Ευώδιαζε στην κατσαρόλα το φαί,
μοσχαράκι του κάμπου των Σερρών, μοσχαναθραμμένο με γιοντζέ, κριθάρι και καλαμπόκι, οι παλιοί , που όλα τα σχολίαζαν με γνωμικά βασισμένα στην παρατήρηση, γνωμάτευσαν ότι
«ο ύπνος θρέφει τα μωρά κι ο ήλιος τα μοσχάρια», ευώδιαζε το σπίτι ολάκαιρο από το κρέας που σιγομαγριρευόταν με κυδώνια,
λιχουδιά γεύσεως σπάνια,
Τσικνοπέμπτη σήμερα,
αναμμένα τα μαγκάλια για ψήσιμο ,
«να καούν τα κάρβουνα»,
ξανά τους παλιούς επικαλούμαι και την σοφία των ρήσσών τους ,
φυσικά και δεν βάζουμε το κρέας να ψηθεί
εάν δεν καούν τα κάρβουνα,
εάν δεν πυρώσει η πυροστιά,
Τσικνοπέμπτη πάλιν σήμερα,
για τον Λσό μας, τούτο τον καταφρονημένο Λαό ,
τον περιφρονημένο και υβριζόμενο ,
ευκαίρως - ακαίρως ,
από τους μηδαμινούς που παριστάνουν τους τρισμέγιστους και αυτογελοιοποιούνται,
Τσικοπέμπτη ξανά,
κάτι σαν εθνική γιορτή ή εκκλησιαστική ευκαιρία
ή μήπως πάλιν, μιά λαϊκή γιορτή,
στα σίγουρα μιά πρόκληση ψυχικής εκτόνωσης, αδερφέ, μιά ευκαιρία μέσα στην καρδιά του Φλεβάρη,
να κοιταχτούμε , μπρέ παιδιά,
να κοιταχτούμε, κατά πώς έλεγε ο μπάρμπα Γιάννης απ’ την Κιουτάχεια,
μιά ευκαιρία γύρω από ένα μαγκάλι,
αυτές των Ελλήνων οι παρέες να ξαναμαζωχτούμε,
μ’ ένα ποτήρι τσίπουρο γή και ούζο σερριώτικο,
ή πάλιν κόκκινο κρασί , ξινόμαυρο,
να κοιταχτούμε , μπρέ,
να τσικνιστούμε από την μυρωδιά των κρεατικών
που σιγοψήνονται, να τσικνίσουν τα πανωφόρια
και να ευωδιάσουν,
βοριαδάκι σήμερα,
ξαστέρωσε ο καιρός,
ήλιος λαμπρός ,
ήλιος με δόντια,
όπως διαπίστωνε η γιαγιά,
αυτή μαγείρευε το μοσχαράκι , όχι στην αντροπαρέα της αυλής , στην παρέα των τσικνιστών
αυτή δεν θα κατέβαινε,
Τσικνοπέμπτη του φτωχού,
των Ελλήνων οι κοινότητες,
καθώς ο Νιόνιος τραγουδούσε,
μιά ανάσα , αδερφέ, να πάρουμε ,
όχι, οξυγόνο δεν έχω,
μιά κοινωνία , ένας Λαός, εκατομμύρια Έλληνες,
Μικρός Λαός και πολεμά ,
ακούτε,
Τσικνοπέμπτη σήμερα,
να κοιταχτούμε ,
κατά πρόσωπον ,
Θαρρούν ότι μας ταπείνωσαν,
μας έλιωσαν,
Τσικνοπέμπτη,
Πρόσωπα, προς όψιν υπάρχουμε,
των Πατέρων ημών τοις τρίβοις
επόμενοι ,
μαζί με την Χαρούλα την Αλεξίου
προσευχόμαστε,
Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων,
να κοιταχτούμε ,
τσικνισμένοι,
σε πονηρές ημέρες πορευόμενοι,
τάχατες , για πρώτοι φορά ,
μήπως τα βόδια του Ήλιου δεν σουβλίσαμε,
ναύτες τότες του Οδυσσσέα,
μιά Τσικνοπέμπτη,
τότες και τώρα ,
κι είναι, ανόητοι κι ανήμποροι,
που θαρρούν, Χριστέ μου, τη προπέτεια,
πώς θα μας γονατίσουν ,
τους Λαιστρυγόνες μιά φορά και τις Σειρήνες
προσπεράσαμε,
τι αναίδεια, ετούτη, τι ανοησία,
νόμισαν πως , κακό του κεφαλιού τους,
Αλήτες των αιώνων, εμείς,
Αλητάκια του Αιγαίου,
της Μεσόγειος, της Μαυροθάλασσας,
των ωκεανών, τότες και πάντοτε,
Αλητάκια εμείς,
Να κοιταχτούμε , γύρω από την πυροστιά ,
μιά Τσικνοπέμπτη ,
με ένα ποτήρι τσίπουρο,
αδέρφια,
σαν σήμερα !
Στην υγειά σας !
Γειά μας !
ΥΓ
Του μέγιστου λαϊκού μας ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ , του γεννηθέντος στην Βαρειά της Μυτιλήνης , το έργον «Ο Οδυσσσέας φέρων στην Αυλίδα την Ιφιγένειαν»