❝Δεν ήθελε να μου πει το όνομά της. Αυτό το απόν όνομα ήταν μια τρύπα, ένα κενό γύρω από το οποίο περιστρεφόμουν.
Στις συναντήσεις που εξακολουθούσαμε να έχουμε, σε καφέ ή στο σπίτι μου, στις απανωτές ερωτήσεις μου, που ενίοτε παρουσιάζονταν υπό μορφή παιχνιδιού («πες μου το πρώτο γράμμα απ’ τ’ όνομά της»), αντέτασσε μια άρνηση, λέγοντας «Μα καλά, με το τσιγκέλι θα μου το βγάλεις;», συνοδευόμενη από ένα «και τι θα κέρδιζες αν το μάθαινες;». Κι ενώ ήμουν έτοιμη να επικαλεστώ σθεναρά πως η επιθυμία να μαθαίνεις είναι η ουσία της ζωής και της ευφυΐας, παραδεχόμουν: «Τίποτα», και συλλογιόμουν: «Τα πάντα». Παιδί, στο σχολείο, ήθελα διακαώς να μάθω το όνομα του τάδε ή του δείνα κοριτσιού από άλλη τάξη που μου άρεσε να το κοιτάζω την ώρα του διαλείμματος. Έφηβη, ήταν το όνομα ενός αγοριού που συναντούσα τακτικά στον δρόμο και του οποίου τα αρχικά χάραζα την ώρα του μαθήματος στο ξύλινο θρανίο. Μου φαινόταν ότι το να ονοματίσω αυτή τη γυναίκα θα μου επέτρεπε να κατασκευάσω μέσα μου, από ό,τι πάντα αφυπνίζει μια λέξη και οι ήχοι της, έναν τύπο προσωπικότητας, να έχω –έστω κι αν ήταν εντελώς ψεύτικη– μια εικόνα της. Το να ξέρω το όνομα της άλλης γυναίκας σήμαινε, μες στο δικό μου υπαρξιακό κενό, ότι κατέχω κάτι, έστω και μικρό, δικό της.❞
Annie Ernaux
«Η ΕΜΜΟΝΗ»
Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη
Εκδόσεις Μεταίχμιο