Φιλόλογος, συγγραφέας
Μέλος Λογοτεχνικής παρέας Κατερίνης "ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΕΣ"
Μύθος και λόγος – έτσι χαρακτηρίζουμε το δίπολο, όπου αιωρείται η ανθρώπινη πνευματική ζωή. Η μυθική παραστατική δύναμη και η λογική σκέψη συνιστούν δύο διαφορετικά πεδία κατανόησης του κόσμου και της αλήθειας. Η πρώτη είναι εικονιστική, ενώ η δεύτερη είναι εννοιολογική. Αρχικά, ο μυθικός σχηματισμός παραστάσεων είναι η μόνη μορφή με την οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να κατανοήσει τον εξωτερικό και τον εσωτερικό του κόσμο. Ωστόσο και στη μυθική σκέψη σπερματικά και περιβεβλημένη από ένα παχύ στρώμα δεισιδαίμονων παραστάσεων εμφανίζεται – έστω αυθαίρετα και άκριτα – η αρχή της αιτιότητας. Αυτό το εγγενές στις μυθικές παραστάσεις και στην πρακτική τους επίδραση αιτιακό στοιχείο συνδέει σταδιακά τη μυθική με τη λογική σκέψη.
Από την αυγή του ανθρώπινου πολιτισμού, ο άνθρωπος προσπάθησε να εξηγήσει τον κόσμο γύρω του, τη φύση, τη ζωή και τον θάνατο με μια ποιητική, φανταστική και συμβολική αφήγηση η οποία απέβλεπε στο να δώσει νόημα στο ανεξήγητο. Το αινιγματικό βλέμμα του μύθου δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος κατανόησης της πραγματικότητας μέσα από εικόνες και σύμβολα. Είναι ένας συμβολικός τρόπος συγκρότησης της εμπειρίας, όπου το νόημα δεν αντλείται από την αιτιότητα, αλλά από τη σχέση με το ιερό, το άχρονο, το κοσμικό. Στον μύθο η γλώσσα λειτουργεί ποιητικά/συνυποδηλωτικά: δεν περιγράφει αλλά δημιουργεί πραγματικότητα. Όπως σημειώνει ο γερμανός φιλόσοφος και ιστορικός των ιδεών Ernst Kassirer, ο μύθος δεν προηγείται του λόγου ως σφάλμα, αλλά τον συνοδεύει ως συμβολική μορφή, μια ιδιαίτερη δομή του ανθρώπινου πνεύματος, η οποία νοηματοδοτεί τον κόσμο μέσα από εικόνες και αρχετυπικά σχήματα. Ο Γερμανός φιλόσοφος αναλύει τον ρόλο του μύθου στην πολιτική σκέψη, υποστηρίζοντας ότι οι μύθοι συνιστούν θεμελιώδη στοιχεία της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Η παραδοσιακή θεώρηση, που ανάγεται στην αρχαία Ελλάδα, διαχώριζε αυστηρά τον μύθο από τον λόγο που αντιπροσώπευε την ορθολογική, επιστημονική και τεκμηριωμένη σκέψη. Ωστόσο, η σύγχρονη επιστημονική έρευνα (πχ. Claude Levi – strauss, ανθρωπολόγος και πρωτοπόρος διανοητής του δομισμού) έχει καταδείξει τη συμπληρωματική σχέση των δύο όρων. Ο μύθος, αντί να αντιτίθεται στον λόγο, αναδεικνύεται ως μια συμβολική μορφή και ένα πρωτογενές μοντέλο κατανόησης του κόσμου, το οποίο ο λόγος συχνά επανεπεξεργάζεται.
Ο μύθος, επίσης, παρουσιάζεται εκεί όπου δεν είναι δυνατός ο λόγος, εκεί όπου δεν είναι δυνατό να δοθεί μια λογική και επιστημονική ερμηνεία των φαινομένων ή των γεγονότων. Ο μύθος τότε καταφεύγει στο υπερφυσικό, στις εικόνες, στις υπερβολές και στις μεταφορές. Στον μύθο όλα γίνονται με την παρέμβαση θεϊκών και υπερφυσικών δυνάμεων, όλα εξηγούνται με την έννοια του θαύματος, αν και, όπως σωστά υποστηρίζεται, ο μύθος έχει μέσα του έναν πυρήνα αλήθειας. Η αλήθεια του μύθου μπορεί να αποκαλυφθεί με τη λεγόμενη απομυθοποίηση/ απομύθευση.
Ωστόσο, με τον καιρό γεννήθηκε μία νέα δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος: ο λόγος. Ο λόγος, δηλαδή η λογική σκέψη, η επιχειρηματολογία και η κριτική ανάλυση, εμφανίστηκε ως αναζήτηση της αλήθειας μέσω της παρατήρησης και της απόδειξης. Ο τιμητικός τίτλος για τη γνώση της σχέσης μύθου και λόγου, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο γερμανός φιλόσοφος Βίλχελμ Νέστλε, ανήκει στους αρχαίους Έλληνες. Κανένας άλλος λαός, υποστηρίζει, δεν έχει να επιδείξει τέτοια αρμονία φαντασίας και νου, πλαστικής μορφοποιού δύναμης και υψηλής μορφωτικής ικανότητας. Αυτή η σχέση ισορροπίας τον προέτρεψε να δαμάσει τις υπερβολές με το μέτρο και τον προφύλαξε από έναν εκφυλισμό της φαντασιακής δύναμης σε τερατολογία και σε μια άκαμπτη νοησιαρχία.
Η πορεία από τον μύθο στον λόγο γίνεται σταδιακά. Αρχικά, ο μύθος είναι κυρίαρχος και ο λόγος, όταν αρχίζει σιγά σιγά να αναφαίνεται, αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμά του. Ωστόσο, ο αναλυτικός στοχασμός και η οξυδερκής ανάλυση επικρατούν και έτσι εξορίζουν τον μύθο από την πρωτοκαθεδρία του. Ο λόγος με πρώτους τους φιλοσόφους, όπως ο Θαλής και ο Ηράκλειτος, που προσπάθησαν να εξηγήσουν το σύμπαν όχι πια με θεϊκές παρεμβάσεις, αλλά με νόμους της φύσης και ορθολογικά επιχειρήματα, αρχίζει να αναδύεται νωρίς, να ωριμάζει δίπλα στον άλλο πόλο και να τον υπερβαίνει σε ανάπτυξη. Για τη σχέση «μύθου και λόγου» γράφει ο Πλούταρχος: «Ο μύθος είναι απατηλός/τεχνητός λόγος που παριστάνει τον αληθινό. Γι’ αυτό και απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Αντίθετα, ο λόγος είναι ομοίωμα και εικόνα της πραγματικότητας, ενώ ο μύθος είναι εικόνα και ομοίωμα του λόγου». Ωστόσο, μύθος και λόγος, φαινομενικά εχθρικοί αδελφοί, είναι παιδιά του ίδιου ελληνικού πνεύματος, το οποίο παρουσιάζει στην αρχαία ελληνική σκέψη και φιλοσοφία διάφορα στάδια της εξέλιξής του. Στον αγώνα τους μοιάζουν με το ζεύγος παλαιστών, όπου ο καθένας από τους δύο επιδεικνύει την ίδια ομορφιά και δύναμη, αλλά αναγκαστικά ένας είναι ο νικητής. Έτσι και για τη διαμάχη μύθου και λόγου ισχύει η βαθυστόχαστη ρήση: Nemo contra deum nisi deus ipse.
Βέβαια, η ιστορία του πνεύματος της ανθρωπότητας έδειξε ότι και ο λόγος, η έλλογη σκέψη, δεν είναι κάποτε σε θέση να συλλάβει πλήρως την πραγματικότητα και συχνά προσκρούει σε άλυτα αινίγματα με αποτέλεσμα να παραιτείται από την ερμηνεία του νοήματος του Είναι και της Ύπαρξης, καθώς η γνώση της εμπειρικής έρευνας και της έλλογης σκέψης οδηγείται σε αδιέξοδο. Ωστόσο, ο λόγος θα πολεμήσει αδυσώπητα το παράλογο μέσα στη μυθική θεώρηση του κόσμου. Με την αφύπνιση του λόγου υπό την έννοια της κριτικής σκέψης, αρχίζει η σταδιακή απομάγευση ή ο αφαγιασμός του κόσμου. Έτσι ο ορθολογισμός γίνεται το αναγκαίο στοιχείο κάθε φυσιολογικής πνευματικής ζωής. Όποιο όνομα κι αν δοθεί σε αυτή την πνευματική διαδικασία εκκοσμίκευση ή εγκοσμιοποίηση, εκλογίκευση ή διαφωτισμός, η ιστορία αποδεικνύει ότι ήταν αναπόφευκτη για την εξέλιξη της ανθρωπότητας και ότι συνέβαλε στη μετάβαση από τις μεσαιωνικές περιόδους πολιτισμού σε αυτές της νεοτερικότητας.
Η έννοια του Μύθου και του Λόγου αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις άξονες της ελληνικής σκέψης από την αρχαιότητα έως την νεοελληνική πνευματική παράδοση και, ασφαλώς, του δυτικού στοχασμού. Η ανάδυση του λόγου στην ελληνική σκέψη σηματοδοτεί μία νέα επιτελεστικότητα της γλώσσας: η λέξη πλέον δεν φανερώνει το θείο, αλλά αναζητεί την αλήθεια μέσω της επιχειρηματολογίας. Ο λόγος γίνεται κριτήριο, μέτρο, αρχή διάκρισης. Από την αρχαία Ελλάδα έως τη νεοτερικότητα το δίπολο αυτό διαμορφώθηκε ως μετάβαση ή ακριβέστερα ως ρήξη από τον μύθο προς τον λόγο. Ωστόσο, οι δύο αυτοί τρόποι πρόσληψης της πραγματικότητας δεν συνιστούν απλώς διαφορετικές μορφές γνώσης, αλλά διαφορετικές οντολογικές στάσεις απέναντι στον κόσμο: ο μύθος εκφράζει την ανάγκη του ανθρώπου να προσδώσει νόημα στο άγνωστο μέσω της αφήγησης και του συμβόλου, ενώ ο λόγος εκφράζει την κριτική λειτουργία του νου, που επιδιώκει τη συστηματική κατανόηση και την αιτιολόγηση. Μύθος και λόγος στον αρχαιοελληνικό στοχασμό: Από την αινιγματική ματιά του μύθου στο στοχαστικό βλέμμα του λόγου
Στην αρχαϊκή Ελλάδα, η μυθική σκέψη συγκροτεί τον πυρήνα της κοσμοαντίληψης. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, με τα έπη και τη θεογονία τους, διαμορφώνουν ένα συμβολικό σύστημα ερμηνείας του κόσμου, στο οποίο η φύση, οι θεοί και οι άνθρωποι συνυπάρχουν σε ενότητα. Η ανάδυση του λόγου στους προσωκρατικούς φιλοσόφους δεν συνεπάγεται την άρνηση του μύθου, αλλά τη μεταστοιχείωσή του σε αφηρημένη σκέψη. Ο Ηράκλειτος αντιλαμβάνεται τον λόγο ως καθολική αρχή τάξης και νομοτέλειας, ενώ ο Παρμενίδης αντιπαραβάλλει την οδό της Αληθείας στην οδό της Δόξας, εγκαινιάζοντας τον ορθολογικό στοχασμό.
Στην αρχαία Ελλάδα οι μύθοι των Ολύμπιων θεών, των ηρώων και των τεράτων, έδιναν απαντήσεις σε θεμελιώδη ερωτήματα για τη δημιουργία του κόσμου, τη μοίρα και τη φύση του ανθρώπου. Ο μύθος λειτουργούσε ως συλλογική μνήμη και φορέας αξιών. Μέσα από αυτόν οι άνθρωποι μάθαιναν τι είναι δίκαιο, ιερό… Τον μύθο χρησιμοποιεί και ο Πλάτωνας στις περιπτώσεις που κρίνει ανεπαρκή τη λογική ερμηνεία ενός προβλήματος. Σε ορισμένα ζητήματα, γράφει,( Γοργίας, 527, a), αν δεν μπορούμε να βρούμε κάτι με τον λόγο, αν δεν μπορούμε να βρούμε λογικές λύσεις και εξηγήσεις, καταφεύγουμε στον μύθο και στην πίστη, ακόμη και σε «γραώδεις μύθους». Στον Πρωταγόρα, για παράδειγμα, ο σοφιστής δίνει την εντύπωση ότι χειρίζεται τον μύθο σαν υπόβαθρο του λόγου, όχι σαν συμπλήρωμά του. Ο μύθος περιέχει, όπως πιστεύει, βασικές αλήθειες τις οποίες ο λόγος είναι υποχρεωμένος να λάβει υπόψη. Ο μύθος του Πρωταγόρα με τον τίτλο ( περί της εν αρχή καταστάσεως), δηλαδή για την αρχική κατάσταση του κόσμου και της ανθρώπινης κοινωνίας, είναι ο γνωστός μύθος του Ησιόδου που τον χρησιμοποίησε και ο Αισχύλος ως θέμα των τραγωδιών του, αναφέρεται στην κλοπή της φωτιάς από τον Προμηθέα. ( ο μύθος του Πρωταγόρα περιέχει φιλοσοφικές και κοσμολογικές ιδέες = οι ζωντανοί οργανισμοί αποτελούνται από χώμα και φωτιά, βιολογικές αλήθειες, πχ. ο νόμος της αναπλήρωσης, η αδυναμία σε κάποιο ζώο αναπληρώνεται με την ικανότητα για γρήγορο τρέξιμο ή με την ικανότητα να αφήνουν πολλούς απογόνους, κοινωνιολογικές παρατηρήσεις, πχ. η συγκρότηση πόλεων προέκυψε ως ανάγκη από τον κίνδυνο αφανισμού τους από τα θηρία…, ερμηνεία για τη γένεση της θρησκείας.
Στον Πλάτωνα, επομένως, ο μύθος και ο λόγος συνυπάρχουν δημιουργικά. Οι πλατωνικοί μύθοι (του σπηλαίου, του Ηρός) δεν λειτουργούν ως προλογικά κατάλοιπα, αλλά ως διαλογικές μεταφορές: ο μύθος εντάσσεται στην υπηρεσία του λόγου, λειτουργώντας εκεί όπου ο λόγος συναντά τα όριά του. Παρότι ο λόγος αναλαμβάνει την αποδεικτική λειτουργία, ο φιλόσοφος επιστρατεύει τον μύθο – όπως στον μύθο του σπηλαίου – για να αποδώσει μεταφυσικές αλήθειες που υπερβαίνουν τα όρια της λογικής αναλυτικότητας. Ο Αριστοτέλης, από την άλλη, θεωρεί τον μύθο ως απαραίτητο στοιχείο της τραγωδίας και αναγνωρίζει στην ποιητική μίμηση μια γνωσιολογική και παιδευτική λειτουργία, όπου η τέχνη αποκαλύπτει το καθολικό μέσω του φανταστικού. Έτσι, η μετάβαση από τον μύθο στον λόγο δεν είναι ρήξη, αλλά εσωτερική εξέλιξη της ίδιας πνευματικής ανάγκης.
Όπως διαπιστώνουμε, ο ελληνικός στοχασμός δεν προτείνει την αντιπαράθεση, αλλά τη συμβίωση μύθου και λόγου. Ο πρώτος αποτελεί τη φωνή της ψυχής, ο δεύτερος τη φωνή του νου. Όμως μαζί συγκροτούν το πλήρες φάσμα της ανθρώπινης σκέψης. Και μόνο η σύνθεσή τους μπορεί να παράγει πολιτισμό, ποίηση και φιλοσοφία. Όπως απέδειξε η ελληνική παράδοση από τον Όμηρο έως τον Ελύτη, η αλήθεια του ανθρώπου δεν είναι ούτε καθαρά μυθική ούτε απολύτως λογική- είναι ποιητικά λογική και λογικά ποιητική. Έτσι, η μετάβαση από τον μύθο στον λόγο σηματοδοτεί τη γέννηση της φιλοσοφίας και της επιστήμης.
Μύθος και λόγος – έτσι χαρακτηρίζουμε το δίπολο, όπου αιωρείται η ανθρώπινη πνευματική ζωή. Η μυθική παραστατική δύναμη και η λογική σκέψη συνιστούν δύο διαφορετικά πεδία κατανόησης του κόσμου και της αλήθειας. Η πρώτη είναι εικονιστική, ενώ η δεύτερη είναι εννοιολογική. Αρχικά, ο μυθικός σχηματισμός παραστάσεων είναι η μόνη μορφή με την οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να κατανοήσει τον εξωτερικό και τον εσωτερικό του κόσμο. Ωστόσο και στη μυθική σκέψη σπερματικά και περιβεβλημένη από ένα παχύ στρώμα δεισιδαίμονων παραστάσεων εμφανίζεται – έστω αυθαίρετα και άκριτα – η αρχή της αιτιότητας. Αυτό το εγγενές στις μυθικές παραστάσεις και στην πρακτική τους επίδραση αιτιακό στοιχείο συνδέει σταδιακά τη μυθική με τη λογική σκέψη.
Από την αυγή του ανθρώπινου πολιτισμού, ο άνθρωπος προσπάθησε να εξηγήσει τον κόσμο γύρω του, τη φύση, τη ζωή και τον θάνατο με μια ποιητική, φανταστική και συμβολική αφήγηση η οποία απέβλεπε στο να δώσει νόημα στο ανεξήγητο. Το αινιγματικό βλέμμα του μύθου δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος κατανόησης της πραγματικότητας μέσα από εικόνες και σύμβολα. Είναι ένας συμβολικός τρόπος συγκρότησης της εμπειρίας, όπου το νόημα δεν αντλείται από την αιτιότητα, αλλά από τη σχέση με το ιερό, το άχρονο, το κοσμικό. Στον μύθο η γλώσσα λειτουργεί ποιητικά/συνυποδηλωτικά: δεν περιγράφει αλλά δημιουργεί πραγματικότητα. Όπως σημειώνει ο γερμανός φιλόσοφος και ιστορικός των ιδεών Ernst Kassirer, ο μύθος δεν προηγείται του λόγου ως σφάλμα, αλλά τον συνοδεύει ως συμβολική μορφή, μια ιδιαίτερη δομή του ανθρώπινου πνεύματος, η οποία νοηματοδοτεί τον κόσμο μέσα από εικόνες και αρχετυπικά σχήματα. Ο Γερμανός φιλόσοφος αναλύει τον ρόλο του μύθου στην πολιτική σκέψη, υποστηρίζοντας ότι οι μύθοι συνιστούν θεμελιώδη στοιχεία της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Η παραδοσιακή θεώρηση, που ανάγεται στην αρχαία Ελλάδα, διαχώριζε αυστηρά τον μύθο από τον λόγο που αντιπροσώπευε την ορθολογική, επιστημονική και τεκμηριωμένη σκέψη. Ωστόσο, η σύγχρονη επιστημονική έρευνα (πχ. Claude Levi – strauss, ανθρωπολόγος και πρωτοπόρος διανοητής του δομισμού) έχει καταδείξει τη συμπληρωματική σχέση των δύο όρων. Ο μύθος, αντί να αντιτίθεται στον λόγο, αναδεικνύεται ως μια συμβολική μορφή και ένα πρωτογενές μοντέλο κατανόησης του κόσμου, το οποίο ο λόγος συχνά επανεπεξεργάζεται.
Ο μύθος, επίσης, παρουσιάζεται εκεί όπου δεν είναι δυνατός ο λόγος, εκεί όπου δεν είναι δυνατό να δοθεί μια λογική και επιστημονική ερμηνεία των φαινομένων ή των γεγονότων. Ο μύθος τότε καταφεύγει στο υπερφυσικό, στις εικόνες, στις υπερβολές και στις μεταφορές. Στον μύθο όλα γίνονται με την παρέμβαση θεϊκών και υπερφυσικών δυνάμεων, όλα εξηγούνται με την έννοια του θαύματος, αν και, όπως σωστά υποστηρίζεται, ο μύθος έχει μέσα του έναν πυρήνα αλήθειας. Η αλήθεια του μύθου μπορεί να αποκαλυφθεί με τη λεγόμενη απομυθοποίηση/ απομύθευση.
Ωστόσο, με τον καιρό γεννήθηκε μία νέα δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος: ο λόγος. Ο λόγος, δηλαδή η λογική σκέψη, η επιχειρηματολογία και η κριτική ανάλυση, εμφανίστηκε ως αναζήτηση της αλήθειας μέσω της παρατήρησης και της απόδειξης. Ο τιμητικός τίτλος για τη γνώση της σχέσης μύθου και λόγου, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο γερμανός φιλόσοφος Βίλχελμ Νέστλε, ανήκει στους αρχαίους Έλληνες. Κανένας άλλος λαός, υποστηρίζει, δεν έχει να επιδείξει τέτοια αρμονία φαντασίας και νου, πλαστικής μορφοποιού δύναμης και υψηλής μορφωτικής ικανότητας. Αυτή η σχέση ισορροπίας τον προέτρεψε να δαμάσει τις υπερβολές με το μέτρο και τον προφύλαξε από έναν εκφυλισμό της φαντασιακής δύναμης σε τερατολογία και σε μια άκαμπτη νοησιαρχία.
Η πορεία από τον μύθο στον λόγο γίνεται σταδιακά. Αρχικά, ο μύθος είναι κυρίαρχος και ο λόγος, όταν αρχίζει σιγά σιγά να αναφαίνεται, αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμά του. Ωστόσο, ο αναλυτικός στοχασμός και η οξυδερκής ανάλυση επικρατούν και έτσι εξορίζουν τον μύθο από την πρωτοκαθεδρία του. Ο λόγος με πρώτους τους φιλοσόφους, όπως ο Θαλής και ο Ηράκλειτος, που προσπάθησαν να εξηγήσουν το σύμπαν όχι πια με θεϊκές παρεμβάσεις, αλλά με νόμους της φύσης και ορθολογικά επιχειρήματα, αρχίζει να αναδύεται νωρίς, να ωριμάζει δίπλα στον άλλο πόλο και να τον υπερβαίνει σε ανάπτυξη. Για τη σχέση «μύθου και λόγου» γράφει ο Πλούταρχος: «Ο μύθος είναι απατηλός/τεχνητός λόγος που παριστάνει τον αληθινό. Γι’ αυτό και απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Αντίθετα, ο λόγος είναι ομοίωμα και εικόνα της πραγματικότητας, ενώ ο μύθος είναι εικόνα και ομοίωμα του λόγου». Ωστόσο, μύθος και λόγος, φαινομενικά εχθρικοί αδελφοί, είναι παιδιά του ίδιου ελληνικού πνεύματος, το οποίο παρουσιάζει στην αρχαία ελληνική σκέψη και φιλοσοφία διάφορα στάδια της εξέλιξής του. Στον αγώνα τους μοιάζουν με το ζεύγος παλαιστών, όπου ο καθένας από τους δύο επιδεικνύει την ίδια ομορφιά και δύναμη, αλλά αναγκαστικά ένας είναι ο νικητής. Έτσι και για τη διαμάχη μύθου και λόγου ισχύει η βαθυστόχαστη ρήση: Nemo contra deum nisi deus ipse.
Βέβαια, η ιστορία του πνεύματος της ανθρωπότητας έδειξε ότι και ο λόγος, η έλλογη σκέψη, δεν είναι κάποτε σε θέση να συλλάβει πλήρως την πραγματικότητα και συχνά προσκρούει σε άλυτα αινίγματα με αποτέλεσμα να παραιτείται από την ερμηνεία του νοήματος του Είναι και της Ύπαρξης, καθώς η γνώση της εμπειρικής έρευνας και της έλλογης σκέψης οδηγείται σε αδιέξοδο. Ωστόσο, ο λόγος θα πολεμήσει αδυσώπητα το παράλογο μέσα στη μυθική θεώρηση του κόσμου. Με την αφύπνιση του λόγου υπό την έννοια της κριτικής σκέψης, αρχίζει η σταδιακή απομάγευση ή ο αφαγιασμός του κόσμου. Έτσι ο ορθολογισμός γίνεται το αναγκαίο στοιχείο κάθε φυσιολογικής πνευματικής ζωής. Όποιο όνομα κι αν δοθεί σε αυτή την πνευματική διαδικασία εκκοσμίκευση ή εγκοσμιοποίηση, εκλογίκευση ή διαφωτισμός, η ιστορία αποδεικνύει ότι ήταν αναπόφευκτη για την εξέλιξη της ανθρωπότητας και ότι συνέβαλε στη μετάβαση από τις μεσαιωνικές περιόδους πολιτισμού σε αυτές της νεοτερικότητας.
Η έννοια του Μύθου και του Λόγου αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις άξονες της ελληνικής σκέψης από την αρχαιότητα έως την νεοελληνική πνευματική παράδοση και, ασφαλώς, του δυτικού στοχασμού. Η ανάδυση του λόγου στην ελληνική σκέψη σηματοδοτεί μία νέα επιτελεστικότητα της γλώσσας: η λέξη πλέον δεν φανερώνει το θείο, αλλά αναζητεί την αλήθεια μέσω της επιχειρηματολογίας. Ο λόγος γίνεται κριτήριο, μέτρο, αρχή διάκρισης. Από την αρχαία Ελλάδα έως τη νεοτερικότητα το δίπολο αυτό διαμορφώθηκε ως μετάβαση ή ακριβέστερα ως ρήξη από τον μύθο προς τον λόγο. Ωστόσο, οι δύο αυτοί τρόποι πρόσληψης της πραγματικότητας δεν συνιστούν απλώς διαφορετικές μορφές γνώσης, αλλά διαφορετικές οντολογικές στάσεις απέναντι στον κόσμο: ο μύθος εκφράζει την ανάγκη του ανθρώπου να προσδώσει νόημα στο άγνωστο μέσω της αφήγησης και του συμβόλου, ενώ ο λόγος εκφράζει την κριτική λειτουργία του νου, που επιδιώκει τη συστηματική κατανόηση και την αιτιολόγηση. Μύθος και λόγος στον αρχαιοελληνικό στοχασμό: Από την αινιγματική ματιά του μύθου στο στοχαστικό βλέμμα του λόγου
Στην αρχαϊκή Ελλάδα, η μυθική σκέψη συγκροτεί τον πυρήνα της κοσμοαντίληψης. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, με τα έπη και τη θεογονία τους, διαμορφώνουν ένα συμβολικό σύστημα ερμηνείας του κόσμου, στο οποίο η φύση, οι θεοί και οι άνθρωποι συνυπάρχουν σε ενότητα. Η ανάδυση του λόγου στους προσωκρατικούς φιλοσόφους δεν συνεπάγεται την άρνηση του μύθου, αλλά τη μεταστοιχείωσή του σε αφηρημένη σκέψη. Ο Ηράκλειτος αντιλαμβάνεται τον λόγο ως καθολική αρχή τάξης και νομοτέλειας, ενώ ο Παρμενίδης αντιπαραβάλλει την οδό της Αληθείας στην οδό της Δόξας, εγκαινιάζοντας τον ορθολογικό στοχασμό.
Στην αρχαία Ελλάδα οι μύθοι των Ολύμπιων θεών, των ηρώων και των τεράτων, έδιναν απαντήσεις σε θεμελιώδη ερωτήματα για τη δημιουργία του κόσμου, τη μοίρα και τη φύση του ανθρώπου. Ο μύθος λειτουργούσε ως συλλογική μνήμη και φορέας αξιών. Μέσα από αυτόν οι άνθρωποι μάθαιναν τι είναι δίκαιο, ιερό… Τον μύθο χρησιμοποιεί και ο Πλάτωνας στις περιπτώσεις που κρίνει ανεπαρκή τη λογική ερμηνεία ενός προβλήματος. Σε ορισμένα ζητήματα, γράφει,( Γοργίας, 527, a), αν δεν μπορούμε να βρούμε κάτι με τον λόγο, αν δεν μπορούμε να βρούμε λογικές λύσεις και εξηγήσεις, καταφεύγουμε στον μύθο και στην πίστη, ακόμη και σε «γραώδεις μύθους». Στον Πρωταγόρα, για παράδειγμα, ο σοφιστής δίνει την εντύπωση ότι χειρίζεται τον μύθο σαν υπόβαθρο του λόγου, όχι σαν συμπλήρωμά του. Ο μύθος περιέχει, όπως πιστεύει, βασικές αλήθειες τις οποίες ο λόγος είναι υποχρεωμένος να λάβει υπόψη. Ο μύθος του Πρωταγόρα με τον τίτλο ( περί της εν αρχή καταστάσεως), δηλαδή για την αρχική κατάσταση του κόσμου και της ανθρώπινης κοινωνίας, είναι ο γνωστός μύθος του Ησιόδου που τον χρησιμοποίησε και ο Αισχύλος ως θέμα των τραγωδιών του, αναφέρεται στην κλοπή της φωτιάς από τον Προμηθέα. ( ο μύθος του Πρωταγόρα περιέχει φιλοσοφικές και κοσμολογικές ιδέες = οι ζωντανοί οργανισμοί αποτελούνται από χώμα και φωτιά, βιολογικές αλήθειες, πχ. ο νόμος της αναπλήρωσης, η αδυναμία σε κάποιο ζώο αναπληρώνεται με την ικανότητα για γρήγορο τρέξιμο ή με την ικανότητα να αφήνουν πολλούς απογόνους, κοινωνιολογικές παρατηρήσεις, πχ. η συγκρότηση πόλεων προέκυψε ως ανάγκη από τον κίνδυνο αφανισμού τους από τα θηρία…, ερμηνεία για τη γένεση της θρησκείας.
Στον Πλάτωνα, επομένως, ο μύθος και ο λόγος συνυπάρχουν δημιουργικά. Οι πλατωνικοί μύθοι (του σπηλαίου, του Ηρός) δεν λειτουργούν ως προλογικά κατάλοιπα, αλλά ως διαλογικές μεταφορές: ο μύθος εντάσσεται στην υπηρεσία του λόγου, λειτουργώντας εκεί όπου ο λόγος συναντά τα όριά του. Παρότι ο λόγος αναλαμβάνει την αποδεικτική λειτουργία, ο φιλόσοφος επιστρατεύει τον μύθο – όπως στον μύθο του σπηλαίου – για να αποδώσει μεταφυσικές αλήθειες που υπερβαίνουν τα όρια της λογικής αναλυτικότητας. Ο Αριστοτέλης, από την άλλη, θεωρεί τον μύθο ως απαραίτητο στοιχείο της τραγωδίας και αναγνωρίζει στην ποιητική μίμηση μια γνωσιολογική και παιδευτική λειτουργία, όπου η τέχνη αποκαλύπτει το καθολικό μέσω του φανταστικού. Έτσι, η μετάβαση από τον μύθο στον λόγο δεν είναι ρήξη, αλλά εσωτερική εξέλιξη της ίδιας πνευματικής ανάγκης.
Όπως διαπιστώνουμε, ο ελληνικός στοχασμός δεν προτείνει την αντιπαράθεση, αλλά τη συμβίωση μύθου και λόγου. Ο πρώτος αποτελεί τη φωνή της ψυχής, ο δεύτερος τη φωνή του νου. Όμως μαζί συγκροτούν το πλήρες φάσμα της ανθρώπινης σκέψης. Και μόνο η σύνθεσή τους μπορεί να παράγει πολιτισμό, ποίηση και φιλοσοφία. Όπως απέδειξε η ελληνική παράδοση από τον Όμηρο έως τον Ελύτη, η αλήθεια του ανθρώπου δεν είναι ούτε καθαρά μυθική ούτε απολύτως λογική- είναι ποιητικά λογική και λογικά ποιητική. Έτσι, η μετάβαση από τον μύθο στον λόγο σηματοδοτεί τη γέννηση της φιλοσοφίας και της επιστήμης.
Μύθος και λόγος στη νεοελληνική λογοτεχνία
Σήμερα σε μια εποχή, όπου η επιστήμη κυριαρχεί, ο μύθος εξακολουθεί να ζει μέσα στη λογοτεχνία, στην τέχνη, στον κινηματογράφο, ακόμη και στην καθημερινή μας φαντασία. Και αυτό μας θυμίζει ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο λογικό αλλά και ποιητικό ον. Ο μύθος μάλιστα βρίσκει την πιο εμφανή του έκφραση και πραγμάτωση στη λογοτεχνική αφήγηση. Η λογοτεχνία, ως λόγος, διασώζει και μεταπλάθει τους μύθους, δημιουργώντας νέες εκδοχές. Η Νεοελληνική λογοτεχνία, κατ’ αρχάς παρουσιάζει έναν έντονα μυθικό διακειμενικό πλούτο λόγω της άμεσης σχέσης με την αρχαία κληρονομιά. Ο αρχαίος μύθος λειτουργεί συχνά ως πλαίσιο αναφοράς για την κριτική του εθνικού ιδεολογήματος, τον προβληματισμό για την ιστορία και την έκφραση της μεταπολεμικής κρίσης και του μοντερνισμού. Στα έργα των κορυφαίων νεοελλήνων λογοτεχνών, ο μύθος δεν είναι απλώς ένα θέμα, αλλά ένα καθοριστικό εργαλείο. Χρησιμοποιείται ως σταθερό αφηγηματικό σχήμα για να αρθρώσουν τον λόγο ως κριτικό και υπαρξιακό νόημα, αποδεικνύοντας τη διαρκή λειτουργία του μυθικού στοιχείου ως γέφυρας ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν.
Η νεοελληνική λογοτεχνία, από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο, αποτελεί εργαστήριο συμφιλίωσης μύθου και λόγου μέσα στο πλαίσιο της νεοτερικής συνείδησης, καθώς ο μύθος μετατρέπεται σε φορέα υπαρξιακής και εθνικής αυτοσυνειδησίας. Ο Διονύσιος Σολωμός επανανοηματοδοτεί το μυθικό στοιχείο, συνδέοντας το υπερβατικό με το ιστορικό. Στον «Κρητικό», ο ποιητής μετατρέπει τον μυθικό χρόνο της θρησκευτικής και ηρωικής πίστης σε εσωτερικό δράμα συνείδησης. Ο μύθος της σωτηρίας υποχωρεί για να αναδυθεί ο λόγος της ψυχικής εμπειρίας – μια πρώιμη μορφή υπαρξισμού μέσα στο ρομαντικό πλαίσιο. Ο «Πόρφυρας» εκφράζει την οντολογική αγωνία μπροστά στη φύση και τον θάνατο, ενώ οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» συνθέτουν μια ποιητική αλληγορία της ελευθερίας. Στον Άγγελο Σικελιανό ο μύθος λειτουργεί ως κοσμική γλώσσα του Είναι. Ο Σικελιανός δεν επαναλαμβάνει τον αρχαίο μύθο, αλλά τον αναστοχάζεται μέσα από τον λόγο μιας πανθεϊστικής μεταφυσικής: ο λόγος γίνεται λειτουργία του μύθου. Η πιο ώριμη σύνθεση του μύθου και του λόγου στη νεοελληνική γραφή παρουσιάζεται στον Γ. Σεφέρη. Ο ποιητής επινοεί έναν λόγο που στοχάζεται τη λειτουργία του μύθου μέσα στην ιστορία. Στο «Μυθιστόρημα», οι μυθικοί ήρωες Οδυσσέας, Τειρεσίας… αποκτούν υπαρξιακό βάρος: δεν είναι σύμβολα ενός παρελθόντος, αλλά αναστοχασμοί του παρόντος. Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη αξιοποιεί τον αρχαιοελληνικό μύθο ως παραβολή για τη σύγχρονη ταυτότητα. Συγκεκριμένα, ο Γ. Σεφέρης χρησιμοποιεί τον αρχαίο μύθο όχι ως εξιδανικευμένη αναφορά αλλά ως ειρωνικό μέτρο σύγκρισης με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Στην «Ελένη» (από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ) γίνεται αναφορά στον Ευριπίδη που υποστήριξε ότι στην Τροία πήγε μόνο ένα είδωλο της Ελένης, αποδομεί τον μύθο. Η μυθική μέθοδος αξιοποιείται, δημιουργώντας μια συστοιχία ανάμεσα στα συναισθήματα και τις περιστάσεις που βιώνει ο Τεύκρος με τη συναισθηματική κατάσταση και τις σκέψεις του ίδιου του ποιητή.
Στην «Τέταρτη Διάσταση», ο Γιάννης Ρίτσος αποδομεί τον μύθο εκ των έσω και τον μετατρέπει σε διάλογο με τη συνείδηση. Στο «Άξιον Εστί» του Οδ. Ελύτη, ο μύθος της δημιουργίας και της ανάστασης διαπλέκεται με τον ελληνικό λόγο και τη γλώσσα ως μυθική ουσία. Ο ποιητής κατορθώνει να απολογικοποιήσει τον μύθο χωρίς να τον απογυμνώσει από το ιερό. Έτσι, μετατρέπει τον μύθο σε κοσμικό λόγο φωτός, όπου η ποίηση λειτουργεί ως πράξη αποκάλυψης. Στον Παπαδιαμάντη, ο λαϊκός μύθος και η θρησκευτική παράδοση μετασχηματίζονται σε μεταφυσική ποιητικότητα του καθημερινού, προβάλλοντας μια μυστική ενότητα κόσμου και πίστης. Τέλος, στην πεζογραφία του Νίκου Καζαντζάκη, ο μύθος λειτουργεί ως σύμβολο της ανθρώπινης υπέρβασης. Στην «Οδύσσειά του», ο Οδυσσέας παύει να είναι ήρωας της επιστροφής και μετατρέπεται σε πρόσωπο της ατέρμονης αναζήτησης νοήματος – μια νέα υπαρξιακή μυθολογία του ανθρώπου του 20ου αι. Επομένως οι νεοέλληνες λογοτέχνες δε χρησιμοποιούν τον μύθο για να τον επιβεβαιώσουν, αλλά τον χρησιμοποιούν ως φακό για την κριτική του σύγχρονου πολιτισμού.
Η έννοια του λόγου - μύθου στη νεοτερικότητα
Στη νεοτερικότητα, η έννοια του λόγου αναγορεύεται σε υπέρτατο κριτήριο αλήθειας και προόδου. Ο Διαφωτισμός ταυτίζει τον μύθο με την άγνοια, την προκατάληψη, το σκοτάδι της προ-επιστημονικής συνείδησης. Ωστόσο, από τον Hegel, και ιδίως με τον Nietzsce, τον Freud κ.α. ο μύθος ανακτά τη γνωστική του αξία. Ο Nietzsce βλέπει στον μύθο το θεμέλιο κάθε πολιτισμού- μία δύναμη μορφοποιητική, χωρίς την οποία ο λόγος καταλήγει άγονος. Ο Freud αποκαλύπτει στον μύθο την ψυχική αρχιτεκτονική του ανθρώπου, ενώ ο Γερμανός φιλόσοφος Gadamer υποστηρίζει ότι κάθε λόγος είναι ενταγμένος σε μια παράδοση νοήματος - και αυτή η παράδοση λειτουργεί μυθικά, καθώς μεταβιβάζει αξίες, πρότυπα και τρόπους κατανόησης του κόσμου. Τέλος, έχει υποστηριχθεί ότι ο λόγος στην αυτονομημένη του μορφή καταλήγει να αναπαράγει τη μυθική δομή που επιδίωξε να καταλύσει. Η επιθυμία του ελέγχου και της κυριαρχίας μετατρέπει τον ορθό λόγο σε νέο είδος μύθου – τον μύθο της απεριόριστης λογικής κυριαρχίας. Έτσι, η σχέση μύθου και λόγου δεν είναι γραμμική, αλλά διαλεκτική: ο ένας εμπεριέχει και προϋποθέτει τον άλλον.
Μύθος και λόγος στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία
Η ευρωπαϊκή παράδοση προσφέρει ένα εκτεταμένο φάσμα μεταμορφώσεων του μύθου υπό το φως του λόγου και αντιστρόφως. Στον Φάουστ του Goethe ο μύθος της συμφωνίας με τον διάβολο γίνεται αλληγορία της ορθολογικής ύβρεως. Ο Φάουστ ενσαρκώνει τον ίδιο τον λόγο που, επιδιώκοντας την απόλυτη γνώση, καταλήγει στη δαιμονική του εκτροπή. Ο μύθος αποκαλύπτει την αυτοκαταστροφική δυναμική του λόγου. Στην « Έρημη Χώρα», o T. Eliot στο ποιητικό κείμενο οικοδομεί ένα μυθικό παλίμψηστο, όπου θραύσματα παραδόσεων αρθρώνονται μέσα σε έναν λόγο διάλυσης. Ο μύθος είναι το σχήμα της αποσύνθεσης, ο λόγος η απόπειρα επανασύνθεσης. Τέλος στον «Οδυσσέα» του Jams Joyce εμφανίζεται ο πιο ριζικός μετασχηματισμός του μύθου σε λογική δομή αφήγησης. Ο μύθος του Ομήρου αναδιπλώνεται μέσα στον ρεαλισμό μιας μέρας στο Δουβλίνο: ο λόγος της συνείδησης (εσωτερικός μονόλογος) γίνεται ο νέος μύθος της νεοτερικότητας.
Επιλογικά
Όπως διαπιστώνουμε, η έννοια του μύθου και του λόγου διαπνέει και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και φιλοσοφία, αποτελώντας θεμελιώδη εργαλεία για την κατανόηση του κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης. Από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή, οι Ευρωπαίοι στοχαστές και δημιουργοί έχουν εξετάσει τη σχέση μεταξύ αυτών των δύο τρόπων σκέψης, αναδεικνύοντας τις δυναμικές τους αλληλεπιδράσεις και τη σημασία τους στην πολιτιστική και πνευματική εξέλιξη. Κατά τη διάρκεια της ρομαντικής περιόδου, Ευρωπαίοι συγγραφείς και ποιητές επανήλθαν στον μύθο ως μέσο έκφρασης των συναισθημάτων, της φαντασίας και της υπερβατικότητας. Στη σύγχρονη φιλοσοφία, η σχέση μεταξύ μύθου και λόγου συνεχίζει να εξετάζεται. Αλλά και στη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, οι συγγραφείς ενσωματώνουν μυθικά στοιχεία στα έργα τους. Η χρήση μυθικών αναφορών και συμβόλων επιτρέπει στους συγγραφείς να εξετάσουν βαθύτερα υπαρξιακά και κοινωνικά ζητήματα, συνδέοντας το προσωπικό με το συλλογικό και το φανταστικό με το πραγματικό.
Η λογοτεχνία, περισσότερο ίσως από τη φιλοσοφία, δείχνει ότι μύθος και λόγος δεν είναι διαζευκτικά μεγέθη. Ο λόγος αναζητά μορφή μέσα στον μύθο και ο μύθος διασώζει τη συγκινησιακή και αρχετυπική δύναμη του λόγου. Σε τελική ανάλυση, ο μύθος και ο λόγος αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: της ανθρώπινης προσπάθειας να νοηματοδοτήσει τον κόσμο. Ο μύθος μάς θυμίζει τη δύναμη της φαντασίας, ενώ ο λόγος την αξία της σκέψης. Και ίσως η αλήθεια να βρίσκεται κάπου ανάμεσα – εκεί όπου η φαντασία συναντά τη λογική. Η σύγχρονη γραφή δεν αφηγείται μύθους, αλλά στοχάζεται τη μυθοπλασία ως μορφή γνώσης. Έτσι η ένωση μύθου και λόγου γίνεται ποιητική πράξη κατανόησης του ανθρώπου. Ο στοχασμός μάς οδηγεί πέρα από την απλή αντίθεση. Ούτε ο μύθος ως υπέρβαση του λόγου, ούτε ο λόγος ως άρνηση του μύθου επαρκούν. Η δημιουργική τους σύμπλεξη αποτελεί ίσως τον πιο γόνιμο χώρο για τη σύγχρονη σκέψη: έναν χώρο όπου η λογική διαύγεια συνυπάρχει με τη μυθική φαντασία, όπου η αφήγηση και το επιχείρημα, η εικόνα και η έννοια αλληλοφωτίζονται.
«Το τραγούδι των Σειρήνων» , Τίτος Πατρίκιος
Ο Οδυσσέας, κοντά στα άλλα, ήταν και φιλόμουσος, ένας παθιασμένος της όπερας. Δεν άφηνε φεστιβάλ για φεστιβάλ. Στο καράβι είχε τα τελειότερα στερεοφωνικά συστήματα, όμως κράταγε πάντα ένα προπολεμικό φορητό γραμμόφωνο, δίχως χωνί. Του άρεσε ν’ ακούει εκείνους τους χιλιοπαιγμένους, γρατζουνισμένους δίσκους των 78 στροφών, κυρίως κάποιους όπου τραγουδούσε ο Καρούζο. Ήξερε πως η προπολεμική εποχή δεν ήταν καλύτερη, αλλά τη νοσταλγούσε. Μ’ αυτούς τους δίσκους μπορούσε να γυρνάει πίσω, να μένει για λίγο μόνος, δίχως τη βαβούρα του πληρώματος.
Οι ναύτες του, που λάτρευαν τα ρεμπέτικα, είχαν μπαφιάσει. Στο καράβι δεν τους επέτρεπε ούτε μια κασέτα να βάλουν. Και γινότανε θηρίο, όταν στα λιμάνια ξενυχτάγανε σε κανένα ελληνικό μπουζουξίδικο. Ήθελε να τους μυήσει στο μελόδραμα. Όπου υπήρχε Όπερα τους πήγαινε με το ζόρι. Μα τώρα επιτέλους επιστρέφανε. Ξαφνικά κατάλαβαν πως το καράβι είχε αλλάξει πορεία, γύρναγε προς τα πίσω, κατευθυνότανε ξανά για τα Στενά. Ο Οδυσσέας τούς πήγαινε ν’ ακούσουν για εκατοστή φορά τις Σειρήνες. Τότε πια αγανάκτησαν. Τον έδεσαν στο κατάρτι, άνοιξαν τα μεγάφωνα με τα τραγούδια τους στη διαπασών, και βάλανε πλώρη για τον τόπο τους.
Τίτος Πατρίκιος.
1993. Συνεχές ωράριο.
Αθήνα: Διάττων.
Η λειτουργία της σχέσης μύθου – λόγου στο πεζό κείμενο/ τη μυθολογική αφήγηση του Τίτου Πατρίκιου στο «Τραγούδι των Σειρήνων» λειτουργεί με έναν τρόπο ανατρεπτικό και ειρωνικό. Σύμφωνα με τον Δ. Μαρωνίτη στο κείμενο δεσπόζει «η σύγκριση και η σύγκρουση ανάμεσα στο μυθολογικό παρελθόν και στο αμυθολόγητο παρόν», ενώ η στόχευση του Πατρίκιου σχετίζεται «με τη μνημείωση της σύγχρονης ποίησης μέσω του αρχέτυπου μύθου». Ο Πατρίκιος αναδομεί και ανασχηματίζει τον αρχαίο μύθο ανασκευάζοντας τα μυθικά στερεότυπα μέσω της ανατροπής των θεματικών υφολογικών και σημασιολογικών συνισταμένων, για να σχολιάσει τη σύγχρονη πραγματικότητα, τις ιδεολογίες και την εξουσία. Ο ποιητής αποκαθηλώνει τον Οδυσσέα, που δεν είναι πια ο ήρωας με την ορθολογική περιέργεια και την ικανότητα να επιβιώνει, αλλά ένας κοινός άνθρωπος που θέλει να ακούσει τις Σειρήνες για πολλοστή φορά αγνοώντας τις ανάγκες του πληρώματος. Ο μύθος μεταφέρεται στο σύγχρονο πλαίσιο. Η επική αναζήτηση γίνεται μια εμμονική, ατομική λαχτάρα για μια παρελθούσα και εξιδανικευμένη ομορφιά ή εξουσία ( ο Οδυσσέας θέλει να επιβάλει την όπερα στους ναύτες). Η επιστροφή στις Σειρήνες δεν είναι μια ηρωική πράξη, αλλά μια ιδιοτροπία της εξουσίας που επιδιώκει να επιβάλει τη δική της αισθητική στους ναύτες. Το ποίημα λειτουργεί εντέλει ως κριτική στην τυφλή προσκόλληση σε μια ιδεολογία ή τέχνη. Ο Πατρίκιος διαλύει και επανασυναρμολογεί το πλαίσιο του μύθου μετατρέποντας μια επική περιπέτεια σε μια ρεαλιστική αλληγορία για την τυραννία της εξουσίας και την αναγκαιότητα των συλλογικών αναγκών και επιλογών.
Η λειτουργία της σχέσης μύθου – λόγου στο πεζό κείμενο/ τη μυθολογική αφήγηση του Τίτου Πατρίκιου στο «Τραγούδι των Σειρήνων» λειτουργεί με έναν τρόπο ανατρεπτικό και ειρωνικό. Σύμφωνα με τον Δ. Μαρωνίτη στο κείμενο δεσπόζει «η σύγκριση και η σύγκρουση ανάμεσα στο μυθολογικό παρελθόν και στο αμυθολόγητο παρόν», ενώ η στόχευση του Πατρίκιου σχετίζεται «με τη μνημείωση της σύγχρονης ποίησης μέσω του αρχέτυπου μύθου». Ο Πατρίκιος αναδομεί και ανασχηματίζει τον αρχαίο μύθο ανασκευάζοντας τα μυθικά στερεότυπα μέσω της ανατροπής των θεματικών υφολογικών και σημασιολογικών συνισταμένων, για να σχολιάσει τη σύγχρονη πραγματικότητα, τις ιδεολογίες και την εξουσία. Ο ποιητής αποκαθηλώνει τον Οδυσσέα, που δεν είναι πια ο ήρωας με την ορθολογική περιέργεια και την ικανότητα να επιβιώνει, αλλά ένας κοινός άνθρωπος που θέλει να ακούσει τις Σειρήνες για πολλοστή φορά αγνοώντας τις ανάγκες του πληρώματος. Ο μύθος μεταφέρεται στο σύγχρονο πλαίσιο. Η επική αναζήτηση γίνεται μια εμμονική, ατομική λαχτάρα για μια παρελθούσα και εξιδανικευμένη ομορφιά ή εξουσία ( ο Οδυσσέας θέλει να επιβάλει την όπερα στους ναύτες). Η επιστροφή στις Σειρήνες δεν είναι μια ηρωική πράξη, αλλά μια ιδιοτροπία της εξουσίας που επιδιώκει να επιβάλει τη δική της αισθητική στους ναύτες. Το ποίημα λειτουργεί εντέλει ως κριτική στην τυφλή προσκόλληση σε μια ιδεολογία ή τέχνη. Ο Πατρίκιος διαλύει και επανασυναρμολογεί το πλαίσιο του μύθου μετατρέποντας μια επική περιπέτεια σε μια ρεαλιστική αλληγορία για την τυραννία της εξουσίας και την αναγκαιότητα των συλλογικών αναγκών και επιλογών.




.gif)

.gif)
.gif)

