Ποιητής του πένθους, της απώλειας της αθωότητας, της ενότητας, της αρμονίας, ποιητής αστικός που σεργιανίζει στην πόλη και μεταποιεί τις εικόνες της με τις αισθήσεις και τα αισθήματα, ο Ασλάνογλου είναι χαμηλόφωνος, συγκρατημένος, υποβλητικός.
Η μουσικότητα και η υπαινικτικότητα της ποίησής του συνάδει προς το συμβολιστικό πρόταγμα ut musica poesis.
Τα ποιήματά του δεν έχουν ποτέ τελεία στο τέλος για να συνεχίζουν τον δρόμο τους μετά τη δημοσίευση, στον αναγνώστη και πέρα απ’ αυτόν.
Ορισμένες από τις κεντρικές θεματικές του είναι ο έρωτας, η μνήμη, ο θάνατος, η αίσθηση ματαιότητας σ’ έναν κόσμο που μοιάζει να έχει χάσει τον εσωτερικό ρυθμό του, αίσθηση, αίσθηση και ομορφιά, υπαρξιακή ερημία.
Το πρώτο του ποίημα, «Σταθμός Λιτόχωρου», ένα από τα κορυφαία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, το δημοσίευσε το έτος 1953 στις σελίδες του περιοδικού των Αποφοίτων του Πειραματικού Σχολείου Θεσσαλονίκης “Πυρσός”, στη συντακτική επιτροπή του οποίου συμμετείχε από 1953 έως 1955. (Είχε φοιτήσει στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από όπου αποφοίτησε το 1949, έχοντας καθηγητή τον Γιώργο Θέμελη, κορυφαίο φιλόλογο, ποιητή, δοκιμιογράφο και θεατρικό συγγραφέα).
Την περίοδο εκείνη υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία με την ειδικότητα του διαβιβαστή στο Κέντρο Εκπαίδευσης Διαβιβάσεων (ΚΕΔΒ) στο Χαϊδάρι της Αττικής.
Ο «Σταθμός Λιτόχωρου» ενσωματώθηκε στην ποιητική συλλογή του «Δύσκολος θάνατος» η οποία τυπώθηκε το 1954 στις εκδόσεις Κοχλίας στη Θεσσαλονίκη και περιλαμβάνει ποιήματά του της περιόδου 1946 – 1953. Η συλλογή κυκλοφόρησε, όπως είπε ο ίδιος σε συνέντευξη, ανήμερα της εορτής Κωνσταντίνου και Ελένης.
Ο ίδιος ο Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου λέει για τα ποιήματά του σε συνέντευξη: «Είναι ποιήματα απουσίας, τοπολατρίας, ουσιαστικά είναι μετασυμβολικά με έντονες υπερρεαλιστικές επιδράσεις…».
Ο ίδιος ο Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου λέει για τα ποιήματά του σε συνέντευξη: «Είναι ποιήματα απουσίας, τοπολατρίας, ουσιαστικά είναι μετασυμβολικά με έντονες υπερρεαλιστικές επιδράσεις…».
Ο Ασλάνογλου κινείται και γράφει για τον τόπο που μένει, εμπνέεται από τους τόπους που επισκέπτεται. Τα ποιήματά του αποτυπώνουν, κατά τον ίδιον, μια αριστοκρατική ερήμωση, μια ραφινάτη μοναξιά, σαν αυτή μέσα στην οποία έζησε ως το τέλος. «Μ’ αρέσει να ζω έξω από το σπίτι … να περπατάω, να χαζεύω … Με τρελαίνουν οι εναλλασσόμενες οπτικές παραστάσεις».
Το αστικό τοπίο αποτελεί για τον Ασλάνογλου τον οδηγό της ποιητικής του έμπνευσης και συχνά τον χώρο που φεγγρίζει πίσω από τους στίχους του, ως τόπος του ελάχιστου και την ίδια στιγμή συγκλονιστικού γεγονότος.
Το αστικό τοπίο αποτελεί για τον Ασλάνογλου τον οδηγό της ποιητικής του έμπνευσης και συχνά τον χώρο που φεγγρίζει πίσω από τους στίχους του, ως τόπος του ελάχιστου και την ίδια στιγμή συγκλονιστικού γεγονότος.
«Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν. Σπάνια ξεκουράζονται ακουμπώντας στη γη …», όπως λέει, πετώντας πάνω από όλους τους τόπους που αγάπησε.
Σταθμός Λιτόχωρου
"Παράξενα φέγγει στη μνήμη μου η αρχή.
"Παράξενα φέγγει στη μνήμη μου η αρχή.
Είναι το φέγγρισμα πίσω απ’ το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ’ τις γωνιές όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές μιαν έκσταση από άτεχνες φωνές μες απ’ τα σύρματα το βράδυ στο σταθμό που συντροφεύει η θάλασσα
δυο τρία βράχια κι ο κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα κι ο ήλιος σα λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα.
Δεν θα ξεχάσω αυτό το φέγγος στο σταθμό
το πάθος που ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από σάρκα γίνεται πνευματική αγωνία η αγωνία που φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι της νύχτας
η αγωνία που φέρνει η μοναξιά δίπλα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου.
Όλα τελειώνουν στο τελευταίο σύνορο
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τις σκοπιές που αγρυπνούν"...
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές μιαν έκσταση από άτεχνες φωνές μες απ’ τα σύρματα το βράδυ στο σταθμό που συντροφεύει η θάλασσα
δυο τρία βράχια κι ο κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα κι ο ήλιος σα λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα.
Δεν θα ξεχάσω αυτό το φέγγος στο σταθμό
το πάθος που ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από σάρκα γίνεται πνευματική αγωνία η αγωνία που φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι της νύχτας
η αγωνία που φέρνει η μοναξιά δίπλα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου.
Όλα τελειώνουν στο τελευταίο σύνορο
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τις σκοπιές που αγρυπνούν"...
Λίγα λόγια
Αμέτρητες κριτικές, μελέτες και δοκίμια έχουν γραφτεί και γράφονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο για το έργο του Νίκου – Αλέξη Ασλάνογλου και στην παρούσα εργασία δεν κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί η βιβλιογραφία και οι πηγές.
Το ποίημα «Σταθμός Λιτόχωρου» δέχτηκε επιδράσεις από τα καλλιτεχνικά ρεύματα του νεοσυμβολισμού και του υπαρξισμού, ενώ καθοριστικό ρόλο στη γραφή έχουν η ανάμνηση εμπειριών και βιωμάτων και η θεματική της μετεμφυλιακής ελληνικής πραγματικότητας.
Ο Ασλάνογλου γνώριζε το Λιτόχωρο, καθόσον η εύπορη πατρική του οικογένεια παραθέριζε στην κωμόπολη και είχε σχέσεις με την λιτοχωρινή οικογένεια του Χρήστου Φιλίππου (αμφότεροι βιομήχανοι εριουργίας, κλωστοϋφαντουργίας). Το 1953 υπηρετούσε ως διαβιβαστής την στρατιωτική του θητεία.
Στο ποίημα ο αναγνώστης προσδιορίζεται τοπικά (το βράδυ στο σταθμό που συντροφεύει η θάλασσα), ενώ και η μεταφορά του ήλιου (Κυριακή κοντά στα Κάστρα), συγκεκριμένη τοποθεσία, έχει τοπικό χαρακτήρα.
Στο ποίημα ο αναγνώστης προσδιορίζεται τοπικά (το βράδυ στο σταθμό που συντροφεύει η θάλασσα), ενώ και η μεταφορά του ήλιου (Κυριακή κοντά στα Κάστρα), συγκεκριμένη τοποθεσία, έχει τοπικό χαρακτήρα.
Η πρόθεση του ποιητή είναι να ορισθεί με σαφήνεια ο χρόνος και ο τόπος (θητεία και Λιτόχωρο), όμως έντονη είναι και η αναφορά στο τοπίο του Λιτοχώρου (σταθμός, θάλασσα, βράχια, κόρφος ανοιχτός, θάλαμος, σκοπιές).
Να τι γράφει η Σοφία Φουντουκίδου στην μεταπτυχιακή εργασία της με θέμα
Να τι γράφει η Σοφία Φουντουκίδου στην μεταπτυχιακή εργασία της με θέμα
“Παρουσία και απουσία: Δύο ταυτόσημες έννοιες στην ερωτική ποίηση, Ηράκλειο 2021”: «Ο Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου ήταν ένας γνήσια αστός ποιητής, ο οποίος φαίνεται να είχε ταξιδέψει αρκετά τόσο στην περιφέρεια της Ελλάδας όσο και στο εξωτερικό. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τα ποιήματά του ως ποιήματα “τοπολατρίας”. Με αυτόν τον τρόπο, περιγράφει συνοπτικά και ολοκληρωμένα την αγάπη του και την ιδιαίτερη θέση που είχαν τα τοπία στην ποίησή του. Άλλοτε επώνυμο και άλλοτε ανώνυμο, το τοπίο ενσωματώνεται σε πολλά από τα ποιήματά του και μεταβιβάζει στον αναγνώστη συναισθήματα και σκέψεις μέσα από μια έντονη και σε πολλές περιπτώσεις οικεία εικονοποιία.
Ενδεικτικά αναφέρονται μερικοί τίτλοι ποιημάτων : “Σταθμός Λιτόχωρου”. Ο χώρος για τον Νίκο – Αλέξη Ασλάνογλου είναι ο πρωταγωνιστής του δράματος. Μέσα από το τοπίο πλαισιώνεται η συναισθηματική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου. Το τοπίο με τις εναλλασσόμενες οπτικές παραστάσεις εκπέμπει μια ανομοιογένεια, η οποία μπορεί να περιγράψει και να μετουσιώσει εύστοχα τη συναισθηματική πραγματικότητα των ανθρώπων, αλλά και την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων».
Στο περιοδικό Athens Voice τεύχος 490/2014, ο Νίκος Καρατζάς των εκδόσεων Ιανός γράφει για το αγαπημένο του βουνό τον Όλυμπο:
«Αθήνα – Λιτόχωρο. 3 ώρες και 10 λεπτά. Τόσο κοντά, τόσο μακριά. Έξοδος Πλάκα Λιτοχώρου. Κάτω απ’ την εθνική οδό, οι γραμμές του τρένου. Σταθμός Λιτόχωρου. Τον ήξερα πριν τον επισκεφτώ, από το ομώνυμο ποίημα του Αλέξη Ασλάνογλου».
Στην ιστοσελίδα geromorias την 3-8-2020 βρίσκουμε ένα μικρό κείμενο με τίτλο “Σταθμός Λιτόχωρου”.
«Ήταν Σεπτέμβριος του 1976. Πήρα το πρωινό τραίνο από τον σταθμό Λαρίσης για Θεσσαλονίκη. Είχα μαζί μου λίγα πράγματα όλα σε μια βαλίτσα και μια συλλογή με ποιήματα του Νίκου – Αλέξη Ασλάνογλου. Διάβαζα αυτό το ποίημα, όταν ύστερα από 12 ώρες η αμαξοστοιχία σταμάτησε στον σταθμό Λιτόχωρου. Αργότερα έμαθα ότι ήταν το πρώτο ποίημα του Ασλάνογλου.
Το έγραψε στα χρόνια της στρατιωτικής του θητείας, το 1953. Ήταν τότε διαβιβαστής στο Χαϊδάρι. Παράξενα φέγγει στη μνήμη μου η αρχή …».
Το λογοτεχνικό περιοδικό ΚΡΙΤΙΚΗ, τεύχος 7/8 του 1960, έχει δημοσιευμένο ένα ωραίο άρθρο του Τάκη Σινόπουλου για το έργο του. Επιλέγουμε κείμενο: «Εκεί, στο ποίημα “Σταθμός Λιτόχωρου” είχα υπογραμμίσει τον εξής στίχο:
Το πάθος που ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από σάρκα γίνεται πνευματική αγωνία.
Ήταν ένας στίχος που ανεξάρτητα από την καθαυτό ποιητική του αξία, έδειχνε πως ο Ασλάνογλου κατεχόταν από μια διάθεση στοχαστική, είχε ήδη την αίσθηση μιας πνευματικής ευθύνης».
Ο συγγραφέας Βασίλης Λαλιώτης σε αφιέρωμα του λογοτεχνικού περιοδικού ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ έτους 1997, στο κείμενό του με τίτλο “Επιστολή για το τεύχος Ν.Α. Ασλάνογλου”, γράφει και τα εξής:
«Η τύχη το έφερε να κάνω τη θητεία μου στο Λιτόχωρο και για είκοσι μήνες να ζω στα σκηνικά του ποιήματος “Σταθμός Λιτόχωρου”, ποίημα του Ασλάνογλου που πολύ το αγαπούσα από πολλά χρόνια πριν και λυπάμαι που ποτέ δεν θα μάθει ότι τα τραχιά βράδια της θητείας η ανάγνωση στον προθάλαμο των “στρατιωτικών”, ας τα πούμε έτσι, ποιημάτων του, στους συναδέλφους εκεί, μας οδηγούσαν σ’ ένα είδος μυσταγωγίας. Έχω μια αίσθηση ότι ο Ασλάνογλου υποτιμήθηκε με κριτήρια εξωποιητικά …».
Στην περιοδική έκδοση ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ αριθμός 79/1996-1997 είναι δημοσιευμένο δοκίμιο του λογοτέχνη Γιώργη Μανουσάκη με θέμα “Η μοναξιά βασικό θέμα στην ποίηση της β’ μεταπολεμικής γενιάς”, από το οποίο μεταφέρουμε απόσπασμα:
«Για τον Νίκο – Αλέξη Ασλάνογλου η μοναξιά, που διατηρείται ακόμη και την ώρα της ερωτικής προσέγγισης, γίνεται δημιουργός πνευματικής αγωνίας (“μια ποιητική δοκιμασία να αναχθεί το εξωτερικό εμπειρικό γεγονός σε εσωτερικό πνευματικό παράγωγο”, όπως παρατηρεί ο Γιώργος Αράγης) μιας αγωνίας που μας τη δίνει συμπυκνωμένη μέσα σε τρεις στίχους στο ποίημα “Σταθμός Λιτόχωρου”.
Είναι η αγωνία που φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι της νύχτας η αγωνία που φέρνει η μοναξιά δίπλα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου».
Το 2013 από τις εκδόσεις Μελάνι κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ένα πουλί στην άσφαλτο. Ποίηση και ποιητική του Νίκου – Αλέξη Ασλάνογλου» του Θανάση Μαρκόπουλου, φιλόλογου και κριτικού, το οποίο πραγματεύεται όψεις της συγγραφικής ιδιοπροσωπίας του Ασλάνογλου. Ο ποιητής είναι αστικός κατά βάση, ποιητής του τοπίου και των μεταμορφώσεών του, του αλόγιστου ξοδέματος, κινείται σε πόλεις και χώρους με τη σύνθλιψη της ομορφιάς στα μάτια του και την αδυναμία να ολοκληρωθεί σε μια ανθρώπινη σχέση.
Το 2013 από τις εκδόσεις Μελάνι κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ένα πουλί στην άσφαλτο. Ποίηση και ποιητική του Νίκου – Αλέξη Ασλάνογλου» του Θανάση Μαρκόπουλου, φιλόλογου και κριτικού, το οποίο πραγματεύεται όψεις της συγγραφικής ιδιοπροσωπίας του Ασλάνογλου. Ο ποιητής είναι αστικός κατά βάση, ποιητής του τοπίου και των μεταμορφώσεών του, του αλόγιστου ξοδέματος, κινείται σε πόλεις και χώρους με τη σύνθλιψη της ομορφιάς στα μάτια του και την αδυναμία να ολοκληρωθεί σε μια ανθρώπινη σχέση.
Ενδεικτικός τίτλος ποιήματος: Σταθμός Λιτόχωρου, τόπος που τόσο πολύ αγάπησε ο ποιητής και επανήλθε εμμονικά στο ποίημά του, καταδεικνύοντας την πρώιμη αισθητική συνείδησή του, οπωσδήποτε υψηλή.
Στο βιβλίο «Δώδεκα ποιητές. Θεσσαλονίκη 1930 – 1960, εκδόσεις Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1979» του Ξ.Α. Κοκόλη, οι σελίδες 124 – 126 είναι αφιερωμένες στον Σταθμό Λιτόχωρου. «Το ποίημα θεωρείται ενδεικτικό της ποίησης αλλά και της ποιητικής του Ασλάνογλου, ανάγοντας έτσι το τοπωνύμιο στη σφαίρα του συμβόλου και του ευρύτερου προσδιορισμού. Ένας τέτοιος ευρύτερος και πιο ανοιχτός τρόπος ανάγνωσης αντιλαμβάνεται το κείμενο και ως στοιχείο της ανθρώπινης μοναξιάς».
Καθώς ο Ασλάνογλου τίμησε και πρόβαλε το Λιτόχωρο, έχουμε πνευματική ευθύνη να αποδώσουμε εύσημα και να περιλάβουμε σε καλλιτεχνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις και αφήγηση από το λογοτεχνικό αναλόγιο με αναφορά το πρόσωπο και το έργο του.
Στο βιβλίο «Δώδεκα ποιητές. Θεσσαλονίκη 1930 – 1960, εκδόσεις Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1979» του Ξ.Α. Κοκόλη, οι σελίδες 124 – 126 είναι αφιερωμένες στον Σταθμό Λιτόχωρου. «Το ποίημα θεωρείται ενδεικτικό της ποίησης αλλά και της ποιητικής του Ασλάνογλου, ανάγοντας έτσι το τοπωνύμιο στη σφαίρα του συμβόλου και του ευρύτερου προσδιορισμού. Ένας τέτοιος ευρύτερος και πιο ανοιχτός τρόπος ανάγνωσης αντιλαμβάνεται το κείμενο και ως στοιχείο της ανθρώπινης μοναξιάς».
Καθώς ο Ασλάνογλου τίμησε και πρόβαλε το Λιτόχωρο, έχουμε πνευματική ευθύνη να αποδώσουμε εύσημα και να περιλάβουμε σε καλλιτεχνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις και αφήγηση από το λογοτεχνικό αναλόγιο με αναφορά το πρόσωπο και το έργο του.