11.11.21

Παράνομος τζόγος και κυνομαχίες...Απόσπασμα

Πλησίαζε 4:30 το πρωί. Τα υπόλοιπα σκυλιά στα κλουβιά γάβγιζαν. Ο κόσμος φώναζε. Σφυρίγματα. Ιαχές. Ξαφνικά
σιωπή.Μόνο γρυλίσματα. Στην αρένα τα σκυλιά έμειναν ελεύθερα από τα αφεντικά τους και μπήκαν στη μάχη. Το ένα είχε κολλήσει πάνω στο άλλο. Τα φονικά σαγόνια του ενός καρφωνόταν στο κορμί του άλλου…. δαγκώνονταν με λύσσα. Τα μάτια τους όταν έπεφτε το φως στα μάτια τους πετούσαν ακτίνες τρόμου, τα άγρια φονικά ένστικτα μύριζαν θάνατο. Το πιτ μπουλ του «Μακρυμάλλη» φαινόταν να χάνει τη μάχη. Ο Αχιλλέας έσφιγγε τα δόντια του, τις γροθιές του. Είχε «κόψει» τη γλώσσα του από την ένταση και το άγχος. Τα 5000 θα γινόταν καπνός στο ρίσκο που είχε πάρει, μες την απόγνωσή του. Το σκυλί «του» ήταν μαχητής που δεν το έβαζε κάτω. Προσευχόταν –τι ειρωνεία!- να γυρίσει τον αγώνα. Το πίτ μπουλ του «Καράφλα» ήταν από πάνω, δάγκωνε το «δικό» του πιτ μπουλ. Δάγκωνε τα 5 χιλιάρικά του. Από στιγμή σε στιγμή, αν έσφιγγε τα δυνατά σαγόνια του, θα έπνιγε σαν τανάλια τον αντίπαλό του κι αυτό λαβωμένο θα κλοτσούσε να βγει η ψυχή του, από το πληγωμένο κορμί. Ο Αχιλλέας σήκωσε το κεφάλι του με κλειστά τα μάτια, προς την σκεπή του στάβλου, σα να ικέτευε τη θεά τύχη.

«Απίστευτο!» άκουσε τον Κούτσκη δίπλα του να χοροπηδάει.Το κοίταξε με απορία. Το πιτ μπουλ του «Μακρυμάλλη» με μια κίνησε ξέφυγε και αστραπιαία, όπως ήταν από κάτω καρφώνει τα σαγόνια του στο λαιμό του πιτ μπουλ του «Καραφλού»…Από την καρωτίδα ένας κόκκινο πίδακας πλημμύρισε την αρένα.
Ο «Καραφλός» τινάχτηκε απάνω από τη θέση του κλωτσώντας τον αέρα. Φώναξε να σταματήσουν τον αγώνα. Ο διαιτητής έκανε σήμα και τα 2 αφεντικά έπεσαν πάνω από τα σκυλιά, που μούγκριζαν εξουθενωμένα. 
Μια χαμένη μάχη το πιτ μπουλ του «Μακρυμάλλη» την κέρδισε τελευταία στιγμή στα σημεία. Αν τα σαγόνια του πιτ μπουλ έμεναν καρφωμένα στο λαιμό, σε λίγα δευτερόλεπτα θα ήταν νεκρό. Ο «Καραφλός» σταμάτησε τη μονομαχία για να το σώσει. Ο κόσμος που είχε ποντάρει πάνω του έβριζε εξοργισμένος. Πέντε έξι μπράβοι πλησίασαν προς την αρένα για κάθε ενδεχόμενο. Ο Αχιλλέας πανηγύριζε μαζί με τον Κούτσκη. Αγκαλιασμένοι χοροπηδούσαν σα μικρά παιδιά.Χωρίς χρονοτριβή κατευθύνθηκαν αμέσως, με τα κουπόνια τους στα χέρια, προς το ταμείο. Να εξαργυρώσουν.

Από το μυθιστόρημα Ο Κένταυρος που αγαπούσε τη Γοργόνα, του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου, εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ