14.2.24

«Οι Μάγοι», Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς

«Τώρα όπως παντοτεινά, τους βλέπω με τα μάτια της ψυχής χλωμούς κι αλύγιστους -ρούχα πολύχρωμα- και είναι διψασμένοι.
Μια φαίνονται, μία χάνονται. Σ’ ένα βαθύ ουρανό χαμένοι.
Με αρχαία πρόσωπα. 
Πέτρες που σμίλεψε η βροχή.
Κι είναι ασημένιες οι καλύπτρες τους.
Ισοζυγιάζονται σιμά-σιμά με βλέμματα προσηλωμένα, για να ξαναβρούν οι αλλοπαρμένοι,
υπάρξεις ανικανοποίητες στου Γολγοθά την ταραχή και τ’ άστραμμα,
το υπέρλογο μυστήριο στο θηριώδες δάπεδο καρφωμένοι.
Τώρα όπως παντοτινά, τους βλέπω με τα μάτια της ψυχής χλωμούς κι αλύγιστους -ρούχα πολύχρωμα- και είναι διψασμένοι.
Μια φαίνονται, μία χάνονται. 
Σ’ένα βαθύ ουρανό χαμένοι.
Με αρχαία πρόσωπα. 
Πέτρες που σμίλεψε η βροχή.»