ΕΧΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ VETO KATA TΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ ΚΑΙ ΠΟΙΑ;
Πριν λίγες μέρες ο Υπουργός Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης, προβαίνοντας σε μια στομφώδη δήλωση για τη διαβόητη Συμφωνία των Πρεσπών, ευφυολόγησε, διατεινόμενος ότι ακόμα και αν ο… Μέγας Αλέξανδρος γίνει αύριο πρωθυπουργός της Ελλάδας, η Συμφωνία των Πρεσπών δεν μπορεί να καταργηθεί μονομερώς από την Χώρα μας. Και επειδή, λοιπόν, πολύς λόγος και ντόρος γίνεται για την μονομερή ‘‘ακύρωση’’ της, θα πρέπει κάποιος να έχει υπόψη του τα ακόλουθα:
Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι νομικά μια διμερής διεθνής συνθήκη ‘‘απλοποιημένης μορφής’’, η οποία κυρώθηκε από τα Κοινοβούλια των δύο συμβαλλόμενων χωρών, τέθηκε ήδη σε ισχύ σύμφωνα με βάση συγκεκριμένη, κοινά αποδεκτή, πρόβλεψη της (το άρθρο 20§3) και ορίστηκε, κατά την ελεύθερη βούληση των συνταξάντων της, να έχει διάρκεια αορίστου χρόνου και να είναι, ως προς το νομικό της κύρος, ανεπιφύλακτα αμετάκλητη και ειδικότερα, ως προς το άρθρο 1§3 και 4 (το άρθρο δηλαδή που κάνει λόγο για τη ‘‘μακεδονική’’ εθνότητα και γλώσσα των γειτόνων μας), απολύτως μη τροποποιήσιμη.
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 39 της Συνθήκης της Βιέννης (1961) για το Δίκαιο των Συνθηκών, η Συμφωνία των Πρεσπών δεν δύναται να τροποποιηθεί ή νομικά ματαιωθεί μονομερώς, αλλά και δεν δύναται, επίσης, με βάση τη συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 42§2 και 56, να καταγγελθεί από αμφότερα τα συμβαλλόμενα Μέρη, γιατί αφενός κάτι τέτοιο δεν προβλέφθηκε ρητά στην ίδια την Συμφωνία (των Πρεσπών) και αφετέρου δεν συνάγεται άδηλη ή υπόρρητη πρόθεση των δύο χωρών, μέσα από το κείμενο της, περί της επιφύλαξής τους να την καταγγείλουν στο μέλλον, μια που a fortiori τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν ότι αν προκύψουν διαφορές (δεν θα καταγγείλουν την Συμφωνία αλλά), θα τις λύσουν με βάση τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ ή με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ο κ. Άδωνις Γεωργιάδης, συνεπώς, ήξερε τι έλεγε όταν στομφωδώς διαλαλούσε το νομικά και διεθνοπολιτικά ‘‘αληθές και έγκυρο’’.
Ωστόσο, η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντιτέθηκαν εξ’ αρχής στη διαβόητη Συμφωνία. Θυμίζω ότι στην ομιλία του στη Βουλή κατά τη συζήτηση για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης (και νυν Πρωθυπουργός) είχε τονίσει: «Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε υπογραφεί και, βέβαια, δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε φτάσει στη Βουλή των Ελλήνων προς κύρωση. Γιατί αποτελεί εθνική ήττα, που έχει ήδη ακυρωθεί στη συνείδηση του λαού. Και εθνικό λάθος, που προσβάλλει την αλήθεια και την Ιστορία της χώρας». Και προχωρώντας έτι περαιτέρω υπερθεμάτισε: «Με απλά λόγια, η Ελλάδα μπορεί ανά πασά στιγμή να βάλει βέτο στη διαδικασία ένταξης των Σκοπίων στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Και αυτό το δικαίωμα της πατρίδας μας αρνούμαι να το απεμπολήσω κι ας το καταλάβουν όλοι από τώρα».
Ο Κ. Μητσοτάκης είχε, λοιπόν, μιλήσει τότε για πιθανά ‘‘veto’’ της Ελλάδας στην ενταξιακή πορεία των Σκοπίων στην ΕΕ. Πότε όμως, ενώπιον ποιου θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και για ποιους λόγους, σύμφωνα με το Ενωσιακό Δίκαιο, μπορεί να ενασκηθεί το δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) ενός κράτους-μέλους (κ-μ) επί της ένταξης, ουσιαστικής και διαδικαστικής, μιας υποψήφιας Χώρας στην ΕΕ; Οι απαντήσεις σε τούτα τα ερωτήματα είναι in essence το ‘‘κλειδί’’ όλων των εξελίξεων στο ‘‘Μακεδονικό’’ ζήτημα από τούδε και στο εξής.
Καταρχάς, η νομική βάση για την ένταξη ενός υποψήφιου κ-μ στην ΕΕ είναι το άρθρο 49 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), το οποίο από μόνο του είναι διατάξη – πλαίσιο. Το άρθρο αυτό αναδεικνύει ως ακρογωνιαίο λίθο της ενταξιακής διαδικασίας τον σεβασμό από την πλευρά του υποψηφίου κ-μ στις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ, όπως αυτές αδρομερώς και διακηρυκτικά διατυπώνονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ. Ακολούθως, η πλήρης εναρμόνισή του με τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και η πρακτική πλήρωση των ‘‘κριτηρίων της Κοπεγχάγης’’ είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση (conditio sine qua non) για την οποιαδήποτε προσχώρηση ενός νέου κ-μ. Τα ‘‘κριτήρια της Κοπεγχάγης’’ είναι κομβικά και ‘‘δικτυώνονται’’ σε πολιτικό, οικονομικό και νομοθετικό επίπεδο:
Κάθε υπό ένταξη κ-μ, λοιπόν, πρέπει να έχει παγιωμένους σταθερούς θεσμούς που εγγυώνται τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία των μειονοτήτων. Θα πρέπει, επιπρόσθετα, να έχει εν λειτουργία ή να εγκαθιδρύσει Οικονομία της Αγοράς, ώστε να είναι ικανό να αντιμετωπίσει τις ανταγωνιστικές πιέσεις των δυνάμεων αυτής και να ενσωματωθεί επιτυχώς στην ενιαία ‘‘εσωτερική Αγορά’’ της Ένωσης. Και τελικά το υποψήφιο κ-μ οφείλει απαραιτήτως να διαθέτει την ικανότητα να αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις ενός τυπικού κ-μ της ΕΕ, δηλαδή να αποδέχεται και εφαρμόζει το σύνολο του πρωτογενούς και δευτερογενούς Ενωσιακού Δικαίου, τους στόχους και τις προτεραιότητες της Ένωσης και βεβαίως να ενστερνίζεται πλήρως το κοινοτικό κεκτημένο (acquis communautaire).
Εν προκειμένω, τα Σκόπια υπέβαλαν ήδη από το 2004 Αίτηση στο Συμβούλιο (των Υπουργών) της ΕΕ και από τον Δεκέμβριο του 2005, με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τους έχει χορηγηθεί επισήμως το καθεστώς του ‘‘υποψηφίου κ-μ’’. Από τον Ιούνιο δε του 2018, λίγες μέρες μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, ήδη αποφασίστηκε από την ΕΕ να επιχειρηθεί το ‘‘άνοιγμα των διαπραγματεύσεων’’ με τη γείτονα Χώρα (Enlargement and Stabilisation Association Process –Council conclusions, Brussels 26-6-2018) και, αν και πρόσφατα, ελέω Emmanuel Macron, ‘‘πάγωσε’’ η όλη διαδικασία, είναι ισχυρές οι πιέσεις από υψηλόβαθμα στελέχη της θεσμικής ιεραρχίας της ΕΕ για να ‘‘ενεργοποιηθούν’’ ξανά οι διαπραγματεύσεις.
Συνεπώς, όπως προβλέπει το Ενωσιακό Δίκαιο, αναμένεται σε κάποιο χρονικό σημείο να συσταθούν από την Επιτροπή (Κομισιόν) διαπραγματευτικές ομάδες για να ξεκινήσουν (εν ευθέτω χρόνω) τη διαπραγμάτευση με τα Σκόπια στα κάτωθι ρητώς προβλεπόμενα 35 ενταξιακά κεφάλαια (chapters ή pillars), τα οποία είναι: Η Ελεύθερη (διασυνοριακή) διακίνηση των αγαθών και των εμπορευμάτων, η ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων, η ελευθερία της εγκατάστασης και της παροχής υπηρεσιών, η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων, οι δημόσιες προμήθειες, το εταιρικό Δίκαιο, το Δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας, η πολιτική ανταγωνισμού, οι οικονομικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, η Κοινωνία της Πληροφορίας και τα ΜΜΕ, η γεωργία και η αγροτική ανάπτυξη, η ασφάλεια των τροφίμων και η κτηνιατρική και φυτοϋγειονομική πολιτική, η αλιεία, η πολιτική Μεταφορών, η Ενέργεια, η Φορολογία, η οικονομική και νομισματική πολιτική, η Στατιστική, η κοινωνική πολιτική και η απασχόληση, η επιχειρηματική και βιομηχανική πολιτική, τα Διευρωπαϊκά Δίκτυα, η περιφερειακή πολιτική και συνεργασία επί των δομικών εργαλείων, το Δικαστικό Σώμα και τα θεμελιώδη δικαιώματα, η Δικαιοσύνη, Ελευθερία και Ασφάλεια, η Επιστήμη και η Έρευνα, η Εκπαίδευση και ο Πολιτισμός, το Περιβάλλον, ο Καταναλωτής και η προστασία της Υγείας, η Τελωνειακή Ένωση, οι Εξωτερικές Σχέσεις, η εξωτερική, αμυντική πολιτική και η πολιτική ασφαλείας, ο δημοσιονομικός έλεγχος, οι προβλέψεις για τα οικονομικά και τον Προϋπολογισμό, οι Θεσμοί και η ενότητα των λοιπών θεμάτων.
Το σημαντικό, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι για να ‘‘ανοίξει’’ ή για να ολοκληρωθεί οποιοδήποτε από τα άνω 35 ενταξιακά κεφάλαια απαιτείται ομοφωνία (unanimity) και συνεπώς αν η Ελλάδα θέτει veto σ’ ένα, σε κάποια ή και σ’ όλα τα κεφάλαια, είναι δυνατόν αυτά επ’ άπειρον να μην ‘‘ανοίγουν’’ ή, αν έχουν ‘‘ανοίξει’’, να μην ‘‘κλείνουν’’. Και αυτό, γιατί την εκάστοτε, επιμέρους ή και συνολική, διαπραγματευτική θέση της ΕΕ σχεδιάζει μεν και προτείνει η Κομισιόν, αλλά αυτή (η διαπραγματευτική θέση) πρέπει να εγκριθεί απαραιτήτως απ’ όλα τα κ-μ ομοφώνως στο Συμβούλιο (των Υπουργών).
Όταν δε, προφανώς μετά από ένα διάστημα κάποιων ετών, τυχόν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην ΕΕ και τα Σκόπια και στα 35 ως άνω ενταξιακά κεφάλαια, το Συμβούλιο (των Υπουργών), λαμβάνοντας υπόψη του και τη γνώμη της Επιτροπής (Κομισιόν), η οποία δεν είναι δεσμευτική, αλλά και την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θα κληθεί να αποφασίσει, και πάντως ομόφωνα, σχετικά με την προσχώρηση στην ΕΕ του υποψηφίου κράτους, αφού ασφαλώς πρώτα αξιολογήσει αν πληρούνται τα ‘‘κριτήρια επιλεξιμότητας’’ που θέτει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και φυσικά και τα ‘‘κριτήρια της Κοπεγχάγης’’. Θεωρητικώς, λοιπόν, η θέση veto από την πλευρά της Ελλάδας σε τούτο το διαδικαστικό σημείο επί της απόφασης του Συμβουλίου περί της προσχώρησης των Σκοπίων στην ΕΕ, θα ματαίωνε τη συγκεκριμένη προσχώρηση.
Επιπλέον, σύμφωνα με την εξαίρεση του αρ. 218§8 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ), για την υπογραφή της Πράξης Προσχώρησης, το Συμβούλιο απαιτείται να αποφασίσει ομόφωνα (unanimously in association agreements) και όχι με ενισχυμένη πλειοψηφία (qualified majority). Επομένως, η Ελλάδα έχει απόλυτο δικαίωμα να προβάλει veto και στην απόφαση περί της υπογραφής της Πράξης Προσχώρησης.
Εν συνεχεία και υπό τον όρο ότι θα υλοποιηθούν όλες οι παραπάνω διαδικαστικές προϋποθέσεις, θα τεθεί σε εφαρμογή η διαδικασία που έχει να κάνει με την επικύρωση της Πράξης Προσχώρησης στα εθνικά Κοινοβούλια των κρατών-μελών της ΕΕ, σύμφωνα με τους ισχύοντες συνταγματικούς κανόνες κάθε κράτους-μέλους. Η δε Πράξη Προσχώρησης, με την οποία ολοκληρώνεται η ένταξη του υποψηφίου κράτους στην Ένωση, αρχίζει να ισχύει μόνο από τη χρονική στιγμή που αυτή επικυρωθεί και από το Κοινοβούλιο του τελευταίου κράτους - μέλους. Κατά συνέπεια, μια μορφή ουσιαστικού veto, δηλαδή πρακτικής άρνησης να εισέλθουν τα Σκόπια, νυν υποψήφιο κ-μ, στην ΕΕ, μπορεί να είναι και η μη επικύρωση από το Εθνικό μας Κοινοβούλιο της Πράξης Προσχώρησης.
Πάντως, η ενταξιακή διαδικασία ενός υποψηφίου κ-μ μπορεί να είναι θέμα μηνών, μπορεί (όπως συνήθως) να εκτείνεται σε κάποια χρόνια, μπορεί όμως να είναι και ατέρμονα ‘‘βαλτωμένη’’. Επί παραδείγματι, η Τουρκία υπέβαλε αίτηση ένταξης από το 1987 και είναι ακόμα ‘‘υποψήφια’’. Εν πάση περιπτώσει όμως, το κάθε veto τίθεται σε οποιαδήποτε από τις άνω περιστάσεις για συγκεκριμένο λόγο αποκλειστικά και μόνο επί της συμπεριφοράς και εν γένει συμμόρφωσης του υποψηφίου κ-μ στα κριτήρια της Κοπεγχάγης και επί της υιοθέτησης και εφαρμογής των τεχνικών προδιαγραφών της ευρωπαϊκής (ενωσιακής) νομοθεσίας και του κοινοτικού κεκτημένου, όπως αυτά ισχύουν για κάθε ενταξιακό κεφάλαιο. Οποιοιδήποτε άλλοι λόγοι αρνησικυρίας είναι νομικά και πολιτικά απαράδεκτοι.
Είναι παρά ταύτα δεδομένο, ωστόσο, ότι τα Σκόπια, ως υποψήφιο κ-μ, ούτως ή άλλως θα βοηθηθούν σε κάθε βήμα της ενταξιακής διαδικασίας από την ΕΕ. Ήδη από την υπογραφή, το 2001, της Προενταξιακής Συμφωνίας ανάμεσα στην ΕΕ και τη γείτονα χώρα (Stabilisation and Association Agreement between the European Communities and their Member States, of the one part, and the former Yugoslav Republic of Macedonia, of the other part) η ευρωπαϊκή αρωγή είναι ποικιλότροπη και ευρεία. Χαρακτηριστικά, μόνο στο επίπεδο της οικονομικής υποστήριξης, το όμορο κράτος έλαβε και θα λάβει μέχρι το 2020 από το οικείο Ευρωπαϊκό Ταμείο (Instrument of Pre-Accession Assistance) 1,3 δισ. Ευρώ, ποσό αρκετά σημαντικό αν αναλογιστεί κάποιος ότι τη δεκαετία 2007-2017 η ΕΕ επένδυσε 8,9 δισ. Ευρώ στην ευρύτερη περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων.
Περαιτέρω, η ενταξιακή πορεία των Σκοπίων στην ΕΕ θα συμβαδίζει παράλληλα με το λεγόμενο ‘‘Berlin Prozess’’ και θα καθορίζεται συνεπώς από τα ευρύτερα προτάγματα της ευρωπαϊκής (ενωσιακής) πολιτικής στα Βαλκάνια. Σε κάθε περίπτωση όμως, πολιτικοί και πολίτες θα πρέπει να φέρουμε κατά νου ότι τα Σκόπια θα πρέπει να συμμορφώνονται, πέραν όλων των παραπάνω, με τις ήδη επείγουσες στρατηγικές προτεραιότητες που τους έχουν τεθεί (Urgent reform priorities for the Former Yugoslav Republic of Macedonia – June 2015), στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η στερέωση του κράτους δικαίου, η αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησής τους, η ελευθερία της έκφρασης και η εκλογική μεταρρύθμιση, θα πρέπει να τηρούν απαρεγκλίτως τη ‘‘Συμφωνία του Πρζίνο’’ (Pržino Agreement), που είναι ο πολιτικός χάρτης σταθερότητας της Χώρας τους, τη Συμφωνία-Πλαίσιο της Οχρίδας, που είναι ο καμβάς διαφυλετικής αλληλεγγύης και συμφιλίωσης του κράτους τους, αλλά και να συμβαδίζουν απόλυτα με άλλα σημαντικά έγγραφα. Τέτοια είναι τα Κοινά Συμπεράσματα του Οικονομικού και Δημοσιονομικού Διαλόγου ανάμεσα στην ΕΕ, τα Δυτικά Βαλκάνια και την Τουρκία (the Joint Conclusions of the Economic and Financial Dialogue between the EU and the Western Balkans and Turkey), η Βίβλος της Κομισιόν για τη στρατηγική διεύρυνσης της ΕΕ (Commission’s 2005 enlargement strategy paper) και βεβαίως τα συμπεράσματα του Στρασβούργου για μια αξιόπιστη προοπτική διεύρυνσης στα Δυτικά Βαλκάνια (A credible enlargement perspective for and enhanced EU engagement with the Western Balkans, Stasbourg 6-2-2018).
Η στρατηγική ανάγκη και πολιτική προτεραιότητα, λοιπόν, της ΕΕ για διεύρυνση προς τα Δυτικά Βαλκάνια είναι και διαπιστωμένη και διακεκηρυγμένη. Η σταθερότητα της περιοχής αποτελεί θεμέλιο λίθο της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης, γι’ αυτό και τα Σκόπια είναι βέβαιο ότι, όπως προκύπτει και από τα παραπάνω, θα βοηθηθούν παντοειδώς. Το Συμβούλιο Περιφερειακής Συνεργασίας (Regional Cooperation Council), το Επενδυτικό Πλαίσιο για τα Δυτικά Βαλκάνια (The Western Balkans Investment Framework - WBIF), o Μηχανισμός Ευρωπαϊκής Διασύνδεσης (The Connecting Europe Facility - CEF) ή και το Όργανο Τεχνικής Βοήθειας και Ανταλλαγής Πληροφοριών (the Technical Assistance and Information Exchange Instrument) θα είναι τα προσεχή χρόνια στη διάθεση τους και θα προσφέρουν τη χρήσιμη αρωγή και τεχνογνωσία τους στα επιμέρους ενταξιακά ζητήματα και τις όποιες, στριφνές ή μη, λεπτομέρειες.
Παρά όλα τα ανωτέρω όμως, γενικά μιλώντας, η οποιαδήποτε ενταξιακή διαδικασία, άρα κι αυτή των Σκοπίων, πέρα από τα τεχνοκρατικά της στάδια και τις επιμέρους τεχνικές της λεπτομέρειες (technicalities) είναι μια διαδικασία κατεξοχήν πολιτική, κυρίως γιατί η συμμετοχή στην Ένωση είναι μια διεθνούς βεληνεκούς πολιτική απόφαση και άρα ένα κορυφαίο (διεθνικό) πολιτικό γεγονός.
Αν και, λοιπόν, στο ίδιο το κείμενο της διαβόητης Συμφωνίας των Πρεσπών δεσμευτήκαμε να μη φέρουμε αντιρρήσεις στην ένταξη των Σκοπίων στην ΕΕ, αλλά αντιθέτως να την υποστηρίξουμε αλληλέγγυα, και παρόλο που και το γενικότερο πνεύμα στα ενδότερα της Ένωσης είναι η ουσιαστική και πολυμερής υποβοήθηση των υποψήφιων χωρών, ώστε αυτές να εισέλθουν τελικά στην ΕΕ, τηρώντας προφανώς τους όρους και προϋποθέσεις (conditionality), σ’ όλη την παραπάνω διαδικασία, ανάλογα με τις εξωτερικές διμερείς σχέσεις (international relations) των δύο κρατών (Ελλάδας και Σκοπίων), τη στρατηγική διπλωματία τους, τη συμμόρφωση των Σκοπίων με το κοινοτικό κεκτημένο και τη πολιτική στάση της ΕΕ, αλλά και το ευρύτερο γεωπολιτικό status στα Βαλκάνια, (θα) είναι δυνατόν, κατά περιόδους ή σε πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις, να βρίσκονται εκ μέρους μας πραγματιστικές ή και επιφανειακές ως και ‘‘κατασκευασμένες’’ προφάσεις κωλυσιεργίας στη διαδικασία της προσχώρησης του γειτονικού κράτους στην ΕΕ. Είναι άλλωστε τέτοια η ποικιλία, η φύση των θεματικών και το εύρος και βάθος των λεπτομερειών του ενταξιακού project, που πάντα θα βρίσκονται λόγοι ‘‘παγώματος’’ της ενταξιακής ροής (αν το θελήσουμε και έχουμε τέτοιες προθέσεις).
Αλλά τα veto μας, ή έστω οι αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις μας σε τούτη την ενταξιακή πορεία των Σκοπίων, είναι ad hoc αποκρυσταλλωμένως ορισμένα. Είναι απολύτως ξεκάθαρο – και αυτό ας μην το λησμονεί κανείς – ότι κατά τη Συμφωνία των Πρεσπών δεν μπορούμε να θέτουμε ως χώρα veto μόνο και μόνο επειδή (θα) χρησιμοποιούν το όνομα «Βόρεια Μακεδονία». Δεν μπορούμε, επί παραδείγματι, να θέτουμε αντιρρήσεις αν, στο πλαίσιο της τελωνειακής ένωσης, οι γείτονες ονοματίζουν τα προϊόντα τους ως ‘‘μακεδονικά’’, δεν μπορούμε να αντιδρούμε αν οι δικές τους (οι Σκοπιανές) διαπραγματευτικές ομάδες διαπραγματεύονται στα πλαίσια των επιμέρους 35 άνω ενταξιακών κεφαλαίων με τις αντίστοιχες διαπραγματευτικές ομάδες της ΕΕ στο όνομα του ‘‘μακεδονικού’’ λαού, πολύ περισσότερο δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να αρνούμαστε τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων και τον τελικό τερματισμό της ένταξης αν οι γείτονες είτε στο εσωτερικό της χώρας τους, είτε απέναντι στην ΕΕ, είτε απέναντι σε τρίτες χώρες, είτε στις διμερείς μας σχέσεις μιλούν και υπερθεματίζουν για ‘‘μακεδονικό’’ έθνος και ‘‘μακεδονική’’ γλώσσα. Είναι το διαβόητο erga omnes βλέπετε… Είναι το επαίσχυντο αποτύπωμα Τσίπρα στη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία….
Κατερίνη, 21/11/2019
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International Relations
and the political science