Από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα έχει περάσει πολύς καιρός, τόσος που η ζωή εκείνη έχει θαμπώσει, σχήματα θαμπά έρχονται ως εμάς με εξαίρεση όλα εκείνα τα αιώνια πράγματα διατυπωμένα με λέξεις που δε καταργούνται στον αιώνα τον άπαντα.
Γιατί υπάρχουν πράγματα που δόθηκαν μια κι έξω («εφάπαξ») και τα οποία διατηρούνται στο βαθμό που το ανθρώπινο γένος επικοινωνεί με τις φωτεινές θείες πηγές του. Όταν η επικοινωνία διακόπτεται, το γένος αυτό το κατά Πλάτωνα και Λάχεσιν «θανατηφόρον» (δηλαδή φορέας θανάτου) καταπέφτει και σχεδόν διαλύεται: τότε διανύεται σε όλη της την λαμπρότητα η περίοδος της ύβρεως ή της αμαρτίας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή είναι η παρούσα περίοδος.
Όταν λοιπόν προσπαθούμε να «επιστρέψουμε» και να ξαναπιάσουμε επαφή με τα αιώνια και τα σπουδαία -σ’ αυτόν εδώ τον τόπο- χρειάζεται πριν απ’ όλα να έχουμε αίσθηση αυτής της πραγματικότητας η οποία απλώνεται παγκοσμίως και παρασύρει τους πάντες στη δίνη της.
Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να εστιάσουμε στην πολιτικο-κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα, ούτε σε μια αρχαιοκεντρική (ελληνική) αίσθηση ή ανάμνηση ζωής, αλλά μονάχα σ’ εκείνα τα στοιχεία ή σημεία που εκπορεύονται από την παρουσία του ανθρώπου, όταν αυτός προσπαθεί να υψωθεί πάνω από τα πρόσκαιρα και τα εφήμερα, πάνω από τα γήινα περιγράμματα και να αγγίξει τις θείες καταβολές.
Ξέρετε, στον κόσμο αυτόν χρειάζεται να διαλέξουμε δασκάλους. Να αρχίσουμε από τους Προσωκρατικούς να συνεχίσουμε με Σωκράτη, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, να περάσουμε στους Έλληνες Πατέρες αλλά και στα σύγχρονα ελληνικά και δυτικοευρωπαϊκά έργα, όχι για απόκτηση εγκυκλοπαιδικών ή εξειδικευμένων γνώσεων αλλά για να βρούμε μέσα από αυτά τη συνέχεια Λόγου και Ήθους (ή να ξαναβρούμε) ενός αρχαίου λαού, όπως είμαστε οι Έλληνες, που όμως φαίνεται, σήμερα, δεν πολυδίνουμε σημασία γι’ αυτά τα παλαιότερα, ούτε φαίνεται να φροντίζουμε τη μνήμη έτσι ώστε να αντλούμε από τα αρχαία ελληνικά και χριστιανικά πρότυπα και μάλιστα όσα ξεχώρισαν και ξεχωρίζουν για την οικουμενική τους διάσταση. Τίθεται ζήτημα οικείωσης με τις αλήθειες, τα έργα, τα πρόσωπα γιατί διαφορετικά δεν καταλαβαίνουμε τίποτα ούτε για τα περασμένα, ούτε για τα τωρινά.
Εάν αρχίζαμε από τον Ηράκλειτο θα έπρεπε πριν απ’ όλα να σταθούμε στο απόσπασμα που λέει ότι ο Λόγος είναι κοινός και είναι κοινός όχι μονάχα για τους ανθρώπους, για τα πάντα, γιατί είναι θείος. Όλα τα ρυθμίζει καθώς «τρέφονται γὰρ πάντες οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς τοῦ θείου». Γι’ αυτό εξάλλου λέει ότι ο Λόγος είναι αρμονιστής του σύμπαντος.
Ο Νίκος Γιανναδάκης που είχε ιδιαίτερα ενδιατρίψει στα αρχαίες γραφές σημειώνει ότι ο αρχαίος ελληνικός λόγος έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που δεν προσεγγίζονται μέσα από επιστημονικές μεθόδους ή μεθόδους που ανέπτυξε ο νεωτερικός δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός. Πρέπει να κατανοηθεί ότι, αυτός ο ίδιος ο αρχαιοελληνικός λόγος μας υπαγορεύει τον τρόπο με τον οποίο θα τον διαβάσουμε και ο τρόπος αυτός είναι μεταφυσικός, δεν είναι ρασιοναλιστικός ή όπως μεταγράφουν πολλοί αυτό τον όρο ‘ορθολογιστικός’. Δεν μπορεί μέσα από την συλλογιστική λογικοκεντρική διεργασία να δούμε, να γνωρίσουμε, να διαβάσουμε τι λένε οι αρχαίοι και μάλιστα πρόσωπα όπως αυτά που προανέφερα, είτε ένας Ηράκλειτος, ένας Παρμενίδης, ένας Αναξίμανδρος και βεβαίως ο Σωκράτης, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Και τίθεται εδώ το ερώτημα: Ένας άνθρωπος που μας λέει ότι «Ἥλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα. εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν», πως μπορεί να είναι ο ιδρυτής της εξελικτικής θεωρίας όπως λέει ο Μαρξ, τη στιγμή που δέχεται απαράβατη και αναλλοίωτη συμπαντική τάξη; Και ισχύει εδώ αυτό που διατύπωσε ο φιλόσοφος Χρήστος Μαλεβίτσης: «Όταν ο Ηράκλειτος λέει «οὐκ ἐμοῦ ἀλλὰ τοῡ λόγου ἀκούσαντας» (την φράση βρίσκουμε πανομοιότυπη στον Παύλο), εννοεί πως ο Λόγος είναι ανεξάρτητος από τον άνθρωπο, δεν είναι ο λόγος ή η λογική του ανθρώπου». Υπονοείται μια συν-ομολογία του ανθρώπου με τον υπερβατικό Λόγο.
Το ζήτημα είναι εξαιρετικής σημασίας αλλά ελάχιστοι είναι οι διανοητές που το έθεσαν και το υποστήριξαν. Η παρεξήγηση μάλλον οφείλεται στην καθιέρωση μιας πλαστής πραγματικότητας. Ότι δηλαδή η δυτικοευρωπαϊκή Αναγέννηση είναι η συνέχεια και η ανανέωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ακόμη και πρόσφατα οι πρόεδροι Αμερικής και Γαλλίας που επισκέφτηκαν την Ελλάδα, αναφέρθηκαν στους αρχαίους ως εκείνους τους φάρους που οδήγησαν Αμερική και Ευρώπη στα βήματά τους, έτσι ώστε να αναπτυχθούν κατά το πνεύμα εκείνων, το οποίο υποτίθεται ενστερνίστηκαν και να καταστούν κατά τη δική τους αντίληψη ο ανώτερος πολιτισμός. Μα θα αρκούσε μονάχα η αναφορά στην αντίληψη που έχει για τον τόκο ο Αριστοτέλης για να πάει περίπατο όλη αυτή η πλάνη. Δεν υπάρχει, λέει ο Αριστοτέλης, μεγαλύτερη διαστροφή από αυτήν: «το χρήμα να γεννά χρήμα». Πού αλλού στηρίζεται εδώ και αρκετούς αιώνες το λεγόμενο κεφαλαιοκρατικό σύστημα;
Η Αρχαία Ελλάδα, οι προσωκρατικοί λεγόμενοι φιλόσοφοι που ορισμένοι αν όχι όλοι είναι και ποιητές και θεολόγοι, όπως ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης, αλλά και οι προφήτες της Π. Διαθήκης είναι οι κοινωνοί μιας άλλης πραγματικότητας, είτε λέγεται σπερματικός λόγος, είτε φωνή Θεού, είτε υπέρτατο Αγαθό, είτε θείο Όραμα. Αλλά και σε άλλα μήκη και πλάτη της γης, στις Ινδίες, στην Κίνα, στην Περσία παρουσιάστηκαν πρόσωπα που έφερναν φωτεινά μηνύματα από τον Ουρανό, έστω ανολοκλήρωτα. Η θεία περιοχή δεν έπαψε ποτέ να στέλνει σήματα και σημάδια, να στέλνει αυτό που λέει το Ευαγγέλιο «σημεία των καιρών» και υπάρχουν πάντα άνθρωποι που μπορούν να τα αναγνωρίσουν. Στην εποχή μας μοιάζει ο ουρανός πιο κλειστός από άλλες εποχές. Οι άνθρωποι κατακλύζονται από τις επίγειες πραγματικότητες σε βαθμό κακουργήματος, ειδωλοποιούν τα πάντα και δεν αφήνουν έστω μια στιγμή να ανοίξει η καρδιά για να δεχτεί τον θείο σπόρο.
Και για να τελειώνω με τον Ηράκλειτο αναφέρω μια ακόμη ρήση του που λέει ότι αν κι ο Λόγος είναι κοινός «οἱ πολλοὶζώουσιν ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν» που σημαίνει ότι οι πολλοί δεν έχουν επίγνωση του κοινού αυτού Λόγου και δεύτερον δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι κάτι κοινό τους συνδέει όλους, άρα δεν μπορούν να σκεφτούν, να αναζητήσουν ή να υλοποιήσουν διάσταση ενότητας και αληθινής κοινωνίας. Η διατύπωση «ἰδία φρόνησις» είναι κάτι σαν ατομικοποιημένη διάνοια που εκφέρει κρίση ανεξαρτήτως αναφοράς στον Κοινό Λόγο. Πράγμα που επιτρέπει στον καθένα να κάνει του κεφαλιού του και αυτό να το θεωρεί ελευθερία ή αυτεξουσιότητα.
Προδημοσίευση αποσπάσματος από την εισήγηση του Σ.Γ. στην ημερίδα «Ο ελληνικός πολιτισμός ως οικουμενική πρόταση», που θα διεξαχθεί στην Αρχαία Ολυμπία στις 9 Σεπτεμβρίου.