9.10.25

Κουρεύω και κουράζω-Του Νίκου Βαρμάζη *

Ξεκινούμε από το παλαιό ρήμα κείρω, που σημαίνει κόβω τα μαλλιά , κουρεύω. Γνωστός αρχαίος αόριστος είναι το εκάρην, κυρίως από τη φράση «εκάρη μοναχός» και από τη μετοχή παρακειμένου κεκαρμένος. Τους μοναχούς τους κούρευαν και «εν χρω κεκαρμένοι», δηλαδή με γουλί το κεφάλι , έπρεπε να είναι οι μαθητές στο σχολείο.
Από το ρήμα κείρω με ετεροίωση προκύπτει η κουρά {= το κούρεμα} και το ρήμα κουρεύω και το ουσιαστικό κουράδι τα κόπρανα αλλά και κοπάδι αιγοπροβάτων).
Εκτός όμως από το κουρεύω προκύπτει και το κουράζω (=εξαντλώ τις δυνάμεις κάποιου κουρεύοντάς τον). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Σαμψών, τον οποίο η Δαλιδά τον κούρεψε και του αφαίρεσε τις δυνάμεις.
Κλείνω με το κορόιδο, που δεν είναι παρά το κουρόγιδο, το κουρεμένο γίδι, που φαίνεται ότι κουρεμένο με την αστεία φάτσα του προκαλούσε την ειρωνεία και το κορόιδεμα.
Να είστε καλά!

*  Ανάρτηση του καθηγητή Νίκου Βαρμάζη στο  Facebook