ρώτησα το μπλε σακάκι.
Καμία απάντηση.Σιωπή αναπήδησε απ’ τα βιβλία του.
Σιωπή έσταξε απ’ τη γλώσσα του
και κάθισε ανάμεσά μας
κι έφραξε το λαιμό μου.
Έσφαξε την εμπιστοσύνη μου.
Άρπαξε από το στόμα μου τσιγάρα.
Ανταλλάξαμε λέξεις τυφλές
και δεν έκλαψα,
δεν ικέτεψα,
μαυρίλα πλάκωσε την καρδιά μου
και κάτι που είχε υπάρξει καλό,
ένα είδος φιλεύσπλαχνου οξυγόνου,
έγινε φούρνος του γκαζιού.
Σου αρέσω;
Τι εξωφρενικό!
Τι ερώτηση είναι αυτή;
Τι σιωπή είναι αυτή;
Και γιατί περιφέρομαι ακόμα εδώ
διάτρητη απ’ όσα είπε η σιωπή του;”
και κάθισε ανάμεσά μας
κι έφραξε το λαιμό μου.
Έσφαξε την εμπιστοσύνη μου.
Άρπαξε από το στόμα μου τσιγάρα.
Ανταλλάξαμε λέξεις τυφλές
και δεν έκλαψα,
δεν ικέτεψα,
μαυρίλα πλάκωσε την καρδιά μου
και κάτι που είχε υπάρξει καλό,
ένα είδος φιλεύσπλαχνου οξυγόνου,
έγινε φούρνος του γκαζιού.
Σου αρέσω;
Τι εξωφρενικό!
Τι ερώτηση είναι αυτή;
Τι σιωπή είναι αυτή;
Και γιατί περιφέρομαι ακόμα εδώ
διάτρητη απ’ όσα είπε η σιωπή του;”