Ήταν ωραίο εκείνο το απόγευμα με την ατελείωτη συζήτηση στοπεζοδρόμιο.
Τα πουλιά κελαηδούσαν, οι άνθρωποι πέρναγαν, τ’ αυτοκίνητα τρέχανε.
Στο απέναντι παράθυρο το ράδιο έπαιζε ρεμπέτικα και το κορίτσι του
διπλανού μας τραγούδαγε το ντέρτι του.
Φυλλοροούσε η ακακία κι ευωδίαζε το γιασεμί
και μες στην Τάπια τα παιδιά παίζαν κρυφτούλι
και τα κορίτσια γύρναγαν σκοινί—
παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν απο θάνατο,
παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν απο τύψη,
κι εγώ τους αγάπησα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το απόγευμα,
δεν ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα, σαν ένας μελλοθάνατος.
.