8.1.22

SAMUEL BECKETT - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Είπα, η θάλασσα είναι ανατολικά, εγώ δυτικά θα τραβήξω, στ’ αριστερά του νότου. Μάταια όμως κοίταξα δίχως να ελπίζω στον ουρανό ψάχνοντας για τις Άρκτους. Γιατί είχα πατήσει μέσα σε φως που έσβησε τα άστρα, αν υποθέσουμε ότι υπήρχαν, που αμφιβάλλω, θυμάμαι σύννεφα.

****

Εγώ ήμουν καλά, χορτασμένος σκοτάδι και ηρεμία, στα πόδια θνητών ξαπλωμένος, βυθομετρώντας στο γκρίζο βάθος της αυγής, αν ήταν αυγή. Αλλά η πραγματικότητα σύντομα αποκαταστάθηκε, είμαι κατάκοπος για να ψάξω για την κατάλληλη λέξη, το πλήθος διαλύθηκε, το φως επανήλθε, κι εγώ δε χρειαζόταν ν’ ανασηκώσω το κεφάλι από το έδαφος για να ξέρω πως ήμουν πίσω στο ίδιο εκτυφλωτικό κενό, όπως και πριν.


ΤΟ ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΟ, μτφ. Εριφύλλη Μαρωνίτη

****


Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο τον χρόνο σας! Είναι απάνθρωπο! Πότε! Πότε! Μια μέρα! Δεν σας φτάνει αυτό; Μια μέρα σαν τις άλλες, μια μέρα μουγγάθηκε, μια μέρα τυφλώθηκα, μια μέρα θα κουφαθούμε, μια μέρα γεννηθήκαμε, μια μέρα θα πεθάνουμε, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή, δε σας φτάνει αυτό; Ξεγεννάνε καβάλα σ΄ ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι.


ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΟ, μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου

****

ΝΑΓΚ: (σιγά) Άκουσες; Μια καρδιά στο κεφάλι του! (Για τον ΧΑΜ).
(Γελά πνιχτά, για να μην ακουστεί)
ΝΕΛ: Δεν πρέπει να γελάς μ’ αυτά τα πράγματα, Ναγκ. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί επιμένεις να γελάς.
ΝΑΓΚ: Πιο σιγά!
ΝΕΛ: (Χωρίς να χαμηλώσει τη φωνή): Παραδέχομαι βέβαια ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο αστείο απ’ τη δυστυχία. Αλλά…
ΝΑΓΚ: (σοκαρισμένος) Α!
ΝΕΛ: Ναι, ναι, είναι το πιο κωμικό πράγμα στον κόσμο. Στην αρχή γελάμε, γελάμε με την καρδιά μας. Αλλά η ιστορία επαναλαμβάνεται. Είναι σαν το ανέκδοτο που τ’ ακούμε κάθε τόσο και μ’ όλο που μας αρέσει, δεν μπορούμε πια να γελάσουμε. (Παύση). Έχεις να μου πεις τίποτα;
ΝΑΓΚ: Όχι.
ΝΕΛ: Σκέψου καλά. (Παύση). Τότε θα σ’ αφήσω.


ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ, μτφ. Ελένη Βαρίκα

****

Τι θα ‘κανα χωρίς αυτόν τον κόσμο χωρίς πρόσωπο χωρίς απορίες
όπου η ψυχή δε ζει παρά μια στιγμή όπου κάθε στιγμή
χάνεται στο κενό στη λησμονιά της αλλοτινής της ύπαρξης
χωρίς αυτό το κύμα όπου στο τέλος
κορμί και σκιά καταβροχθίζονται
τι θα ‘κανα χωρίς αυτή τη σιωπηλή δίνη των ψιθύρων
που ασθμαίνει μανιασμένη για βοήθεια γι’ αγάπη
χωρίς αυτόν τον ουρανό που υψώνεται
πάνω απ’ τη σκόνη της σαβούρας του
τι θα ‘κανα θα ‘κανα ό,τι και χθες ό,τι και σήμερα
αγναντεύοντας απ’ το φεγγίτη μου μπας και δεν είμαι μόνος
να πλανιέμαι και να φεύγω μακριά απ’ όλη ετούτη τη ζωή
σ’ ένα χώρο μπερδεμένο
χωρίς φωνή ανάμεσα στις φωνές
που είν’ έγκλειστες μαζί μου

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΝΟΔΕΥΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΣΑΧΛΟΚΟΥΒΕΝΤΕΣ, μτφ. Γιώργος Βίλλιος