20.2.20

«Η αντιμετώπιση της σχολικής βίας» ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΔΗΜΗΝΑ – ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ

Το πολυσυζητημένο θέμα της ενδοσχολικής βίας ,που επανήλθε πρόσφατα στην επικαιρότητα, φαντάζει αναχρονιστικό και μη συμβατό με την εποχή της ιλιγγιώδους τεχνολογικής και επιστημονικής ανάπτυξης και προόδου. Ωστόσο δεν παύει να απασχολεί τις σύγχρονες κοινωνίες παγκοσμίως, όπως και την ελληνική που καταλαμβάνει την 4η θέση μεταξύ 41 κρατών.
Η έξαρση του φαινομένου τον τελευταίο καιρό σήμανε συναγερμό στην εκπαιδευτική κοινότητα και ανησύχησε σοβαρά γονείς, κηδεμόνες και συναρμόδιους φορείς. Και είναι ίσως η πρώτη φορά που Υπουργός Παιδείας παρενέβη άμεσα και πρότεινε τη λήψη σειράς μέτρων για την αντιμετώπιση της παραβατικής συμπεριφοράς μαθητών, που τελευταία έλαβε επικίνδυνες διαστάσεις. Δεν ξέρω κατά πόσον θα αποδώσουν τα προτεινόμενα και αμφίβολης σωστής εφαρμογής μέτρα στον περιορισμό της βίας στα σχολεία, όπου ένας αριθμός «παλληκαράδων» εφήβων ,το αίμα των οποίων βράζει, αντιδρούν σε επιβαλλόμενα άνωθεν μέτρα και περιορισμούς, ιδίως όταν αφορούν την καταστολή της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς τους με τη επιβολή αυστηρότερων πειθαρχικών ποινών.
Από την μακρόχρονη εμπειρία μου με την ιδιότητα του Επιμελητού Ανηλίκων καταθέτω ότι ανάλογα περιστατικά ενδοσχολικής βίας σημειωνόταν ανέκαθεν μεταξύ μαθητών, αρκετά των οποίων έφθαναν στα Δικαστήρια Ανηλίκων. Η κατασταλτική αντιμετώπιση πάντως με την επιβολή στους κατηγορουμένους μαθητές αναμορφωτικών μέτρων που παλιότερα έφθαναν μέχρι τον περιορισμό τους σε Αναμορφωτήρια, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία. Αρκετοί μάλιστα από τους τιμωρηθέντες όταν έβγαιναν από τα σωφρονιστικά ιδρύματα διέπρατταν σοβαρότερα αδικήματα. Αντιθέτως η λήψη προληπτικών μέτρων όπως είναι η εξυγίανση του οικογενειακού και σχολικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα παιδιά και η προσέγγιση τους με τη δέουσα ανεκτικότητα, αγάπη και σεβασμό από τους γονείς και δασκάλους μπορεί να συμβάλλει αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της παραβατικότητας των ανηλίκων. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι τα στιγματισμένα αδίκως ως «εγκληματικά» παιδιά δέχονται καθημερινά καταιγισμό σκηνών βίας στο σπίτι μεταξύ των βάναυσα διαπληκτιζομένων γονιών και γίνονται εκούσια ή ακούσια δέκτες εκατοντάδων φόνων, ληστειών και σεξουαλικών κακοποιήσεων και διαστροφών, που διαχέονται από τα δελτία ειδήσεων, τα κινητά τηλέφωνα και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, που επιδρούν καταλυτικά στη διαμόρφωση της επιθετικής και βίαιης συμπεριφοράς τους. Το σχολείο συνεπώς γίνεται ο χώρος όπου αναπαράγεται η παθογένεια της οικογένειας και του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος.
Συμπερασματικά το ήρεμο και ειρηνικό οικογενειακό περιβάλλον, ο καθημερινός οικοδομητικός διάλογος γονιών και παιδιών προς συζήτηση των προβλημάτων τους, η διακριτική παρακολούθηση των ενασχολήσεων τους με τα ηλεκτρονικά μέσα διασκέδασης τους, η συχνή επαφή και ενημέρωση τους από τους δασκάλους και καθηγητές με πνεύμα κατανόησης και υποβοήθησης του δύσκολου εκπαιδευτικού τους έργου, όπως και η επίδειξη ειλικρινούς ενδιαφέροντος από φωτισμένους εκπαιδευτικούς για συμπαράσταση και ηθική αποκατάσταση των μαθητών, που εμφανίζουν παραβατική συμπεριφορά μπορούν να συμβάλουν στην σωστή αντιμετώπιση του προβλήματος.