ο συγκεκριμένος συμβιβασμός ήταν μια ξεκάθαρη παραβίαση της εντολής της κυβέρνησης Κουντουριώτη ενώ παράλληλα ήταν και μια κίνηση τακτικής. Σε αντίθεση πάντως με τους πατρινούς προύχοντες, η οικογένεια Δεληγιάννη αλλά και η παράταξη Κολοκοτρώνη φαίνεται να αγνοεί μέχρι και εκείνη τη στιγμή τις προθέσεις των Υδραίων. Στις 20 Ιουλίου 1824 έφτασαν και τα χρήματα του δανείου από την αγγλική κυβέρνηση. Έτσι η κυβέρνηση Κουντουριώτη ενισχύθηκε με ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό, το οποίο χρησιμοποίησε για δικούς της συμφεροντολογικούς σκοπούς μοιράζοντας το επιλεκτικά, μόνο σε φίλα προσκείμενους σε αυτή.
Επόμενη κίνηση ήταν η διενέργεια βουλευτικών εκλογών και η σύγκληση του νέου βουλευτικού την 1η Οκτωβρίου. Κατά κύριο λόγο η βουλή απαρτιζόταν από νησιώτες, συμμάχους των Κουντουριωταίων και γενικώς των Υδραίων. Αυτή εξέλεξε πρόεδρο της κυβέρνησης τον Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη αυτής τους Π. Μπότσαρη, Αν. Σπηλιωτάκη, Ιωάννη Κωλέττη και Ασημάκη Φωτήλα, ο οποίος όμως παραιτήθηκε λίγο αργότερα.
Η απάντηση των Μωραϊτών είναι άμεση. Συνασπίζονται όλοι σε μια ενιαία παράταξη ξεχνώντας για την ώρα τα μίση που τους χώριζαν, αρνούνται να πληρώσουν φόρους και δίνουν εντολή στον Ασημάκη Φωτήλα να παραιτηθεί από μέλος της κυβέρνησης. Η σύγκρουση πια μεταξύ κυβέρνησης Κουντουριώτη και Μωραϊτών είναι γεγονός.
Τον Ιούλιο του 1824 ο Γ. Κουντουριώτης με τα χρήματα του δανείου είχε αποκτήσει σημαντική υπεροχή έναντι των αντιπάλων του και μπορούσε να εξαγοράζει μικροκαπεταναίους και να πληρώνει τους μισθούς των στρατιωτών τους. Έτσι, μέρα με τη μέρα αποδυνάμωνε την πλευρά των αντικυβερνητικών Πελοποννησίων. Η χαριστική βολή δόθηκε με την απόφαση των κυβερνητικών για εισβολή ρουμελιώτικων στρατευμάτων στην Πελοπόννησο.
Με αρχηγούς τους Γκούρα, Καραϊσκάκη κ.α. , τα κυβερνητικά στρατεύματα προκάλεσαν απερίγραπτες καταστροφές και λεηλασίες, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αχαΐας και της Κορινθίας. Ο οπλαρχηγός Δημήτριος Πλαπούτας, ως ουδέτερος, προσφέρθηκε να μεσολαβήσει για τον τερματισμό της εμφύλιας αιματοχυσίας, σε μια περίοδο που η τύχη της ελληνικής επανάστασης κρεμόταν από μια κλωστή.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε από ποιους αποτελούνταν οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Ορισμένοι επιφανείς άνδρες που ήταν ενταγμένοι στην Κυβερνητική παράταξη ήταν ο (αγγλόφιλος) Γ. Κουντουριώτης, ο (αγγλόφιλος πολιτικός) Α. Μαυροκορδάτος, ο Ι. Κωλέττης, ο Παπαφλέσσας, ο Ιωάννης Γκούρας, ο Καραϊσκάκης, ο Α. Ισκος, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Μακρυγιάννης, ο Δράκος, ο Βαλτινός, ο Τσάμης Καρατάσος και διάφοροι άλλοι Ρουμελιώτες, Σουλιώτες και Υδραίοι.
Ορισμένα επιφανή πρόσωπα που συμμετείχαν στην Αντικυβερνητική παράταξη ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι Δεληγιανναίοι, ο Νικηταράς, ο Ανδρέας Ζαϊμης, ο Ανδρέας Λόντος, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, ο Ασημάκης Φωτήλας, ο Θεόδωρος Γρίβας, ο Γεώργιος Σισίνης, ο Χρύσανθος Σισίνης, ο Σωτήρης Νοταράς, ο Ιωάννης Νοταράς, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης κ.α.
Στις 23 Οκτωβρίου σώμα 500 στρατιωτών με επικεφαλής τον Παπαφλέσσα ξεκινάει για να επιβάλλει την τάξη στην Αρκαδία, η οποία είχε επαναστατήσει εναντίον της κυβέρνησης. Ο στρατός του Παπαφλέσσα εκδιώχθηκε κακήν κακώς από τον Γενναίο Κολοκοτρώνη. και τον Κανέλλο Δεληγιάννη. Στα τέλη του 1824 ο Κολοκοτρώνης αρχίζει να πολιορκεί την Τρίπολη, ο Νικηταράς το Ναύπλιο και ο Νοταράς & ο Λόντος την Ακροκόρινθο. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Λόντος και Ζαΐμης είχαν λύσει την πολιορκία της Πάτρας προκειμένου να συγκεντρώσουν τους στρατούς τους στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Ένα απρόσμενο γεγονός έδωσε σημαντικό πλεονέκτημα νίκης στους Υδραίους. Ο θάνατος του Πάνου Κολοκοτρώνη βύθισε στη λύπη τον Θεόδωρο προκαλώντας του παράλληλα αδιαφορία για τα πολιτικά τεκταινόμενα. Ο Ζαΐμης με χίλιους άνδρες έφτασε τον Νοέμβριο στην Τρίπολη όπου τον περίμεναν οι Δεληγιανναίοι κ.α.
Στις 25 Νοεμβρίου κατέφθασε στον Αχλαδόκαμπο ο στρατός των κυβερνητικών αλλά όταν άρχισε η μάχη με έκπληξη παρατήρησαν οι Μοραΐτες ότι οι περισσότεροι εκ των στρατιωτών τους, κυρίως Ρουμελιώτες και Σουλιώτες μισθοφόροι, δεν δέχονταν να πολεμήσουν. Αιτία ήταν τα μεγάλα ποσά που τους είχαν τάξει κατάσκοποι των κυβερνητικών αν παρέμεναν άπρακτοι. Έτσι οι κοτζαμπάσηδες αποχώρησαν και αποσύρθηκαν στις ιδιαίτερες πατρίδες του. Δύο μέρες πριν, στις 23 Νοεμβρίου, οι Ρουμελιώτες είχαν συγκρουστεί κοντά στην Κόρινθο με τα στρατεύματα του Λόντου και του Νοταρά. Αποτέλεσμα ήταν οι τελευταίοι, εξαιτίας λιποταξίας των μισθοφόρων τους, να ηττηθούν.
Οι λεηλασίες που πραγματοποιήθηκαν στην έδρα των Νοταράδων, στα Τρίκαλα Κορινθίας ήταν άνευ προηγουμένου. Επιπλέον ο Σωτηράκης Νοταράς αναγκάστηκε με την βία να καταστήσει γενικό κληρονόμο της περιουσίας του τον ιατρό Σοφιανόπουλο, συνεργάτη του Γκούρα. Ύστερα ακολούθησε η εκστρατεία στην Αιγιαλεία όπου συμμετείχαν οι Ίσκος, Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Τζαβέλας, Δράκος, Βαλτινός κ.α.
Οι Μελετόπουλοι, οι Κουμανιώτες, οι Πετμεζαίοι και ο Νικολόπουλος είχαν ταχθεί με το μέρος τους έτσι δεν δυσκολεύτηκαν να προελάσουν στην Αχαΐα. Το μοναδικό πια εμπόδιο ήταν η Κερπινή Αχαΐας, πατρίδα των Ζαΐμηδων. Εκεί είχαν οχυρωθεί ο Λόντος και οι Ζαΐμηδες, οι οποίοι όμως απέτυχαν να τους αποκρούσουν εξαιτίας της λιποταξίας των Σαρδελιάνων, συμμάχων των πρώτων. Ο Ζαΐμης και ο Λόντος αναχώρησαν για την Ηλεία ενώ οι Ρουμελιώτες εισέβαλαν στην Κερπινή. Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν φοβερές.
Φρικτά εγκλήματα όπως αυτά των βιασμών, των βασανισμών συνέβησαν ενώ όλα τα σπίτια λεηλατήθηκαν. Στην ιστορία έμεινε η φράση ενός στρατιώτη που φώναζε ότι «πωλήται το φουστάνι της Ζαΐμενας». Έπειτα στράφηκαν στην περιοχή των Δεληγιαννέων, την οποία οι είχαν εγκαταλείψει οι προύχοντες της.
Αφού λεηλατήθηκε και αυτή ο Γκούρας και τα παλληκάρια του έστρεψαν την προσοχή τους στην Ηλεία και συγκεκριμένα στη Γαστούνη, την επικράτεια των Σισίνιδων. Το πλιάτσικο που ακολούθησε ήταν τρομερό αφού ο κάμπος της Γαστούνης ήταν από τις πιο πλούσιες περιοχές. Από την τεράστια βιβλιοθήκη των Σισίνιδων, περίπου 10.000 τόμοι, δεν γλίτωσε τίποτα παρά μόνο μερικά σπάνια βιβλία που κατέληξαν στον Σοφιανόπουλο.
Οι τελευταίες συγκρούσεις κυβερνητικών και αντικυβερνητικών έγιναν το Δεκέμβριο του 1824. Στα τέλη του 1824 ο Κολοκοτρώνης αρχίζει να πολιορκεί την Τρίπολη, ο Νικηταράς το Ναύπλιο και ο Νοταράς & ο Λόντος την Ακροκόρινθο. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Λόντος και Ζαΐμης είχαν λύσει την πολιορκία της Πάτρας προκειμένου να συγκεντρώσουν τους στρατούς τους στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Στις 23 Ιανουαρίου του 1825 όλα έχουν τελειώσει. Ο Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Γρίβας, οι Γεώργιος και Χρύσανθος Σισίνης, οι Σωτήρης και Ιωάννης Νοταράς, οι Δεληγιανναίοι και μερικοί άλλοι φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Ο Ασημάκης Φωτήλας διέφυγε της συλλήψεως ενώ ο Παλαιών Πατρών Γερμανός συνελήφθη από τον Νικολέτο Σοφιανόπουλο και αφού οδηγήθηκε στη Γαστούνη, από εκεί και πέρα προχώρησε πεζός, γεγονός πρωτάκουστο για κληρικό τέτοιας κατηγορίας.
Την ίδια εποχή ο Οδυσσέας Ανδρούτσος νομίζοντας ότι θα του δοθεί αμνηστία παραδίνεται στις αρχές και φυλακίζεται στην Αθήνα. Εκεί αφού βασανίστηκε απάνθρωπα, ρίχτηκε από την Ακρόπολη στις 26 Ιουνίου 1825. Στον λαό διαδόθηκε ότι πήγε να δραπετεύσει και τσακίστηκε. Υπεύθυνος για τον θάνατο του ήταν το άλλοτε πρωτοπαλίκαρό του ο Γκούρας.
Από αυτή τη στιγμή και μετά γράφεται μια από τις πιο μελανές σελίδες της ελληνικής επαναστάσεως. Οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί που υποστήριζαν την κυβέρνηση Κουντουριώτη και συγκεκριμένα οι Μακρυγιάννης, Τζαβέλλας, Καραϊσκάκης, Γκούρας, Δράκος και Καρατάσος διατάζονται να εισβάλουν στην εξεγερμένη Πελοπόννησο και να χτυπήσουν τις αντικυβερνητικές δυνάμεις. Ο (αντικυβερνητικός) Ζαΐμης με χίλιους άνδρες έφτασε τον Νοέμβριο του 1824 στην Τρίπολη όπου τον περίμεναν οι Δεληγιανναίοι κ.α.
Στις 25 Νοεμβρίου κατέφθασε στον Αχλαδόκαμπο ο στρατός των κυβερνητικών αλλά όταν άρχισε η μάχη, οι Πελοποννήσιοι αντικυβερνητικοί παρατήρησαν με έκπληξη ότι οι περισσότεροι εκ των στρατιωτών τους, κυρίως Ρουμελιώτες και Σουλιώτες μισθοφόροι, δεν δέχονταν να πολεμήσουν εναντίον των κυβερνητικών.
Αιτία ήταν τα μεγάλα χρηματικά ποσά που τους είχαν τάξει κατάσκοποι των κυβερνητικών αν παρέμεναν άπρακτοι την ώρα της μάχης. Έτσι οι Πελοποννήσιοι απογοητευμένοι αποχώρησαν και αποσύρθηκαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Δύο μέρες πριν, στις 23 Νοεμβρίου 1824, οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί είχαν συγκρουστεί κοντά στην Κόρινθο με τα αντικυβερνητικά στρατεύματα του Λόντου και του Νοταρά. Αποτέλεσμα ήταν οι τελευταίοι, εξαιτίας λιποταξίας των μισθοφόρων τους, να ηττηθούν.
Οι λεηλασίες που πραγματοποιήθηκαν από τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς στην έδρα των Νοταράδων, στα Τρίκαλα Κορινθίας ήταν άνευ προηγουμένου. Επιπλέον ο Σωτηράκης Νοταράς αναγκάστηκε με την βία να καταστήσει γενικό κληρονόμο της περιουσίας του τον ιατρό Σοφιανόπουλο, συνεργάτη του (κυβερνητικού) Ιωάννη Γκούρα.
Ύστερα ακολούθησε η εκστρατεία των Ρουμελιωτών στην Αιγιαλεία όπου συμμετείχαν οι Ίσκος, Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Τζαβέλας, Δράκος, Βαλτινός κ.α. Οι Μελετόπουλοι, οι Κουμανιώτες, οι Πετμεζαίοι και ο Νικολόπουλος είχαν ταχθεί με το μέρος τους και έτσι δεν δυσκολεύτηκαν να προελάσουν στην Αχαΐα. Το μοναδικό πια εμπόδιο ήταν η Κερπινή Αχαΐας, πατρίδα των Ζαΐμηδων. Εκεί είχαν οχυρωθεί ο Λόντος και οι Ζαΐμηδες, οι οποίοι όμως απέτυχαν να τους αποκρούσουν εξαιτίας της λιποταξίας των Σαρδελιάνων, συμμάχων των πρώτων.
Ο Ζαΐμης και ο Λόντος κατέφυγαν στην Ηλεία ενώ οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί εισέβαλαν στην Κερπινή. Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν φοβερές. Φρικτά εγκλήματα συνέβησαν όπως αυτά των βιασμών, των βασανισμών, των δολοφονιών και των εμπρησμών, ενώ όλα τα σπίτια λεηλατήθηκαν. Έπειτα στράφηκαν στην περιοχή των Δεληγιαννέων, την οποία οι είχαν εγκαταλείψει οι προύχοντες της.
Αφού λεηλατήθηκε και αυτή, ο (αντικυβερνητικός) Γκούρας και τα παλληκάρια του αποφάσισαν να επιτεθούν στην Ηλεία και συγκεκριμένα στη Γαστούνη, την επικράτεια των Σισίνιδων. Το πλιάτσικο που ακολούθησε ήταν τρομερό αφού ο κάμπος της Γαστούνης ήταν από τις πιο πλούσιες περιοχές.
Τα ρουμελιώτικα στρατεύματα άρπαξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους. Από την τεράστια βιβλιοθήκη των Σισίνιδων, περίπου 10.000 τόμοι, δεν γλίτωσε τίποτα παρά μόνο μερικά σπάνια βιβλία που κατέληξαν στα χέρια του Σοφιανόπουλου. Ο Φωτάκος έγραψε για τα αυτά τα θλιβερά γεγονότα ότι «ηρκεί μόνον ότι όλοι ήσαν Μοραΐται και όλους τους εγύμνωναν και τους εκαταφρόνουν» ενώ ο Σπυρίδων Τρικούπης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η εισβολή των πέραν του Ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν ανακάλεσεν εις την μνήμην των παθόντων όσα κακά έπαθαν είι της εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών».
Στις 6 Φεβρουαρίου του 1825 όλα έχουν τελειώσει. Οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν επικρατήσει πλήρως. Ο Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Γρίβας, ο Γεώργιος Σισίνης, ο Χρύσανθος Σισίνης, ο Σωτήρης Νοταράς, ο Ιωάννης Νοταράς, οι Δεληγιανναίοι και μερικοί άλλοι αντικυβερνητικοί φυλακίζονται στην Ύδρα. Μόνο ο Ασημάκης Φωτήλας κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη επιδιώκει να εξοντώσει με οποιοδήποτε τρόπο τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Τον Απρίλιο του 1825 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος νομίζοντας ότι θα του δοθεί αμνηστία παραδίνεται στους κυβερνητικούς και φυλακίζεται στην Αθήνα. Εκεί αφού βασανίστηκε απάνθρωπα, βρήκε τραγικό θάνατο από το πρώην πρωτοπαλίκαρό του, τον Ιωάννη Γκούρα. Τον Ιούνιο του 1825 ο Γκούρας τον δολοφόνησε στην Ακρόπολη.
Έχοντας φυλακίσει όλους τους πολιτικούς αντιπάλους της η κυβέρνηση Κουντουριώτη ήταν ελεύθερη να προωθήσει τα συμφέροντά της καθώς και αυτά των Άγγλων, των οποίων ήταν όργανο. Όμως η κυβέρνηση αυτή δεν είχε την ικανότητα να σημειώσει επιτυχίες στο στρατιωτικό τομέα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι δεν μπόρεσε να σώσει από την καταστροφή την Κάσο και τα Ψαρά, ούτε να εμποδίσει την απόβαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (Φεβρουάριος 1825) ούτε να σώσει το πολιορκημένο Μεσολόγγι (Απρίλιος 1826).
Έτσι, μπροστά στον κίνδυνο της ολοκληρωτικής καταστροφής αναγκάστηκε να αποφυλακίσει τον (αντικυβερνητικό) Θ. Κολοκοτρώνη το Μάιο του 1825 για να πάρει εκείνος την ομάδα στις πλάτες του και να νικήσει τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα.
4. Η ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΜΦΥΛΙΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ
Ο Τρικούπης κάνει μια ενδιαφέρουσα σύγκριση των δυο εμφυλίων πολέμων : «Μικρός ήτον ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, μικρά και τα κινήσαντα αυτόν αίτια, μικρού λόγου και οι σκοποί του. Η Αρχή, το μήλον της έριδος, ήτον εφήμερος, διότι εφήμερα, ο εστί ενιαύσια, ήσαν και τα βουλευτικά και τα νομοτελεστικά. Το δε νομοτελεστικόν της περιόδου ταύτης, ως αναπληρωτικόν του άλλου, ουδέ τετράμηνον διάρκειαν είχεν.
Ουδενός δε των διαμαχομένων η φίλαρχος επιθυμία επέκεινα του τέρματος ή των όρων της καθεστώσης εξουσίας παρεξετείνετο. Διηρήτο δε η εξουσία και εις πολλούς και υπό τον χαλινόν και την αυστηράν επίβλεψιν της βουλής πάντοτε έκειτο. Πελοποννήσιοι προς Πελοποννησίους εμάχοντο επί του πρώτου εμφυλίου πολέμου. Σχέσιν έχοντες ούτοι προς αλλήλους επολιτεύοντο και εν πολέμω μετρίως.
Ολίγη, ως είδαμεν, η αιματοχυσία, ουδεμία διάθεσις καταστροφής ή διαρπαγής, ευκατεύναυστα τα πάθη, οι σήμερον πολέμιοι έγιναν της επαύριον φίλοι και η περί ης ο λόγος αλληλομαχία εφαίνετο μάλλον στάσις ή πόλεμος. Αλλά λίαν δεινός και λίαν φθοροποιός κατήντησεν ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος προκειμένης όχι εφημέρου εξουσίας, ως άλλοτε, αλλά καταστροφής και εξοντώσεως των ισχυρών της Πελοποννήσου.
Εξώκειλε δε ένεκα τούτου και εις τόσην κακοήθειαν ώστε η εις την Πελοπόννησον εισβολή και πέραν του ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν και εις ακολασίαν ανεκάλεσεν εις την μνήμην των παθόντων όσα κακά έπαθον επί της εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών».
Ο Τρικούπης διαπιστώνει σοβαρές διαφορές ανάμεσα στους δυο εμφυλίους πολέμους. Κυρίως διαπιστώνει τη μεγάλη όξυνση των αντιθέσεων και την αύξηση του βάθους της σύγκρουσης, που εκφράζονται, μεταξύ άλλων, μέσω της κρίσης του τοπικισμού.
Η όξυνση της σύγκρουσης μαρτυρείται και από πολλά άλλα στοιχεία. Είναι χαρακτηριστικό το ότι οι αντικυβερνητικοί ηγέτες δεν πιάστηκαν καν αιχμάλωτοι, αλλά προτίμησαν να πάνε οι ίδιοι να παραδοθούν οικειοθελώς στην κυβέρνηση στο Ναύπλιο γιατί είχαν φόβους για την τύχη τους αν συλλαμβάνονταν στις επαρχίες τους. Η ξένη ανάμειξη ίσως ήταν πιο σοβαρή από ό,τι νομίζεται.
Ο δρόμος του ασύλου προς τα Επτάνησα ήταν κλειστός και ο Γεώργιος Σισίνης και ο γιος του Χρύσανθος, που είχαν καταφύγει εκεί, απελάθηκαν και αναγκάστηκαν και αυτοί να παραδοθούν στην Κυβέρνηση του Ναυπλίου. Αγγλική προσπάθεια ενίσχυσης της «αγγλικής» μερίδας για την εξάλειψη της «Ρωσικής»; Το βέβαιο είναι ότι η οξύτητα του δεύτερου εμφυλίου πολέμου δείχνει ότι τα προβλήματα της Επανάστασης βαθαίνουν, γίνονται πιο επείγοντα και πιεστικά, ζητούν πιο άμεση λύση.
Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος αφήνει νικητή στο πεδίο της μάχης το συνασπισμό που στηρίζεται στο εφοπλιστικό και εμπορικό κεφάλαιο και τους συμμάχους του. Αυτός θα κληθεί να χειρισθεί τα μεγάλα προβλήματα που βρίσκονται μπροστά του και που σύντομα θα γίνουν πολύ μεγαλύτερα, λυδία λίθος των ικανοτήτων των εκπροσώπων του και της ιστορικής στενότητας των καταβολών του.