24.2.23

Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας

Η Σίσσυ έπαιζε με το μωρό Μπόουρντμαν, που ψέλλιζε χαρούμενα τραγουδάκια, χτυπώντας παλαμάκια με τα μωρουδίστικα χέρια του. Κούκου! Φώναξε η Σίσσυ πίσω από την κουκούλα του καροτσιού και η Ήντυ ρωτούσε πού είχε πάει η Σίσσυ και εκείνη τσαφ! έβγαζε το κεφάλι της και φώναζε ντα και, αν θέλετε, πιστέψτε με, πολύ διασκέδαζε το μωρό! Και ύστερα του ζητούσε να πει μπαμπά.

–Πες μπαμπά, μπέμπη. Πες, μπα-μπά, μπα-μπά, μπα-μπά, και το μωρό έβαζε τα δυνατά του να το πει, γιατί ήταν πολύ έξυπνο για έντεκα μηνών, όλοι το έλεγαν, και το ανάστημά του πολύ μεγάλο για την ηλικία του, ίδια η προσωποποίηση της υγείας, τέλειο σβωλαράκι αγάπης, και σίγουρα θα γινόταν αργότερα κάποιος σπουδαίος, καθώς έλεγαν

–Χαζά, ζα ζα, χαζά.

Η Σίσσυ σκούπισε με τη σαλιάρα το στοματάκι του και ήθελε να τον βάλει να καθίσει καλά για να πει μπα-μπά, αλλά όταν ξεθηλύκωσε το λουρί αναφώνησε, άγιε Διονύσιε, ήταν καταμουσκεμένος, κι έπρεπε να του διπλώσει την κουβερτούλα και να την γυρίσει από την άλλη μεριά από κάτω του. Φυσικά η αυτού παιδική μεγαλειότης δεν αγαπούσε διόλου τις τυπικότητες της τουαλέτας και το διακήρυσσε στους πάντες:
–Χαμπάα μπάαα χαμπάαα μπάαα. Και δυο χαριτωμένα τεράστια δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του. Περιττό να προσπαθήσει να το καθησυχάσει λέγοντάς του έλα το μωρό μου, έλα, και το ντήλι-ντήλι το μαντήλι και πού είναι το μπουμπούκι μου, αλλά η Σίσσυ με την ετοιμότητα πνεύματος που τη χαρακτήριζε, του έδωσε το μπιμπερό και ο νεαρός αντάρτης ησύχασε αμέσως.

Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας, 
μτφρ.: Σωκράτης Καψάσκης, 
σελ. 408-409, (13. Ναυσικά) 
Eκδόσεις Κέδρος 14η έκδοση