μεσ' στὴ μονότονη βροχὴ
τὶς λάσπες
τὴν τεφρὴν ἀτμόσφαιρα
τὰ τρὰμ περνοῦνε
καὶ μεσ' ἀπὸ τὴν ἔρημη ἀγορὰ
— ποὺ νέκρωσε ἡ βροχὴ —
πηγαίνουν πρὸς
τὰ
τέρματα
ἡ σκέψη μου
γιομάτη συγκίνηση
τ' ἀκολουθεῖ στοργικὰ ὥσπου
νὰ φθάσουν
ἐκεῖ π' ἀρχίζουν τὰ χωράφια
ποὺ πνίγει ἡ βροχὴ
στὰ τέρματα
τί θλίψη θὰ ἤτανε — Θέ μου —
τί θλίψη
ἂν δὲ μὲ παρηγοροῦσε τὴν καρδιὰ
ἡ ἐλπίδα τῶν μαρμάρων
κι' ἡ προσδοκία μιᾶς λαμπρῆς ἀχτίδας
ποὺ θὰ δώση νέα ζωὴ
στὰ ὑπέροχα ἐρείπια
ἀπαράλλαχτα ὅπως
ἕνα κόκκινο λουλοῦδι
μεσ’ σὲ πράσινα φύλλα
Από τη συλλογή «Ποιήματα»
Εκδόσεις: Ίκαρος