Κι ύστερα; Μηδέν. Εκεί σταμάτησε η προσπάθεια, η μόνη, να μεταφράσεις κάτι που νόμιζες, που νομίζεις ακόμα, πως αντιλαλεί με τ’ αναφιλητά μιας χαμένης αθωότητας. Τί σε σταμάτησε; Η γεύση του μάταιου; Ήταν στυφό να ξαναζείς με το μυαλό αυτό που δε γινόταν πια να νιώσεις με τα δάχτυλα. Ένα σπουργίτι, ζεστό μέσα στην ιδρωμένη παλάμη και λίγο τρεμουλιάρικο, βαθιά κάτω από τη μαύρη φανέλλα της παράδοξης μεταμφίεσης. Τα νυχτοπούλια κράζαν αθέατα πότε δω πότε εκεί, κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό. Η καρδιά της, το άγριο ποδοβολητό, το κυνηγητό, που την παράδοσε ξεπνοϊσμένη μέσα στο σκοτάδι, ν’ αντιστέκεται, να σε τραβάει πάνω της κι αμέσως να σε σπρώχνει πίσω. Κι εσύ, παιδί, αδέξιος. Κι εκείνη να τινάζεται, να ξεσπάει σε κάθε κρωξιά.
Και τώρα τί· με την πέννα στο χέρι μέσα στο έρημο σπίτι σου· τί σκαλίζεις, τί σκάβεις, πού γυρεύεις να βγεις; Όλα εδώ, είπες· εδώ πληρώνονται. Σάματις αυτός ο έσχατος εξευτελισμός του Τόνη να σε παρηγορεί γιατί πολύ πόνεσες, γιατί πολύ τον ζήλεψες. Και είναι δίκαιο να ρωτιέσαι τώρα ποιος έφταιξε, ποια μοίρα, ποια σύμπτωση, ή μήπως η ανατροφή; Και πώς ο Τόνης, που ξεκίνησε με τόσα προσόντα, να καταντήσει αυτού, ποιος φταίει, αν έφταιξε κανείς. Και τούτο: Ποιος βγήκε κερδισμένος απ’ τους δυο σας τέλος πάντων; Τί να την κάνεις την ανθρωπιά σου, τα βιβλία, τις πίπες, τους πίνακες, τους δίσκους; Την ατσαλάκωτη αξιοπρέπεια, το χαίρει βαθυτάτης εκτιμήσεως παρά τη αλεξανδρινή κοινωνία; Για κείνον ξημεροβραδιαζόταν κουλουριασμένη μέσα στα φύλλα, για κείνον ξέσκιζε τα μάγουλά της μέσ’ στο μεγάλο φως του καλοκαιριού, για κείνον εσακάτεψε τα ωραία της νιάτα. Αυτά, όσο και να μην τους έδοσε ποτέ του μιας δεκάρας σημασία, κανείς δεν του τα παίρνει, για κείνον έγιναν. Πάνε πόσο, τρία χρόνια που τον είδες την τελευταία φορά; Πότε τορπίλισε ο Μουσολίνι την «Έλλη»; Ξέρεις, του είπες, φαίνεται πως μπορούμε να μάθουμε πού κάθεται η Τάδε. Α, ρε φιλόσοφε, σου κάνει, ακόμα το θυμάσαι κείνο το μαυροτσούκαλο;
Κι ήταν ωραίος, άλλοτε. Σαν ημίθεος μοιάζει εκείνο τ’ αξέχαστο καλοκαίρι, δυο χρόνια μετά την Καταστροφή. Ο ήλιος του απογέματος χρυσώνει τα μαλλιά του και το χνούδι στα μάγουλα και στο πηγούνι. Τα πόδια του ώς απάνω στα μεριά ψημένα μαύρα από τους ήλιους και τη θάλασσα. Μπλε κοντομάνικο πουκάμισο, χακί παντελονάκι σπορ, ζώνη προσκοπική, και σάνταλα. Σου χαμογελάει, σίγουρος πως δεν είσουν άξιος να βρεις μια θέση παρά στην άκρη του τελευταίου βαγονιού. Κι ύστερα σηκώνει το χέρι και σου φωνάζει: Παράσχο! Κι εσύ ξεχνάς τί σχεδίαζες τέσσερις ώρες μόνος μέσα στο τραίνο και ξεφωνίζεις: Τόνη, Τόνη, εδώ! Πολύ τον αγαπάς, δεν κρύβεται. Πρώτος σου ξάδερφος, είσαστε σχεδόν συνομίληκοι, σε περνά κανένα χρόνο, εκείνο το καλοκαίρι έκλεινες τα δεκατέσσερα.
[…]
[πηγή: Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες. Η Νυχτερίδα. Μυθιστόρημα, εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1965, σ. 57-59]