Μου αρκούνε, δυστυχώς, για χρόνο πολύ.
Ξέρεις πως τους μισούς από αυτούς
η μοχθηρή δε θα τους ξοδέψει μνήμη:
ένας θόλος που έγειρε στο πλάι.
Κρώξιμο κάργιας και κραυγή ατμομηχανής,
σα τη σημύδα που εξέτισε την ποινή της
χωλαίνοντας στο λιβάδι
και των τεράστιων βιβλικών βελανιδιών
η μεσονύχτια μυστική σύναξη
και μια σχεδόν μισοβυθισμένη βάρκα
που ήρθε από κάποιου τα όνειρα…
Λευκαίνοντας τούτα τα χωράφια σιγά – σιγά,
εκεί τα προεόρτια του χειμώνα περιπλανήθηκαν,
οι εσχατιές βυθισμένες σε απροσπέλαστη θολούρα
ακούσια μετέτρεψε
και θαρρείς πως μετά το τέλος
ποτέ τίποτα δεν υπάρχει…
Ποιος περιφέρεται ξανά στο ξώστεγο
και μας φωνάζει με τα ονόματά μας;
ποιος κόλλησε το πρόσωπο στο παγωμένο τζάμι
και με το χέρι, σαν κλαρί, μας γνέφει;
Αντί γι’ απάντηση στην αραχνιασμένη γωνιά
λαγουδάκι ηλιακό χορεύει μπροστά στον καθρέφτη.
1960
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης (С)