Κρίμα, θα μας το φάνε τα πουλιά, είχε σπάσει το κλαδί προχτές της δαμασκηνιάς και βρέθηκα κουτρουβαλώντας καταγής, πέφτοντας από τα τρία - τέσσερα , ποιός ξέρει πόσα, μέτρα, χτύπησα λίγο , μάτωσα, δεν πρόσεξες, μάθημα να σου γενεί, ίσιες κουβέντες η γιαγιά, όχι χαζολογήματα, το θυμόμουν και δεν αψηφούσα να το ξανακάνω , ήταν και το πηγάδι δίπλα , μή πέσω μέσα, ο παππούς έπινε το καφεδάκι , στο διάλειμμα της ξυλογλυπτικής, σκέτο και βραστό, φλιντζανάκι ομορφοσκαλισμένο προρσελάνινο από σμυρνιό σερβίτσι, νερό κρυό από το πηγάδι , μας άκουγε όλη τούτη την ώρα, που ζουζουνίζαμε σα μελισσόπουλα γύρω του, το ώριμο καίσι, τα πουλιά, μελωμένο, οι ηλιακτίδες, το κλαρί λεπτό, σηκώθηκε αμίλητος και πήγε στο σπίτι , γυρνώντας ξετύλιγε ένα δεματάκι , κάθισε στο τραπέζι κι απίθωσε το πιστόλι που ήταν φυλαγμένο στο δέμα, ζύγωσε η Κυρά Χρυσούλα , με την τσάπα του κηπουρού πάντα στο χέρι, τον κοίταζε, μη γνοιάζεται της είπε, αγόρια είναι, άς το ιδούνε, φαντάροι θα πάνε αύριο , ας δούνε και το όπλο που έσωσε την ζωή του παππού τους μύριες φορές , μαζευτήκαμε περίεργα, μας το έδειξε, μας άφησε να το πιάσουμε, από την Μικρασία το έφερε, όταν διαλύθηκε η μονάδα του και γύρισε πίσω μοναχός και κυνηγημένος με τις πληγές από μιά τσεκουριά από Τσέτη , βαρύ για τα παιδικά μας χέρια, γιαυτό με συγκινεί πάντα το ποίημα του Νίκου Καββαδίας γιά κείνο το αφρικάνικο μαχαίρι, τι όμορφα το μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος, κι αφού το χορτάσαμε παίζοντας, μου λέει , Μάρκο , πήγαινε κάτω από την καισιά , γιά να δώ, θα μπορέσεις να το πιάσεις το καίσι όταν πέφτει , άσκηση ετοιμότητας, η γιαγιά απομάκρυνε την παιδόπαρέα , όλα του ζούζουλα του Ιούνη, ο γέρο καπετάνιος, μιά ζωή στον πόλεμο, στα Μακεδονικά και στους δύο Βαλκανικούς, στον Α ‘ Παγκόσμιο στο Μακεδονικό Μέτωπο με την Μεραρχία Κρητών και στη Μικρασία, κι ύστερα εθελοντής στην Αλβανία και πάλιν αντάρτης της Αντίστασης κόντρα σε Γερμανούς και Βουλγάρους, άμα απομακρυνθήκαν τα παιδιά, όπλισε το πιστόλι με μία σφαίρα, έτοιμος , με ρώτησε, ναι, παππού , έτοιμος , σήκωσε το χέρι , σημάδεψε , ο κρότος του πυροβολισμού ήταν ταυτόχρονος με την πτώση του φρούτου, σημάδεψε το κοτσάνι , και το καίσι, πριν καλά καταλάβω βρέθηκε στο πουκάμισό μου , που το είχε απλώσει σαν ποδιά για να μεγαλώσει η επιφάνεια υποδοχής, νάτο , το υπερήφανο καίσι, το ζηλευτό , ο παππούς ξανατύλιγε το όπλο , ποτές του δεν καυχήθηκε , γιά τίποτε, ότι μάθαμε για αυτόν τον άνθρωπο κι ότι ξέρουμε από άλλους είναι, η γιαγιά θάμαζε που τόσα χρόνια μετά τέτοια ευχέρεια κι ευστοχία είχε, ναι, κρατούσα στο χέρια ως τρόπαιο, τούτο το ευωδιαστό καίσι , ξεχνιούνται ποτές αυτές οι λέξεις, ξεχνιέται ποτές αυτή η ευωδιά , ο καπνός από την κάνη του όπλου ξεχνιέται, μελωμένο από τις χρυσαφένιες θυγατέρες του ήλιου , ατίμητης αξίας τούτο το καίσι, ξεχνιέται τούτη γεύση , ξεχνιέται τούτη η συγκίνηση, ο μπάρμπα Γιώργης ο φούρναρης στη γειτονιά , μικρασιάτης από την Κιουτάχεια, τα βράδια του Ιούνη, επ γαίμα με το γαϊδουράκι και πουλούσε βερίκοκα, η φωνή του αντιλαλεί ακόμη στ’ αυτιά μου, ελάτε , βρίκοκκα έχω, βρίκοκα με το μέλι, ελάτε, άλλες γεύσεις, άλλες ευωδιές, άλλοι ανθρώποι, άλλα φρούτα, γιαυτό τιμώ και σέβομαι τους ωραίους αυτούς συμπολίτες μας που σε μιά τιτάνια προσπάθεια περισυλλογής έχουν αναλωθεί να σώσουν τους σπόρους της εκπληκτικής ελληνικής βιοποικιλότητας, σπόρους φυτών, θάμνων και δέντρων, σπόρους που εκλείπουν και χάνονται από την πίεση της αθλιότητας πολυεθνικών που πωλούν τα τρισάθλια υβρίδιά τους, γιά αγώνα πρόκειται οικολογικής ευαισθησίας υπέρ του περιβάλλοντος, δηλαδή υπέρ του ανθρώπου, αγώνσα που όχι απλά συναντά την απόλυτη αδιαφορία του αρμοδίου Υπουργείου , καταλάβατε, αυτού που ούτε τις στρεβλές ευρωπαικές επιδοτήσεις δεν μπορεί να διανείμει σωστά και δίκαια στους ξωμάχους της αγροδιατροφής, αλλά έχει να αντιπαλέψει και τον πόλεμο των ποικιλωνύμων πολυεθνικών συμφερόντων, γιαυτό και το κατά δύναμιν συμπαρατάσσομαι στην ωραία και πολύτιμη αυτή προσπάθεια, και να , ορίστε , μεσούντος σχεδόν του Ζιουλίου μηνός, ορίστε κερνάμε, σήμερα, εις απόλαυσαν και τρυφήν ημετέραν τε και υμετέραν, καίσι και βερίκοκο , ώριμα, φωτεινά, μελωμένα, φρούτα δροσερεύοντα τις ψυχές μας, αυτές τις μέρες του Ιούλη που η κορύφωση της ζέστας παρακινεί τα τζιτζίκια να εντείνουν την συναυλία τους, οξύνοντας το κρεσέντο, κι ωραίζοντας γιά χάρη μας τον τόπο !
Μελωμένοι, σαν από καίσι ώριμο στην κορφή,
κι ευώδεις οι χαιρετισμοί !
Κι ένα γλυκό,
Μελωμένοι, σαν από καίσι ώριμο στην κορφή,
κι ευώδεις οι χαιρετισμοί !
Κι ένα γλυκό,
καίσι,
κουταλιού
μ’ αμύγδαλο !
Δροσερεύετε !
μ’ αμύγδαλο !
Δροσερεύετε !