2.11.24

Αλέξανδρος Σχινάς, Ποιήματα

ΦΟΥΤΣΑΦΟΠΛΗΞΙΑ
Γρασσοσιδεροζούπηχτα, σφιχτογραμμοφρικιούντα,
Ατμοτσικνουδομέθυστα, ταπεινομαδερόβια,
Ομαδοφυτονείρικα, αλληλοεκχυτάτα,
Τυφλομηχανοφόβιστα, και όλα μαζί: 
Φριζέλι.
Κει που διαδοχαυνίζανε κι’ αυτοθολογουστώναν,
Ένας τους ξάφνου αρχινά να υπερφριζελίζει:
Υποσκοτεινομνήμικα τροχοβομβοπαρμένο
Οσφρητομαγγανέλκεται απ’ του Φουτσάφ το ούα,
Και θρασοστυφοφύτρωτα λοκομοτοτροπίζον,
Ραγοσκαρφαλαπλώνεται και λαγνοπεριεργεύει.
Μα το Φουτσάφ επέρασε ζαβομπλαχνιαρισμένο,
Βαρυπατηκομπούχτικο, θανατηδονοθλάχνο,
και το μεταλλοψυχοπάστοκολλημάξιασε.

~.~

Ο ΛΙΛΙΟΣ

Χαρούμενα δρουβούδιζαν και ζουπηχτά βρυξούζαν.
Μα μόλις είδαν τον Λιλιό,
 επέσαν και ζιζίβαν.

~.~


ΘΡΑΠΑ


Ο Γαβουνές, ο Μαμουνές, ο Παστροκωλαράκης,
Ο λαγναρμένιος Μπιθουλιάν και οι δυο σιαμαίοι Βούζοι,
Ολόκληρα μερόνυχτα συνέχεια θραπακιάζαν :
Μες στο βουρκί του μαγαζιού του Μπιθουλιάν χλιχλίβαν,
Τουμποκωρδομπαχλιάζονταν, λυσσοβουτοπαφτιάζαν,
Τρεμουλοπεφτοθρίαζαν, ιαχογαυλιούσαν,
Εναλλασσοπθακίζονταν κι αλληλοσφιχτομπλάφαν.
Κάναν ο ένας τ’ αλλονού λαχτάρ-καπουλοφρίξεις,
Κοιλιοδοντοτσικδισμούς και φτερνοσβερκοτρίγγια.
Ο Γαβουνές βαυλάκισε τον Παστροκωλαράκη.
Οι Βούζοι μακλατέψανε του Γαβουνέ τα οπίσθια,
Και ξαναβαυλακίσανε τον Παστροκωλαράκη,
Ο Μπιθουλιάν γλιβδίκωσε τρία αφτιά των Βούζων,
Κι ο Μαμουνές τζιτζίφτισε του Μπιθουλιάν τα ούλα.

Την πρώτη μέρα πλάνταξε ο Παστροκωλαράκης.
Κι ό,τι έμεινε απ’ τον Μπιθουλιάν τη δεύτερη εβυθίσθη
Και θάσπιφε μες στο βουρκί, που πηχτογλοιογλούσε
Απ’ τον κρεατοσίελο και την ιδρωμυελόρροια
Των θραπικών. Και το πρωί της τρίτης πια ημέρας
Οι μεν ήταν του θανατά, και οι Βούζοι ξεκολλήσαν.



ΤΑ ΑΠΡΑΓΑΔΙΑ

Ρειθραδιασμένα στα μουχτιά αμμωνόνερα,
Κάνοντας χθου και πθου,
Στις τσίνιες και στις γάβωνιες:
Το αναμπουφτούρδισμα,
Και το κακό πιτσιπιτού
Στο γιο του Φιφλιτζή,
Ζούνε τα απραγάδια.

Πηγή: Πάλι, τχ. 2-3, 1964