24.5.23

ΕΚΛΟΓΕΣ. Άρης Σπηλιωτόπουλος: Το φαινόμενο του μαύρου κύκνου, η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και η επόμενη ημέρα

ΦΩΤΟ. Β. ΚΟΥΤΡΟΥΜΑΝΟΣ
Ο πρώην υπουργός, πολιτικός αναλυτής και επικοινωνιολόγος Άρης Σπηλιωτόπουλος γράφει στο NEWS 24/7 για τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές και την θηριώδη διαφορά της με το δεύτερο κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το βράδυ των εκλογών θυμηθήκαμε το βιβλίο του Nassim Taleb, “Black Swan” (2007). Δηλαδή το φαινόμενο του «μαύρου κύκνου».

Αυτό που επικεντρώνεται στην εμφάνιση των σπάνιων και απρόβλεπτων γεγονότων. Γεγονότα τα οποία είναι δυσεξήγητα ή και ανεξήγητα αλλά που ο άνθρωπος έχει την τάση, εκ των υστέρων, να δικαιολογεί, να απομυθοποιεί, με μετέπειτα λογικοφανείς, ως και υπεραπλουστευτικές εξηγήσεις, για να μπορεί να αποδεχθεί την εμφάνισή τους και να την δεχθεί ως εκ των υστέρων, προβλεπόμενη.
Αυτό συνέβη και με τα εκλογικά αποτελέσματα της 21ης Μαΐου. Η Νέα Δημοκρατία σημείωσε μία σημαντική νίκη. Επικράτησε πανελλαδικά. Ο χάρτης της Ελλάδος, συμπεριλαμβανομένης και της Κρήτης, βάφτηκε γαλάζιος με εξαίρεση έναν και μόνο νομό, τη Ροδόπη. Και αυτό είναι μία αναμφισβήτητη νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του.

Μιας κυβέρνησης που εξάντλησε σχεδόν όλη την τετραετία και με το σύστημα απλής αναλογικής, στις εκλογές, όχι μόνο δεν υπέστη φθορά έστω και οριακή, αλλά αντίθετα είδε αύξηση της εκλογικής επιρροής της. Κάτι που είχαμε δει και με το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη ανάμεσα σε δυο εκλογικές αναμετρήσεις.

Εκεί όμως που φώλιασε ο μαύρος κύκνος ήταν η θηριώδης διαφορά ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ. Μια διαφορά των 20 ποσοστιαίων μονάδων!

Όλα όσα οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ως προβλήματα που απασχολούν τους πολίτες, δεν τραυμάτισαν τη ΝΔ και δεν έπαιξαν, τον ρόλο τους τελικά, στη διαμόρφωση της εκλογικής συμπεριφοράς της πλειοψηφίας. 
Ούτε η ακρίβεια, ούτε το ενεργειακό, ούτε η κατάρρευση του ΕΣΥ με την πανδημία, ούτε ο εγκλεισμός, ούτε οι υποκλοπές, ούτε οι πλειστηριασμοί, ούτε η τραγωδία των Τεμπών, δεν επηρέασαν δραματικά την ψήφο των πολιτών.
Η Νέα Δημοκρατία κατάφερε να επιβάλλει όχι μόνο τη δική της ατζέντα θεμάτων, αλλά και την στρατηγική της επιλογής μεταξύ αυτής και της περιπέτειας. Μια στρατηγική η οποία συνοψίζεται στο «there is no alternative».
(ΤΙΝΑ) όπως από τα ακρωνύμια της λέγεται.
Προφανώς και στην Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. 
Όμως οι ψηφοφόροι δεν έδειξαν, σε αυτές τις εκλογές, να το συμμερίζονται η έστω να το αντιλαμβάνονται. 
Κυρίως όμως, δεν αντιλήφθησαν ότι με το σύστημα της απλής αναλογικής δεν εκλέγεται αυτοδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση αλλά τουναντίον, προσφέρεται ως σύστημα για την αναζήτηση προγραμματικών συμφωνιών και συγκλίσεων,μέσα σε πνεύμα συναίνεσης και συνεργασίας ανάμεσα σε όμορες πολιτικές δυνάμεις.

Επιπρόσθετα η πλειοψηφία των πολιτών δεν κατανόησε ότι λόγω αυτού, οι εκλογές προσφέρονταν για να στείλουν μήνυμα, χωρίς κανένα κόστος. 
Μήνυμα επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας της υφιστάμενης κυβερνητικής πολιτικής. Η πιθανή εξήγηση για τη μη κατανόηση της παραπάνω δυνατότητας, με το επιχείρημα ότι δήθεν οι άλλοι είναι «χειρότεροι» δεν επαρκεί για να ερμηνεύσει τα αποτελέσματα των εκλογών που απείχαν δυσεξήγητα, από όσα ακόμα κ τα exit polls προέβλεψαν.

Αναμφίβολα κατέρρευσε η στρατηγική της απλής αναλογικής. Γιατί η εφαρμογή του πιο δικαίου εκλογικού συστήματος, για πρώτη φορά,δοκιμάστηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η καλλιέργεια της αντίστοιχης κουλτούρας μεταξύ των ηγεσιών των όμορων κομμάτων. Μαζί της όμως, κατέρρευσε και εκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ.

Οι λόγοι είναι αρκετοί:

Η υπεροπλία της ΝΔ στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σχεδόν με καθεστωτικά χαρακτηριστικά.

Η χρήση των δημοσκοπήσεων όχι πάντα ως μεθοδολογικό εργαλείο ανάλυσης, αλλά ενίοτε και ως μέσα καθοδήγησης του εκλογικού σώματος σε συγκεκριμένες επιλογές. Προφανώς χρειάζεται να θεσπιστεί ένα νέα πλαίσιο για τις δημοσκοπήσεις.

Άλλωστε και η διαρροή πρόωρων αποτελεσμάτων των exit polls από κομματικά επιτελεία, χειραγωγεί όσους δεν είχαν ψηφίσει ακόμη και σίγουρα θα ήταν χρήσιμο η χρήση τους να επανεξεταστεί για τις προσεχείς εκλογές.

Ο αναντίστοιχος με την φιλοσοφία της απλής αναλογικής και πολυμέτωπος αγώνας των υπολοίπων κομμάτων του λεγόμενου προοδευτικού χώρου ενάντια στον Σύριζα θόλωσε το μήνυμα περί προοδευτικής συνεργασίας και την εμφάνισε ως αδιέξοδο. Κανείς δεν εμφανιζόταν πρόθυμος να συνεργαστεί με κανέναν.

Με αυτόν τον τρόπο, εμμέσως πλην σαφώς, νομιμοποίησαν την στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας για έναντι όποιας θυσίας, αυτοδυναμία, έστω και με πολλαπλές εκλογικές αναμετρήσεις.

Ενώ η ιστορική ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, Κ. Καραμανλής και Α. Σαμαράς, απρόθυμα, με πολλές υποσημειώσεις και δημόσιες διαφωνίες, στο τέλος έσπευσαν να στηρίξουν την σημερινή ηγεσία της νέας Δημοκρατίας., στον ΣΥΡΙΖΑ αντίθετα, η πολυφωνία ήταν η καθημερινή πρακτική. Τόσο συχνή κ έντονη που μπέρδευε κάθε μήνυμα και διασπούσε το κεντρικό αφήγημα και συνεπώς προκαλούσε σύγχυση στο εκλογικό σώμα.

Καθημερινά ο ΣΥΡΙΖΑ κατανάλωνε δύναμη από την σάρκα τους, της εκλογικής δύναμης του 2019, αντί να την επαυξάνει. Έδειξε άτι δεν κατανόησε το νόημα εκείνης της ψήφου και πολιτικά δεν το επεξεργάστηκε εγκαίρως.

Το 32 % που έδωσαν στο ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση, από τα μεγαλύτερα ποσοστά αντιπολίτευσης, ήταν μήνυμα στον Αλέξη Τσίπρα: να τα αλλάξει όλα. Όταν περνούσε ο χρόνος και ο Α Τσίπρας δεν γκρέμιζε τον φθαρμένο φορέα κ τον παλαιοκομματισμό αλλά αντίθετα αυτές απορροφούσε κάθε ανανεωτική του προσπάθεια, έπεφτε η διείσδυση του ΣΥΡΙΖΑ στα δυναμικά κοινά.
Η πικρία και η απογοήτευση των μετριοπαθών της μεσαίας τάξης που τον στήριξε, έδινε χώρο στον θυμό της που τελικά εκφράστηκε στις εκλογές της 21 Μαΐου. 
Γιατί οι πολίτες του 32% δεν αναζητούσαν στον Α. Τσίπρα έναν ηγέτη της αριστεράς ή του ριζοσπαστισμού. 
Αναζητούσαν τον ηγέτη της μεγάλης εναλλακτικής δημοκρατικής παράταξης προς την αντίστοιχη συντηρητική.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως,αρνήθηκε να μετασχηματιστεί από φορέας ριζοσπαστισμού κ ακτιβισμού σε παράταξη με επαρκή ικανότητα διακυβέρνησης. Αντίθετα, συνέχιζε να προβάλει τις παλαιές δομές, κλειστού τύπου, λέσχης και μάλιστα με την πρωτοκαθεδρία ονομάτων που δεν λειτουργούσαν ελκυστικά, που δεν «πουλούσαν».

Επιπρόσθετα, η όχι πρωτότυπη επανάληψη συνθημάτων αλλά και ύφους στην ρητορική ,του ΠΑΣΟΚ της περιόδου Ανδρέα Παπανδρέου όχι μόνο δεν βοήθησε τον Σύριζα αλλά αντίθετα δημιουργούσε νοσταλγία για τον αυθεντικό φορέα εκφοράς τους, της παράταξης που μεσουρανούσε και κάποτε κυριαρχούσε στο χώρο τους,δηλαδή, το ΠΑΣΟΚ. Οι εσωκομματικές φράξιες δημιουργούσαν μία ασφυκτική κ ενίοτε αποπνικτική πόρτα ελέγχου, σε όποιον ήθελε να εισέλθει.

Στις ποιοτικές έρευνες ,επίσης,ήταν εμφανής η ανάγκη των αναποφάσιστων να δουν από την πλευρά του ΣυΡιζΑ ποια είναι ηγετική ομάδα του εάν κληθεί να κυβερνήσει ξανά. Όμως, όχι μόνο τέτοια νέα ηγετική ομάδα δεν διέκριναν αλλά αντίθετα έβλεπαν τη διαρκή κυβίστηση σε σχέση με ζητήματα όπως η υποτιθέμενη διαγραφή Πολάκη αλλά και σε άλλα, μείζονος πολιτικής από κορυφαία στελέχη του, όπως η φορολόγηση των μικρομεσαίων, η παραμονή της χώρας στην ευρώ-ζώνη, εναλλακτικά σχέδια τοπικής αντικατάστασης νομίσματος, τις ασφαλιστικές εισφορές για ελεύθερους επαγγελματίες κοκ.

Έδειχνε ο ΣΥΡΙΖΑ απρόθυμος να απαλλαγεί από τα βαρίδια που τον κρατούσαν καθηλωμένο και να ανοιχτεί στα ευρύτερα στρώματα της μεσαίας τάξης, των ελεύθερων επαγγελματιών, των δυναμικών στρωμάτων της κοινωνίας.

Επίσης η αμφίσημη πολιτική διάθεση του, μια πολιτική ισορροπίας μεταξύ ριζοσπαστισμού και πραγματισμού , αριστεράς και ανοίγματος στο Κέντρο, θόλωσε το πολιτικό μήνυμα και δημιούργησε σύγχυση.

Δεν έδειχνε να πιστεύει στην ανάγκη για άνοιγμα τόσο στους κεντρώους όσο και στον ευρύτερο μεσαίο χώρο και μάλιστα τη στιγμή που οι ψηφοφόροι αυτοί, πλειοψηφικά, ήταν οι περισσότεροι και δήλωναν ως αναποφάσιστοι μέχρι και την τελευταία στιγμή.

Όλα τα παραπάνω δικαίωναν την επικοινωνιακή τακτική της ΝΔ να συνδέσει τον ΣΥΡΙΖΑ με ενδεχόμενη περιπέτεια και να μοχλευσει καταστάσεις αρνητικές από το πρόσφατο κυβερνητικό παρελθόν του ΣυΡιζΑ. Με όλα αυτά ,ως μαύρος κύκνος ,εμφανίστηκε,από το πουθενά, η δυσεξήγητη διαφορά πάνω από είκοσι ποσοστιαίες μονάδες και σόκαρε ακόμα κ τους έμπειρους εκλογολόγους. Διαφορά που καμία έρευνα δεν είχε εντοπίσει κ ουδείς ευφάνταστος αναλυτής μπορούσε να προβλέψει.

Μόνο οι σημερινοί, μετά «Χριστού» προφήτες, δημοσκόποι κ αναλυτές, εμφανίζονται να το γνώριζαν αλλά να μην το εξέφρασαν από φόβο είτε λάθους είτε λόγω πίεσης από τον Συριζα! Ολοι σήμερα εκλογικεύουν τη διαφορά και μιλούν για λάθη κ παραλείψεις του ηττημένου.

Όμως, σήμερα, εδώ, το δίλημμα που καλείται να απαντήσει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι και μεγάλο και κρίσιμο αλλά συνάμα υπαρξιακό:
Μπορεί να αλλάξει έγκαιρα και συθέμελα ή θα προχωρήσει και πάλι σε λάθος ανάγνωση του εκλογικού αποτελέσματος; 
Με άλλα λόγια θα αλλάξει ο φορέας ή θα αλλάξει την ηγεσίας του κ θα οδηγηθεί στην εκλογική συρρίκνωση κ μαζί στο πολιτικό περιθώριο;
Θα τον τραβήξει ο Α.Τσιπρας 
η θα τραβήξει ο ΣΥΡΙΖΑ τον Α .Τσιπρα;

Είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνεται στο ΣΥΡΙΖΑ, έστω και κάτω από τις πιο δυσμενείς εκλογικές συγκυρίες να καταλάβει ότι το 20 % είναι τελεσίγραφο μεν, αλλά εντολή δε, και αφορά μόνο τον Αλέξη Τσίπρα:

Εντολή να αλλάξει δομικά το κόμμα του, να προχωρήσει σε επανίδρυση, να εκφράσει την πλατιά παράταξη του χώρου του.
Αν παρόλα αυτά, γίνει και πάλι λάθος ερμηνεία, και ο ΣΥΡΙΖΑ στραφεί ακόμα πιο αριστερά, αν εγκλωβιστεί περισσότερο στον ριζοσπαστισμό, και στην κλειστού τύπου δομή και οργάνωση και τέλος εάν προχωρήσει στο ακόμα μεγαλύτερο λάθος να θεωρήσει επιβεβλημένο να απομακρύνει τον Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία του, τότε είναι σαφές ότι στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης σταδιακά θα βρεθεί το ΠΑΣΟΚ.

Γιατί το ερώτημα ή το διλημμα σήμερα είναι ένα:
Ποια θα είναι η κυρία έκφραση της δημοκρατικής παράταξης ποιος θα είναι ο κύριος κορμός του προοδευτικού χώρου Ο Σύριζα ή το ΠΑΣΟΚ; Αυτό έχει να κάνει αποκλειστικά με τα επόμενα βήματα του ΣΥΡΙΖΑ προς τις επόμενες εκλογές και κυρίως με το τι θα πράξει ο Α. Τσίπρας. 
Στην πολιτική υπάρχουν κ νίκες κ ήττες όπως ειπώθηκε. Υπάρχουν πικρίες και χαρές. Κατανοητή η πικρία και η απογοήτευση του Α. Τσίπρα αλλά η παραμονή του στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι η μοναδική αναγκαία και ικανή προϋπόθεση σοβαρής εκλογικής αναμέτρησης με το ΠΑΣΟΚ,  για τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης σήμερα κ ως ίσως, κυβέρνησης, στο μέλλον.
Αυτό προϋποθέτει, επίσης, γερά αντανακλαστικά, υπομονή και στοχοπροσήλωση.
Διαφορετικά ας ετοιμαστεί να εκχωρήσει και πάλι τη σκυτάλη σε αυτόν από τον οποίο κάποτε την παρέλαβε.
Η πολιτική απεχθάνεται τα κενά... και η λογική τους αυτονόητους μαύρους κύκνους.