Την κοιτούσα, πρόσεχα το ακαθόριστο επαρχιώτικό της χτένισμα, πρόσεχα το γκρίζο της μαντό, φτωχό και τριμμένο και ίσως λιγάκι κοντό· πρόσεχα το αφάνταστα όμορφο και καθαρό πρόσωπό της· αιστάνθηκα πως το κορίτσι αυτό κλείνει μέσα του μια γαλήνη, απλότητα και μετριοφροσύνη και πως όλα αυτά είναι αξίες που χρειάζομαι· μου φάνηκε, πως είμαστε πολύ κοντά ο ένας στον άλλον· πως έχουμε και οι δυο το μυστηριώδες δώρο της φυσικότητας· μου φάνηκε, πως αρκεί μόνο να πάω κοντά της και να της μιλήσω κι αμέσως τη στιγμή που θα με αντικρύσει στο πρόσωπο, θα μου χαμογελάσει, λες και ξαφνικά στάθηκε μπροστά της αδερφός, που έχει να τον δει εδώ και μερικά χρόνια.
Η Λουτσία έπειτα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε στο ρολόι που ήταν απέναντι. (Ακόμα κι αυτή της την κίνηση την έχω αποτυπώσει στη θύμησή μου· μια κίνηση κοπέλας που δεν έχει μαζί της ρολόι και εντελώς τυχαία κάθεται απέναντι στο μεγάλο ρολόι). Σηκώθηκε και τράβηξε προς τον κινηματογράφο· ήθελα να την σταματήσω· δεν μου έλειπε το θάρρος, αλλά ξαφνικά μου έλειπαν τα λόγια· είχα βέβαια το στήθος γεμάτο με συναισθήματα, αλλά στο κεφάλι μου δεν υπήρχε ούτε μια συλλαβή· προχώρησα πίσω της ώς τη μικρή αίθουσα που ήταν το ταμείο κι απ' όπου φαινόταν η σάλα του κινηματογράφου τελείως άδεια. […]
Στο μεταξύ η κοπέλλα πέρασε μέσα· την ακολούθησα από πίσω. Στην σχεδόν άδεια σάλα, τα αριθμημένα εισιτήρια χάσαν την έννοιά τους κι ο καθένας καθόταν όπου ήθελε· προχώρησα προς την αράδα της Λουτσίας και κάθησα δίπλα της. Ύστερα άρχισε να παίζει μουσική από φθαρμένους δίσκους, τα φώτα στη σάλα έσβυσαν και στην οθόνη άρχισαν οι ρεκλάμες.
Η Λουτσία έπρεπε να αντιλήφθηκε, πως δεν είναι σύμπτωση που κάθεται δίπλα της ένας στρατιώτης και μάλιστα με μαύρα διακριτικά, ασφαλώς όλο αυτό το διάστημα πρόσεξε κι αιστάνθηκε την παρουσία μου. […]
[πηγή: Μίλαν Κούντερα, Το αστείο, μτφρ. Ανδρέας Τσάκαλης, εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1971, σ. 79-80]