18.5.20

Δαναΐδες, οι πενήντα κόρες του Δαναού

Με τη συλλογική ονομασία Δαναΐδες είναι γνωστές οι πενήντα κόρες του Δαναού, τις οποίες
απέκτησε με δέκα διαφορετικές γυναίκες (τις: Ατλαντείη, Ελεφαντίδα, Έρση, Ευρώπη, Κρινώ, Μέμφιδα, Πιερία, Πολυξώ, Φοίβη και μια ανώνυμη Αιθιοπίδα). Λέγονταν και Δανααί (Στράβων, Η 371), ή και Βηλίδες από τον παππού τους Βήλο (Οβιδίου Μεταμορφώσεις, IV 463).

Μετά τον θάνατο του Βήλου, οι Δαναΐδες ακολούθησαν τον πατέρα τους και έφυγαν από τη Λιβύη (της οποίας η βασιλεία είχε ανατεθεί σε αυτόν), καθώς φοβόνταν τους 50 γιους του αδελφού του, του Αιγύπτου. Αρχικώς κατέπλευσαν στη Λίνδο της Ρόδου και κατά μία παράδοση τρεις Δαναΐδες έμειναν για πάντα εκεί μετά την αναχώρηση των υπόλοιπων: «…ετελεύτησαν κατά την επιδημίαν την εν τη Λίνδω» (Διόδωρος ο Σικελιώτης, Ε 58). Τελικώς έφθασαν στο Άργος. Την άφιξή τους εκεί σημάδεψε ένα ερωτικό περιστατικό του θεού Ποσειδώνα με μία από τις Δαναΐδες, την Αμυμώνη, που είχε σταλεί με αδελφές της να βρουν νερό. Το περιστατικό αυτό είχε ευνοϊκό αποτέλεσμα για τον κάμπο του Άργους, καθώς η περιοχή αρδεύθηκε με άφθονα νερά και έγινε γονιμότατη. Ο Δαναός έθεσε αξίωση επί του θρόνου του Άργους, καθώς ήταν δισέγγονος της Ιούς, κόρης του βασιλιά του Άργους Ινάχου, οπότε το σχετικό δημοψήφισμα τον έφερε στην εξουσία.


Ύστερα από λίγο καιρό όμως κατέφθασαν στην πόλη οι 50 γιοι του Αιγύπτου (οι «Αιγυπτιάδες») και απαίτησαν να τους παντρευτούν οι ισάριθμες Δαναΐδες. Ο Δαναός δέχθηκε φαινομενικά και «μοίρασε» με κλήρο την καθεμιά από τις κόρες του στον καθένα Αιγυπτιάδη (εκτός από τις κόρες τις Μέμφιδας, που πήραν τους συνωνύμους τους), αλλά είχε αποφασίσει την εξόντωσή τους: Εφοδίασε με ένα μεγάλο μαχαίρι την καθεμιά από τις Δαναΐδες και τις διέταξε να σκοτώσουν τους συζύγους τους την πρώτη νύχτα του γάμου σκίζοντας την καρδιά τους με αυτό όταν αυτοί θα είχαν αποκοιμηθεί.


Οι Δαναΐδες εκτέλεσαν την εντολή του πατέρα τους, εκτός από τη μεγαλύτερη στην ηλικία, την Υπερμνήστρα, που ερωτεύθηκε τον Λυγκέα και δεν τον σκότωσε. Για τον λόγο αυτό φυλακίσθηκε από τον Δαναό, αλλά ελευθερώθηκε από τη θεά του έρωτα, την Αφροδίτη. Τα κεφάλια των σκοτωμένων τάφηκαν στη Λέρνη και τα σώματά τους έξω από την πόλη. Αντίθετα, ο Παυσανίας αναφέρει (Β 24, 2) ότι στη Λέρνη τάφηκαν τα σώματα, ενώ οι κεφαλές στον δρόμο προς την ακρόπολη του Άργους. Την ταφή ακολούθησαν καθαρμός (που έγινε με διαταγή του Δία από τον Ερμή και την Αθηνά) και γυμναστικοί αγώνες, οι νικητές των οποίων πήραν από μία Δαναΐδα ως έπαθλο.


Τον Δαναό διαδέχθηκε ο Λυγκέας και, σύμφωνα με νεότερο μύθο, ο Δαναός και οι κόρες του σκοτώθηκαν από τον Λυγκέα. Η παράδοση συνέδεσε την εγκατάσταση των Δαναΐδων στην Αργολίδα με τη λατρεία της Δήμητρας, την τελετή των Θεσμοφορίων της οποίας πίστευαν ότι είχαν μεταφέρει από την Αίγυπτο (Ηρόδοτος, Β 171).


Μια αρκετά μεταγενέστερη παράδοση παρουσιάζει τις Δαναΐδες στα Τάρταρα / Άδη να μεταφέρουν και να ρίχνουν νερό σε ένα πιθάρι με τρύπες («τετρημένον πίθον») για να τιμωρηθούν δήθεν για τη δολοφονία των Αιγυπτιαδών. Αυτό έγινε στη νεότερη εποχή πολύ γνωστή έκφραση, ο «Πίθος των Δαναΐδων», για το πραγματικό νόημα του οποίου παραπέμπουμε στο ιδιαίτερο άρθρο.


Ο μύθος των Δαναΐδων χρησιμοποιήθηκε από αρκετούς λογοτέχνες, κυρίως δραματουργούς. Ο Αισχύλος έγραψε με βάση αυτόν τις τραγωδίες Ικέτιδες και Δαναΐδες, καθώς και το σατυρικό δράμα Αμυμώνη. Τραγωδίες με τον τίτλο «Δαναΐδες» συνέγραψαν επίσης ο Φρύνιχος και ο Τιμησίθεος. Ο Αριστοφάνης και ο Δίφιλος ο Σινωπεύς σατίρισαν τον μύθο σε δύο κωμωδίες τους. Αναφέρονται επίσης αντίστοιχα έργα του Αρχιλόχου και του Θεοδέκτη, που έχουν χαθεί.