14.6.23

Κόρμακ Μακάρθι: Ένας σύγχρονος γίγαντας των αμερικανικών γραμμάτων

Η γραφή του Κόρμακ Μακάρθι είναι μια δωρική και ποιητική βυθομέτρηση του αβυσσαλέου σκότους, όσων υπάρχουν και όσων δεν υπάρχουν...
O κορυφαίος αμερικανός συγγραφέας Κόρμακ Μακάρθι, ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες της εποχής μας σε διεθνές επίπεδο, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών, την Τρίτη 13 Ιουνίου.
Από τον κλασικό πλέον Ματωμένο μεσημβρινό και την περίφημη «Τριλογία των συνόρων» (Όλα τα όμορφα άλογα, Το πέρασμα, Πεδινές Πολιτείες) μέχρι τον Δρόμο, ο πολυβραβευμένος πεζογράφος αφήνει πίσω του ένα εκτεταμένο και πλούσιο έργο, ένα έργο απαράμιλλης αισθητικής και απροσμέτρητου υπαρξιακού βάθους. Αν και ριζωμένη στην ιστορία και τον πολιτισμό των ΗΠΑ, και μάλιστα στις πιο σκοτεινές πτυχές τους, η ανησυχαστική και συγκλονιστική λογοτεχνία του Κόρμακ Μακάρθι προσλαμβάνει οικουμενικές διαστάσεις επειδή ακριβώς ανατέμνει τη μοίρα της ίδιας της ανθρωπότητας.

Ο θάνατός του στη Σάντα Φε, στην οικία του, επιβεβαιώθηκε από τον γιο του Τζον και ανακοινώθηκε από τον εκδοτικό οίκο Knopf. Το πρόσφατο μυθιστορηματικό δίπτυχο Ο επιβάτης και Stella Maris αποτέλεσε το κύκνειο άσμα ενός μοναδικού και αναντικατάστατου συγγραφέα.

Ακολουθούν τα κείμενα του δημοσιογράφου Γρηγόρη Μπέκου και του μεταφραστή των δύο βιβλίων, Γιώργου Κυριαζή, όπως είχαν δημοσιευτεί στο «Βήμα της Κυριακής» (25/11/2022).

Κόρμακ Μακάρθι: Η γλυκιά λεπίδα της θλίψης

Νύχτα πηχτή και θάλασσα κατάμαυρη, κάπου στον Κόλπο του Μεξικού. Ενας άντρας, δύτης διάσωσης, ελέγχει τον εξοπλισμό του και πέφτει. «Ανθρωποι κάθονταν στις θέσεις τους, με τα μαλλιά τους απλωμένα μέσα στο νερό. Τα στόματά τους ανοιχτά, τα μάτια τους κενά από κάθε σκέψη […]. Σπρώχνοντας με τα πόδια, κολύμπησε αργά στο διάδρομο πάνω από τα καθίσματα, με τις φιάλες του να σέρνονται στην οροφή και με τα πρόσωπα των νεκρών μόλις λίγα εκατοστά από το δικό του […]».

Η σκηνή αυτή, μέσα στο βυθισμένο αεροπλάνο, είναι αποπνικτικά καθηλωτική. Δηλαδή, θέλοντας και μη, κρατάμε την αναπνοή μας για όσο διαρκεί και παράλληλα χαιρετίζουμε το εγνωσμένο υποβλητικό ύφος του Κόρμακ Μακάρθι. Είναι η στιγμή, μόλις στην τριακοστή τρίτη σελίδα, που (διαισθανόμαστε ότι) έχουμε πάλι συνδεθεί και έχουμε πλήρως εγκλωβιστεί στο ελεγειακό και αρκούντως ηρακλείτιο, κατά τα λοιπά, λογοτεχνικό του όραμα.

Το να ισχυριστούμε ότι ο Μακάρθι είναι απλώς απαισιόδοξος ως προς την ανθρώπινη φύση και την πρόοδο του κόσμου θα ήταν σαν να παραβιάζαμε ανοιχτές θύρες. Πλην όμως, θα ήταν και κάπως καταχρηστικό, υπό την εξής έννοια: η γραφή του, μια δωρική και ποιητική βυθομέτρηση του αβυσσαλέου σκότους, όσων υπάρχουν και όσων δεν υπάρχουν, στέκεται πέρα από τέτοιες εκτιμήσεις, αγγίζει πια τα όρια μιας χειροποίητης θαρρείς οντολογίας που αναστατώνει, όχι τόσο επειδή υποδεικνύει κάτι καινούργιο αλλά επειδή ανασύρει κάτι αρχέγονο και μέσα από τις λέξεις ακριβώς το διαχέει παντού σαν αμείλικτη συγχρονική αποκάλυψη. Πάντως, «αυτό για το οποίο μιλάμε στην πραγματικότητα είναι ο ξεπεσμός της ψυχής». Και για εκείνη τη «γλυκιά λεπίδα της θλίψης» που είναι μπηγμένη στη μοίρα των πεπερασμένων όντων. Ξέρουμε τι μας περιμένει, ξέρουμε πού θα φτάσουμε, αλλά δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι θα ακολουθήσουμε τον Μακάρθι μέχρι τέλους.