«Πριν η γυναίκα μου γίνει χορτοφάγος, ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί ότι ήταν ένα άτομο ξεχωριστό. Για να είμαι ειλικρινής, όταν την πρωτοσυνάντησα, δεν μου τράβηξε καν την προσοχή. Μέτριο ανάστημα, τα μαλλιά της ούτε μακριά ούτε κοντά, το δέρμα της τραχύ, ωχρό, πεσμένα βλέφαρα, διογκωμένα ζυγωματικά, άχρωμα ρούχα, τίποτα που να φανερώνει κάτι από την προσωπικότητά της. Φορώντας ένα ζευγάρι απλές μαύρες γόβες, πλησίασε στο τραπέζι όπου περίμενα. Το βάδισμά της δεν ήταν ούτε γρήγορο, ούτε αργό, ούτε δυναμικό αλλά ούτε και νωθρό.Το γεγονός ότι την παντρεύτηκα οφείλεται ακριβώς στο ότι δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη γοητεία πάνω της, ούτε και κάποιο συγκεκριμένο μειονέκτημα. Ο βολικός χαρακτήρας της, στον οποίο δεν υπήρχε ίχνος λάμψης, εξυπνάδας ή έστω κάποια εκλεπτυσμένη πτυχή, με έκανε να αισθάνομαι άνετα. Πραγματικά, δεν χρειαζόταν ούτε να παριστάνω τον μορφωμένο για να τη γοητεύσω, ούτε να τρέχω σαν τον τρελό σε περίπτωση που αργούσα στο ραντεβού μας. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για να χάνω την αυτοπεποίθησή μου συγκρίνοντας τον εαυτό μου με τους άντρες που εμφανίζονται στους καταλόγους μόδας. Μπροστά της δεν με ένοιαζε ούτε η κοιλιά που έκανα μετά τα μέσα της δεκαετίας των είκοσί μου, ούτε τα αδύνατα άκρα μου, που δεν έλεγαν να γίνουν μυώδη όσο κι αν προσπαθούσα, ούτε το μικρό μου πέος – που ήταν η αιτία του κρυφού συμπλέγματος κατωτερότητας που είχα.
Ποτέ δεν μου άρεσαν τα μεγαλεία. […] Έτσι μου ήταν απολύτως φυσικό να παντρευτώ την πιο συνηθισμένη γυναίκα του κόσμου. Ανέκαθεν, μόνο δυσφορία μού προκαλούσαν οι γυναίκες που ήταν όμορφες, έξυπνες, αισθησιακές ή κόρες πλουσίων οικογενειών».
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η χορτοφάγος» της Χαν Γκανγκ (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2024)
Μετάφραση από τα κορεάτικα Αμαλία Τζιώτη
Εκδόσεις Καστανιώτη