Η ελληνική Επανάσταση αποτελούσε μια εθνική επανάσταση που στόχευε εμπρόθετα στην ανασύσταση του υστεροβυζαντινού ελληνικού έθνους-κράτους. Διηγείται και πάλι ο Κολοκοτρώνης:
Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών των εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτον ὁ πλέον δίκαιος, ἦτον ἔθνος μὲ ἄλλο ἔθνος… Μίαν φοράν… ἦλθε ὁ Ἅμιλτον νὰ μὲ ἰδεῖ· μοῦ εἶπε ὅτι: «πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσουν συμβιβασμόν, καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύσει». Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὅτι: «Αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ, ἐλευθερία ἢ θάνατος. Ἐμεῖς, Καπετὰν Ἅμιλτον, ποτὲ συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμεν μὲ τοὺς Τούρκους. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μὲ τὸ σπαθί καὶ ἄλλοι, καθὼς ἡμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς γενεά. Ὁ βασιλεὺς μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δὲν ἔκαμε· ἡ φρουρά του εἶχε παντοτινὸν πόλεμον μὲ τοὺς Τούρκους καὶ δύο φρούρια ἦτον πάντοτε ἀνυπότακτα… «Ἡ φρουρὰ τοῦ Βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφται, τὰ φρούρια ἡ Μάνη καὶ τὸ Σούλι καὶ τὰ βουνά». Ἔτζι δὲν μὲ ὁμίλησε πλέον.
Οι Έλληνες επιχειρούσαν μια εθνική επανάσταση που επιθυμούσε να αποκαταστήσει τον ελληνισμό στα όρια του ύστερου Βυζαντίου· έστω και εάν το αυτοκρατορικό-οικουμενικό παρελθόν των Ελλήνων και του πολιτισμού τους συσκότιζε κάποτε την εθνοκρατική υφή της σύνολης ιστορικής περιόδου. Και γι’ αυτές τις επιβιώσεις δεν ήταν άμοιρη και η οικονομική και πνευματική-θρησκευτική «οικουμενικότητα» των Ελλήνων – την οποία είχε εν μέρει ανασυγκροτήσει το οθωμανικό imperium: η «υπερεπέκταση» της εμπορικής δραστηριότητας στο σύνολο του οθωμανικού χώρου και των παροικιών, σε συνδυασμό με τον οικουμενικό ρόλο και χαρακτήρα του Πατριαρχείου, εξέτρεφαν την αντίληψη μιας πιθανής υπερεθνικής/διεθνικής εξέλιξης μέσα στην οθωμανική επικράτεια. Ο οθωμανικός χώρος, υπό ελληνική ή κάποτε και υπό ελληνοτουρκική ηγεμονία, θα κατόρθωνε να υπερακοντίσει τις εθνικές ταυτότητες, χωρίς να συνειδητοποιείται ο αναπόδραστος χαρακτήρας της ανάδυσης του εθνοκρατικού φαινομένου, ως συστατικού στοιχείου της νεωτερικότητας.
Ακόμα και οι επαναστατικές εκδοχές του οικουμενισμού, όπως ο Ρήγας Βελεστινλής και η πρώιμη Φιλική Εταιρεία, βιώνoυν μια μόνιμη αντίφαση ανάμεσα στην οικουμενική διάσταση του σχεδιασμού και τον χωρικά εντοπισμένο χαρακτήρα της υλοποίησης. Το όραμα του Ρήγα Βελεστινλή αφορά σε ένα κράτος βυζαντινών διαστάσεων όλων των βαλκανικών λαών, με ταυτόχρονη ηγεμονία των Ελλήνων σε αυτό, σχέδιο που θα επιτρέψει μάλιστα στον Γιάννη Κορδάτο, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, να τον χαρακτηρίσει «εκφραστή του ελληνικού ιμπεριαλισμού»! Όταν όμως θα θελήσει να κάνει πράξη την επανάσταση, θα επιδιώξει να συνδεθεί με τους Σουλιώτες και τη Μάνη· τα επαναστατικά του κείμενα θα έχουν ως αποδέκτη τον συνεργάτη των Σουλιωτών, Λαυρέντιο Αλίανδρο, στην Πρέβεζα, όπου κατευθυνόταν και ο ίδιος όταν τον συνέλαβαν οι Αυστριακοί.
Το ίδιο, κατ’ αναλογία, θα συμβεί με τη Φιλική Εταιρεία και το ’21. Η πλειοψηφία των μελών της, κατά την πρώτη περίοδο θα αποτελείται από εμπόρους της Νότιας Ρωσίας και της Μολδοβλαχίας ενώ, μετά το 1820, από προεστούς, κληρικούς και οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου. Η ίδια η Επανάσταση θα εγκαινιαστεί στη Μολδοβλαχία για να διεξαχθεί στον Μοριά, τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά.
Έκφανση ακριβώς αυτού του οικουμενικού/διεθνικού χαρακτήρα αποτέλεσε και το μοιραίο ως απεδείχθη εγχείρημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη να εγκαινιάσει την Επανάσταση με το πέρασμα του Προύθου και όχι με την άφιξή του στον Μοριά, όπως είχε ρητά αποφασιστεί στην τελευταία σύσκεψη της Εταιρείας, τον Οκτώβριο του 1820. Στη Μολδοβλαχία επρόκειτο να πραγματοποιηθεί μόνο ένα κίνημα αντιπερισπασμού. Όμως ο Υψηλάντης παραβίασε τις αποφάσεις του Ισμαηλίου, στερώντας την Επανάσταση από τον αρχηγό που χρειαζόταν. Και αυτό συνέβη διότι αποτελούσε ο ίδιος μέρος αυτού του οικουμενικού/υπερεθνικού ελληνισμού: είχε γεννηθεί στην Πόλη· είχε μεγαλώσει στη Μολδοβλαχία, όπου ο πατέρας του θα χρηματίσει ηγεμόνας και των δύο ηγεμονιών μεταξύ 1806 και 1812, όταν τις είχαν καταλάβει οι Ρώσοι· θα ενταχθεί στον ρωσικό στρατό και θα χάσει το χέρι του στη μάχη της Δρέσδης· θα πάρει μέρος στο Συνέδριο της Βιέννης, το 1814-1815· τέλος, θα διατηρεί στενές σχέσεις με τους Ρώσους δημοκρατικούς αξιωματικούς που στήριζαν το εγχείρημα των Ελλήνων.
Οι ανάγκες της Επανάστασης τον καλούσαν στον μακρινό και άγνωστο Μοριά. Ωστόσο, η υπόστασή του τον έφερε τελικώς στην πιο προσιτή στην προσωπικότητά του επιλογή: στη Μολδοβλαχία, όπου ο πατέρας του είχε εκθρέψει το όνειρο ενός αυτόνομου ελληνορουμανικού κράτους· στο Ιάσιο, δίπλα στα σύνορα με τη Ρωσία, με τον στρατηγό Ορλώφ έτοιμο να τον συνδράμει· τέλος, επικεφαλής ενός οιονεί τακτικού στρατού με τον οποίο και θα διαβεί τον Προύθο.
Και έτσι θα κρατηθεί μακριά από το πεδίο της Επανάστασης, όπου η παρουσία του θα ήταν πιθανώς καταλυτική – αίροντας, τον καταστρεπτικό διχασμό πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Τελικώς, καθώς η Ρωσία επέτρεψε την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στις ηγεμονίες, θα φύγει ηττημένος από τη Μολδοβλαχία και θα χαθεί για την Επανάσταση διότι οι Αυστριακοί θα τον κρατήσουν έγκλειστο μέχρι το 1828. Οι συνέπειες για την Επανάσταση υπήρξαν δραματικές. Και όπως σημειώνει ο Κολοκοτρώνης:
Ἂν ἤθελε ἔλθει ὁ Ἀλέξανδρος, ἠθέλαμε κάμει δουλειά, διατὶ ἤθελα τὸν ὑποστηρίξει. Ἐγὼ δὲν ἐγύρευα παρὰ ἕναν ν᾿ ἀκουμβήσω τὲς πλάτες μου, ἐγὼ δὲν ἔκαμνα καπούλι τοὺς ἄρχοντας, ἐκεῖνοι ἐμένα, καὶ ἔτζι κανένας τρίτος – δὲν ἐγίνοντο διχόνοιες.
Τελικώς, λοιπόν, στην Επανάσταση δεν θα πρωτοστατήσουν οι δυνάμεις του διάσπαρτου, ευρύτερου ελληνισμού, που την είχαν διανοηθεί και οργανώσει, αλλά οι ριζωμένες στο έδαφος δυνάμεις της κλεφτουριάς, έστω και αν ένιωθαν την ανάγκη ευρύτερων οριζόντων: «ἕναν ν᾿ ἀκουμβήσω τὲς πλάτες μου». Αλλά δυστυχώς τους ευρύτερους ορίζοντες θα τους εκπροσωπεί ο… Μαυροκορδάτος που δεν θα θελήσει να στηριχτεί σε αυτές τις γηγενείς δυνάμεις αλλά να τις εκμηδενίσει.
Η αδυναμία της Επανάστασης να συμπεριλάβει στο νέο ελληνικό κράτος ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού κόσμου, που θα έλυνε την αντίφαση μεταξύ τοπικότητας και οικουμενικότητας του ελληνισμού –εξ ου και η επιμονή στην απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης– θα διαιωνίζει μια αντίφαση που θα μεταβάλλεται πολύ συχνά και σε αντίθεση.
Εν συνεχεία, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αι., ακόμα και στις αρχές του 20ού, θα παραμένει βαθύτατη η διαίρεση μεταξύ της στρατηγικής της Μεγάλης Ιδέας και μιας τουρκο-βυζαντινής σύνθεσης, στην οποία θα εκπέσει μετά το 1830 απομαγευμένη η οικουμενικότητα. Ήταν το βασικότερο αίτιο για την ατελή έκβαση του εγχειρήματος της παλιγγενεσίας: αντί για την ενίσχυση του έθνους-κράτους, ως του πυρήνα της εθνικής ολοκλήρωσης, με την ενσωμάτωση του αλύτρωτου ελληνισμού, αρκετοί μεγαλέμποροι-τραπεζίτες της Διασποράς, εν μέρει το Πατριαρχείο, καθώς και πολιτικοί του ίδιου του ελλαδικού κράτους, θα επενδύουν στην επιβεβαίωση του ελληνισμού στα πλαίσια του οθωμανικού κράτους· στρατηγική που θα οδηγήσει τον Ίωνα Δραγούμη στην πρόταση της ελληνο-τουρκικής ομοσπονδίας και στη σύγκρουση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Με συνέπεια τόσο η Τουρκία όσο και οι λοιπές βαλκανικές χώρες να εκμεταλλευτούν αυτό το οικουμενιστικό κενό των Ελλήνων ώστε να προωθήσουν την εθνοκρατική τους συγκρότηση, σε βάρος τής, πρωτοπόρας αρχικώς αλλά βραδυπορούσας εν συνεχεία, Ελλάδας. Και αυτό παρότι ο ελληνισμός είχε προηγηθεί στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, ο ελληνικός πληθυσμός ήταν ο σημαντικότερος του βαλκανικού χώρου και διέθετε μια τεράστια οικονομική και πνευματική υπεροχή[1].
Ο Δημήτριος Βικέλας, το 1884, σε ένα εξαιρετικά διεισδυτικό δοκίμιό του (Η Ελλάς προ του 1821), θα περιγράψει με ενάργεια τη λεγόμενη βυζαντινή στρατηγική ενός σημαντικού μέρους των ελληνικών ηγετιδών τάξεων:
Τινὲς τῶν συγχρόνων, καὶ τῶν μεταγενεστέρων ἔτι, ἀπεδοκίμασαν ὡς πρόωρον τὴν Ἑλληνικὴν ἐπανάστασιν… διατείνονται, ὅτι ἐὰν οἱ Ἕλληνες ἐξηκολούθουν ἐν εἰρήνῃ συμβιοῦντες μετὰ τῶν Τούρκων… ἠδύναντο διὰ τῆς φορᾶς αὐτῆς τῶν πραγμάτων νὰ ἀναστήσωσι ἐπὶ τῶν ὀχθῶν τοῦ Βοσπόρου τὴν Χριστιανικὴν αὐτοκρατορίαν.
Εν τούτοις, για τον Βικέλα, μια τέτοια στρατηγική ήταν αδιέξοδη και μάλιστα κινδύνευε να επιτρέψει στους «ἐν τῇ ἑλληνικῇ χερσονήσῳ παρεισάκτους ξένιoυς λαούς, προχωροῦντες πρὸς τὰ ἑλληνικὰ παράλια», να «περιορίσωσι τὰς μελλούσας τοῦ Ἑλληνισμοῦ διεκδικήσεις». Ο Βικέλας, ως διεθνής μεγαλέμπορος, γνώριζε πολύ καλά τις ελίτ του ευρύτερου ελληνισμού· μετά λόγου γνώσεως λοιπόν θα απορρίψει διαρρήδην ως καταστροφική τη «Βυζαντινή» λογική και θα εμμείνει στη στρατηγική του απελευθερωτικού αγώνα: «Ἡ ἐλευθερία ἔπρεπε νὰ ἀνακτηθῇ ὡς ἀνεκτήθη, διὰ τῆς σπάθης καὶ διὰ θυσιῶν ἀκαταλογίστων». Και αυτή ήταν η άποψη ενός αυθεντικά οικουμενικού Έλληνα, του ανθρώπου που ανασύστησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
[1] Χαρακτηριστική εκ του αντιθέτου είναι η αποκλειστικά εθνοκρατική/εθνικιστική λογική των Σέρβων και προπαντός των Βουλγάρων που, παρότι πρόσφατης εθνικής συγκρότησης, πολύ μετά την Επανάσταση του ’21 και με πολύ μικρότερους πόρους από τον ελληνισμό, θα μεταβληθούν σε στρατιωτική «υπερδύναμη» στις αρχές του 20ού αιώνα. Ακόμα και επιγενέστερα, οι Βούλγαροι και οι Γιουγκοσλάβοι θα παραμένουν αθεράπευτοι εθνικιστές, είτε επρόκειτο για την αναρχική πτέρυγα του VMRO είτε για τον Τίτο, σε αντίθεση με το οικουμενιστικό/«διεθνιστικό» ΚΚΕ, πρόθυμο, για χάρη της διεθνιστικής αλληλεγγύης, να υπονομεύσει τον ελληνικό στρατό στη Μικρά Ασία ή να παραχωρήσει τη Μακεδονία και τη Θράκη στους Βουλγάρους ή στον Τίτο.
ΠΗΓΗ: https://ardin-rixi.gr