22.4.23

Τσέζαρε Παβέζε: Διάλογοι με τη Λευκοθέα, για πρώτη φορά στα ελληνικά.

Τσέζαρε Παβέζε ήταν μια εμβληματική μορφή της ιταλικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, που στη σύντομη ζωή του (1908-1950) κατέθεσε σπουδαίο έργο όχι μόνο ως μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και ποιητής (όπως είναι κυρίως γνωστός στη χώρα μας) αλλά και ως κριτικός, δοκιμιογράφος, επιμελητής και μεταφραστής. 


Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του νεορεαλισμού, που για πολλά χρόνια κυριάρχησε στην πεζογραφία και στον κινηματογράφο. Και πέθανε νεότατος. 
Αυτοκτόνησε σ’ ένα ξενοδοχείο λαμβάνοντας ισχυρή δόση βαρβιτουρικών.

Θα το θεωρούσε κανείς παράδοξο που το βιβλίο του Διάλογοι με τη Λευκοθέα (εκδ. Καστανιώτη), το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Ιταλία το 1947, δεν είχε ως τώρα μεταφραστεί στα ελληνικά. 
Οχι μόνο γιατί ο ίδιος το θεωρούσε το σημαντικότερο έργο του αλλά και επειδή έχει μεγάλη σημασία για εμάς τους Ελληνες, αφού οι είκοσι επτά απαράμιλλης γοητείας διάλογοι που περιέχει μεταπλάθουν περιστατικά από την ελληνική και τη ρωμαϊκή μυθολογία.

Είναι ένα βιβλίο με μεγάλο εθνολογικό – κυρίως όμως λογοτεχνικό – ενδιαφέρον. Η έκδοσή του δεν καλύπτει απλώς ένα μεγάλο κενό, αλλά μπορεί να μας κάνει να σκεφτούμε τι λάθη έχουμε κάνει τα τελευταία χρόνια που μοιάζει να μην ενδιαφερόμαστε όσο θα έπρεπε για το μεγάλο κληροδότημα της ελληνικής αρχαιότητας και ιδιαίτερα του μαγικού κόσμου των μυθικών αφηγήσεων και των συμβόλων που περιέχουν.

Η μορφή της γυναίκας-μούσας

Η Νηρηίδα Λευκοθέα, προστάτις των Αργοναυτών, είναι η κεντρική φιγούρα που κυριαρχεί ακόμη και στους διαλόγους ανάμεσα στις ανδρικές μορφές. μια από τις πολλές εκφάνσεις της Λευκής Θεάς, που τη συναντούμε σε πλείστες εκδοχές της: ως Αριάδνη, ως Μήδεια, ως Μνημοσύνη, ως Κίρκη και Καλυψώ, ως Αρτεμη και Σαπφώ.

Πρόκειται άραγε για πρόσωπα ή για προσωπεία; Ή μήπως για μάσκες του ίδιου του Παβέζε, όπως μπήκαν στον πειρασμό να τα χαρακτηρίσουν κάποιοι κριτικοί; 
Αυτό, νομίζω, για έναν Ελληνα αποτελεί δευτερεύον ζήτημα. 
Το ουσιώδες, πιστεύω, είναι το ότι ο Παβέζε αναδεικνύει τη μορφή της γυναίκας ως κυρίαρχης για να μας δώσει μια συναρπαστική ποιητική του χρόνου, παράλληλη με εκείνη η οποία αναπτύσσεται και στα μυθιστορήματά του. Εδώ, εν τούτοις, δεν κυριαρχεί η διαβρωτική ατμόσφαιρα των άλλων πεζογραφημάτων του, αλλά το πάθος και το δράμα που παραμένει αρχέγονο και στη δική του εποχή.

Αν θέλουμε να βρούμε την πηγή από την οποία ο Παβέζε αντλεί και μεταπλάθει το υλικό των μύθων του, αυτή ασφαλώς είναι Ο χρυσός κλώνος, το μνημειώδες δωδεκάτομο έργο για τη θρησκεία και τη μαγεία του μείζονος σκωτσέζου ανθρωπολόγου Τζέιμς Φρέιζερ, μεγάλο μέρος του οποίου κυκλοφορεί και στη γλώσσα μας. Κι αν είμαστε ακόμη πιο περίεργοι, θα ανατρέξουμε στο ιδιοσυγκρασιακό μεν αλλά και συναρπαστικό ταυτοχρόνως έργο Η Λευκή Θεά του Ρόμπερτ Γκρέιβς, το οποίο συνοδεύεται από τον υπότιτλο Ιστορική γραμματική του ποιητικού μύθου, που κυκλοφόρησε το 1948, έναν χρόνο μετά την έκδοση των Διαλόγων με τη Λευκοθέα.

Βέβαια, το ανθρωπολογικό και εθνολογικό υπόβαθρο των Διαλόγων βρίσκεται στο κλασικό πλέον έργο Η μυθολογία των Ελλήνων του Καρλ Κερένυι που το εξέδωσε πριν από πολλά χρόνια η Εστία και ευτυχώς κυκλοφορεί ακόμη. Οι μύθοι για τον Κερένυι είναι γνώση με αιώνια ισχύ – άποψη που ενστερνίζεται ο Παβέζε, όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης. Γιατί ο ποιητής Παβέζε πιστεύει πως η ποιητική γλώσσα ήταν και είναι η γλώσσα του μύθου, όπως μεταμορφώνεται από εποχή σε εποχή, παραμένοντας ως λειτουργία ίδια κατά βάση.

Αυτές οι μεταμορφώσεις είναι συνεχείς. 
Η Μήδεια, λ.χ., μπορεί να ταυτίζεται με την Ηρα, να είναι ταυτοχρόνως θεά και βασίλισσα, εγγονή ή κόρη του ήλιου που φτάνει, εξαιτίας του ερωτικού της πάθους για τον Ιάσονα, να εκπέσει στην κατάσταση της θνητής και να σκοτώσει τα παιδιά της. 
Ο Παβέζε υιοθετεί την εκδοχή του Ευριπίδη, αλλά για τον Πίνδαρο η Μήδεια ποτέ δεν έπαψε να είναι θεά.

Τα προσωπεία της μούσας

Οι Διάλογοι, για όποιον θέλει να κατανοήσει βαθύτερα τον Παβέζε, είναι αποκαλυπτικοί. Μολονότι ο ίδιος επιστρατεύει εδώ όλες του τις ιδιότητες (του πεζογράφου, του ποιητή και του δοκιμιογράφου) είναι εμφανές ότι η αφετηρία τους είναι ποιητική με την αρχαιοελληνική σημασία, δηλαδή μας παραπέμπει στη θρησκευτική, κατά τον Γκρέιβς, επίκληση στη μούσα, καθώς συμβαίνει στα ομηρικά έπη.

Δεν ξέρω αν είναι σωστό αυτό που ειπώθηκε: ότι οι γυναίκες του Παβέζε είναι προσωπεία του ίδιου (όπως συμπεραίνει κανείς από την αντίστοιχη – και πασίγνωστη – φράση του Φλομπέρ «η Μποβαρύ είμαι εγώ»). Αν μια μορφή θα τη θεωρούσαμε προσωπείο του, αυτή είναι του Ορφέα. Και οι δικές του μούσες είναι πλάσματα ανεξάρτητα, όπως οι γυναίκες που αγάπησε στην πραγματική ζωή. Γι’ αυτό και οι εννιά μούσες είναι κλειδοκράτορες της ομορφιάς και της αιωνιότητας. Οσο για την εν ζωή κάθοδο του Ορφέα στον Αδη, εύλογα ο αναγνώστης που είναι εξοικειωμένος με το υπόλοιπο έργο του Παβέζε αντιλαμβάνεται πως εδώ λειτουργεί – πέραν των άλλων – και ως μύθος της παιδικής ηλικίας, ως ένα είδος επιστροφής στις ρίζες, μιας κατ’ ουσία συνεχούς και μόνιμης επιστροφής. Κι όταν λέμε επιστροφή εννοούμε τις αναμνήσεις, το υλικό που παράγει η μνημοσύνη, την αδιάφθορη αιωνιότητα.

Στους σχετικά σύντομους Διαλόγους συμμετέχουν πάντα δύο πρόσωπα. Γράφτηκαν από τον Δεκέμβριο του 1945 ως τον Μάρτιο του 1947. Το όνομα της Λευκοθέας (της Λευκής Θεάς) ο Παβέζε το εμπνεύστηκε από την Μπιάνκα (που σημαίνει «λευκή») Γκαρούφι, με την οποία είχε στενή συναισθηματική και πνευματική σχέση, όταν και οι δύο εργάζονταν στον εκδοτικό οίκο Einaudi. Ενδεχομένως να ήταν κι αυτή μια από τις αφορμές να ασχοληθεί με τους ελληνορωμαϊκούς μύθους. Αλλά τον Παβέζε τον ενοχλούσε που ως τότε τον χαρακτήριζαν ρεαλιστή.

Η γυναίκα: γενετική δύναμη

Φυσικά δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς πως το κίνητρό του να γράψει τους Διαλόγους οφείλεται στο ενδιαφέρον του για την εθνολογία, όμως δεν πρέπει να μη λαμβάνει υπόψη του το βιωματικό τους υπόβαθρο. Πάνω από τα αντιθετικά ζεύγη των μύθων (Ερωτας – Θάνατος, Αχιλλέας – Πάτροκλος, Οιδίποδας – Τειρεσίας, Καλυψώ – Οδυσσέας κ.ά.) υπάρχει η γυναίκα, μούσα και μάγισσα, τρυφερή και αδυσώπητη. Είναι η γενετική δύναμη που ορίζει το παρόν και τη μοίρα, τη ζωή και τον θάνατο. Πολύ χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος στις Μάγισσες ανάμεσα στην Κίρκη και στη Λευκοθέα, όπου η Κίρκη ομολογεί πως μια αθάνατη, αν αγαπήσει, μπορεί για μια στιγμή να γίνει κι αυτή θνητή και έπειτα να χλευάζει το ανθρώπινο γένος για το οποίο η θνητότητα είναι αναπόσπαστο τμήμα της ζωής. Και ότι για το γένος αυτό η αθανασία είναι η ανάμνηση.

Οι Διάλογοι δεν είναι αναγκαίο να διαβαστούν με τη σειρά που παρατίθενται αλλά ξεκινώντας από οποιονδήποτε επιθυμεί ο αναγνώστης. Μήπως αυτό σημαίνει πως δεν έχουμε οργανική σύνθεση αλλά μια τυχαία παράθεσή τους; Κάθε άλλο. Ο Εουτζένιο Κορσίνι σ’ ένα εξαιρετικό κριτικό του κείμενο δημοσιευμένο το 1964 που παρατίθεται μαζί με άλλα στο τέλος του βιβλίου, κατατάσσει το περιεχόμενο σε τρεις κατηγορίες: τους «διαλόγους της γης», «των θεών» και των «ανθρώπων». Η διάκριση είναι, ας πούμε, εθνολογική, αλλά ο Παβέζε δεν δεσμεύεται σε ό,τι αφορά τη θεματική ανάπτυξη ή καλύτερα στην ερμηνεία με λογοτεχνικές προθέσεις των μύθων που τον απασχολούν.

Επαναφορά στην κυρίαρχη μνήμη

Ο Παβέζε ανέπτυξε το διαλογικό είδος στην εποχή του με ασύγκριτη ευφυΐα και ευαισθησία. Εικάζω πως πρότυπό του δεν ήταν οι πλατωνικοί διάλογοι. Και φυσικά δεν υπάρχει εδώ θεατρικότητα. Τα δρώμενα έχουν ήδη συμβεί, είναι σταματημένα στον χρόνο και ο ίδιος τα επαναφέρει στη μνήμη. την κυρίαρχη μνήμη, για να είμαστε ακριβείς, που επανέρχεται σαν αποκάλυψη, σαν ελπίδα που υψώνει ένα ανάχωμα ενάντια στη σκληρότητα των θεών και το σιδερένιο χέρι της μοίρας.

Οι Διάλογοι με τη Λευκοθέα είναι ένα εξόχως γοητευτικό ανάγνωσμα και αξίζει να διαβαστεί από όσους απαιτούν κάτι παραπάνω από ιστορίες του καφενείου ή της διπλανής πόρτας.

Η ομορφιά της εφήμερης ζωής

Ο Γιάννης Η. Παππάς, ο ένας εκ των δύο μεταφραστών, τονίζει στο εισαγωγικό του σημείωμα πως «το κοινό νήμα [των διαλόγων] είναι η βαθιά κι απελπισμένη προσκόλληση στη ζωή, μια ζωή που είναι οδυνηρή και ανεξιχνίαστη, αλλά ταυτόχρονα απίστευτα όμορφη, τόσο όμορφη που κάνει τους αιώνιους και αμετάβλητους θεούς να ζηλεύουν· όμορφη ακριβώς επειδή είναι εφήμερη». Η αισιόδοξη αίσθηση που αποκομίζει κάποιος ολοκληρώνοντας αυτό το θαυμάσιο βιβλίο μας κάνει να σκεφτούμε ότι στην εφήμερη ζωή μας φυσάει συχνά κι ένα ελαφρύ αεράκι αθανασίας, το οποίο δυστυχώς δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει τον Παβέζε από το να αφαιρέσει ο ίδιος τη ζωή του τρία χρόνια μετά την έκδοση των Διαλόγων.

ΤΟ ΒΗΜΑ