Η ΣΥΛΒΙΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ – ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ, ἡ «Πάτ» τῆς Ἐθνικῆς Ἀντιστάσεως, ἔφυγε προχθες ἀπό τήν ζωή σέ ἡλικία 98 ἐτῶν. Τό ἄγγελμα τοῦ θανάτου τῆς σημαντικῆς αὐτῆς προσωπικότητος τῆς νεωτέρας ἱστορίας μας ὁδηγεῖ συνειρμικῶς στήν πικρή διαπίστωση, ὅτι ἡ ἐποχή τῶν ἡρωικῶν κατορθωμάτων παρέρχεται ἀνεπιστρεπτί.
Ἡ Ἑλλάς ἦταν πράγματι παροῦσα σέ ὅλα σχεδόν τά μέτωπα τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ Ἄξονος. Ἀλλά οἱ πατριῶτες πού ἐπετέλεσαν τίς σημαντικώτερες πράξεις ἡρωισμοῦ καί αὐτοθυσίας, πού πράγματι ἔπληξαν καίρια τούς Γερμανούς –εἰδικῶς οἱ προερχόμενοι ἀπό τήν μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη, εἶναι στίς ἡμέρες μας οἱ πλέον ἄγνωστοι. Πολλές φορές καί ἀπό δική τους ἐπιλογή. Καθώς οἱ δεξιοί πατριῶτες ὅπως ἡ Σύλβια Ἰωαννίδου, ἡ Λέλα Καραγιάννη, ὁ Κώστας Περρίκος, ὁ Χριστόδουλος Τσιγάντες, ὁ Γκέρζυ Ἰβάνωφ, ἡ Μαρία Παπαδάκη, δέν διενοήθησαν ποτέ νά καπηλευθοῦν τούς ἐθνικούς ἀγῶνες ὅπως πράττει συνήθως ἡ Ἀριστερά. Γι’ αὐτό ἄλλως τε ἡ Σύλβια Ἰωαννίδου ἐπέστρεψε τό παράσημο πού ἠθέλησαν νά τῆς ἀπονείμουν οἱ Ἄγγλοι, ἐπειδή ἔσωσε τήν ζωή Ἄγγλων στρατιωτῶν στήν Κατοχή. Γι’ αὐτό ἐδέχθη μόνο τόν Μεγαλόσταυρο τοῦ Τάγματος τῆς Τιμῆς πού τῆς ἀπένειμε ἡ πατρίς της, ἡ Ἑλληνική Δημοκρατία. Ἡ κρυφή δρᾶσις τῆς Σύλβιας Ἰωαννίδου ἀνεδείχθη πρό τεσσάρων ἐτῶν σέ ἐκδήλωση τῆς Παναθηναϊκῆς Ὀργανώσεως Γυναικῶν καί τοῦ Συνδέσμου 74 στήν αἴθουσα τοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου «Παρνασσός», τήν ὁποία εἶχε συντονίσει ὁ Διευθυντής τῆς «Ἑστίας» Μανώλης Κοττάκης.
Μαθήτρια ἀκόμη, ἡ ἐκλιποῦσα ἐνετάχθη στήν «Δύναμη 133», τό δίκτυο τῶν Ἄγγλων πού φυγάδευε ἀνθρώπους ἀπό τά ἐδάφη πού κατεῖχαν οἱ Γερμανοί. Μέ ἕνα αὐτοκίνητο «Μόρρις» παραχωρημένο ἀπό τόν Πρωθυπουργό Ἰωάννη Ράλλη καί πλαστά χαρτιά ἰδιοκτησίας ἀπό μία ἀνύπαρκτη γερμανική ἑταιρεία, ἡ Πάτ ἔκρυβε καί διεκινοῦσε κυνηγημένους, μέχρις ὅτου ἡ ἴδια συνελήφθη γιά νά γλυτώσει ὁριακῶς τό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα.
Γιά τήν δράση της ἐτιμήθη μέ τό δεύτερο τῇ τάξει βρεταννικό παράσημο, τόν Σταυρό τοῦ Γεωργίου. Τό ἐπέστρεψε λίγα χρόνια ἀργότερα διαμαρτυρομένη γιά τούς ἀπαγχονισμούς Κυπρίων ἀγωνιστῶν ἀπό τούς Ἄγγλους. Ἡ ἴδια διηγήθη σχετικῶς πρός τό ἐπεισόδιο αὐτό: «Ὁ πρέσβυς ὁ Ἄγγλος ἔμεινε ἄναυδος καί μέ παίρνει τηλέφωνο. Ξέρεις, λέει, αὐτό ἦταν τῆς στιγμῆς. Ἐγώ τό κρατάω. Θά τό μετανιώσεις κάποτε. Ἔλα νά τό πάρεις. Τοῦ λέω ἐγώ εἶμαι Ἑλληνίδα. Ὅταν κάνω κάτι, τό κάνω. Ὅτι κρεμάσατε δύο παιδιά, Καραολῆ καί Δημητρίου, στό ἄνθος τῆς νιότης τους, αὐτό γιά μένα ἤτανε ἔγκλημα. Κι ἐγώ μέ ἐγκληματίες δέν κάνω δουλειά. Δέν εἶπε τίποτα βέβαια».
Ἀργότερα, στήν ἐκδήλωση πού ἔγινε πρός τιμήν της στήν Ἀθήνα μέ πρωτοβουλία τῆς Προέδρου τῆς Παναθηναϊκῆς Μαρίας Γιαννίρη, παρόντος τοῦ πρώην Πρωθυπουργοῦ Κώστα Καραμανλῆ καί τοῦ πρέσβεως Παύλου Ἀποστολίδη, ἡ πρώην Πρόεδρος τῆς Βουλῆς Ἄννα Ψαρούδα-Μπενάκη τήν περιέγραψε ἁπλά καί περιεκτικά μέ τά ἀκόλουθα λόγια: «Εἶναι μία γυναίκα, μεταξύ πολλῶν πού παραμένουν ἀνώνυμες, πού δέν διαλάλησε ἤ διεκδίκησε δάφνες γιά τήν ἀντιστασιακή της δράση».
Γιά τήν δράση αὐτή θά ἀφήσουμε τήν ἴδια νά μιλήσει, δανειζόμενοι περικοπές ἀπό τήν ἐκπομπή «Μηχανή τοῦ Χρόνου» ὅπου πρό ἐτῶν εἶχε μιλήσει:
«Ἀγαποῦσα πολύ τόν τόπο μου καί ἤθελα πάντοτε νά προσφέρω. Ὅταν μπῆκαν οἱ Γερμανοί ἐπιτάξανε τό Ἀρσάκειο καί τό ἔκαναν νοσοκομεῖο. Ἀνέβαινα καί κατέβαινα ἀπό τό σπίτι μέ τά πόδια. Ἤμουν στήν τελευταία τάξη, ἕκτη γυμνασίου. Εἶχα ἀποφασίσει νά πάω στό βουνό. Οἱ γονεῖς μου δέν τό εὐχαριστήθηκαν καί πολύ. Μιά μέρα ἦρθε ἀπό τήν Αἴγυπτο κάποιος νά μᾶς φέρει νέα τῆς ἀδελφῆς μου –πού στό μεταξύ εἶχε φύγει– καί τοῦ εἶπα: Θέλω νά βγῶ στό βουνό. Μοῦ λέει: Δέν εἶναι γιά σένα τό βουνό, ἔλα μαζί μας. Ἔτσι μπῆκα στήν Force 133, πού ἦταν μιά ὑπηρεσία τῶν Ἄγγλων γιά νά φυγαδεύει κόσμο ἀπό τά ἐδάφη πού εἶχαν καταλάβει οἱ Γερμανοί. Ἔτσι ἄρχισε ἡ δράση μου».
Καί συνεχίζει: «Δουλειά μου ἦταν νά κρύβω Ἐγγλέζους ἀξιωματικούς ἤ στρατιῶτες, ἀλλά καί Ἕλληνες μέχρι νά μπορέσει ἡ ὀργάνωση νά τούς φυγαδεύσει στήν Αἴγυπτο. Εἴχαμε νοικιάσει διάφορα διαμερίσματα στό κέντρο τῆς Ἀθήνας μέ ψεύτικα ὀνόματα. Μοῦ ἔδωσαν τό κωδικό ὄνομα Πάτ. Ἤμουν ἡ Πάτ, ἄν καί ποτέ δέν τό παραδέχτηκα ὅταν μέ συνέλαβαν τελικά. Ὁδηγοῦσα ἕνα “μορισάκι” πού μᾶς εἶχε παραχωρήσει ὁ τότε Πρωθυπουργός Ράλλης. Μᾶς εἶχε δώσει γερμανικά ἔγγραφα, ὅτι τάχα ἀνήκει σέ κάποια γερμανική ἑταιρεία κι ἔτσι κυκλοφορούσαμε καί περνάγαμε τούς ἐλέγχους. Ἐκτός ἀπό τά διαμερίσματα πού κρύβαμε ὅσους ἦταν κυνηγημένοι, εἴχαμε καί μία, δύο σπηλιές κάπου στά Κιούρκα πού ἔφταναν καί κρύβονταν κάποιοι πρίν ἔρθουν στήν Ἀθήνα καί ἕνα διαμέρισμα στά Πετράλωνα πού ἦταν κάτι σάν πυριτιδαποθήκη. Μάλιστα εἴχαμε γιά φύλακα τόν Καρπόζηλο πού κάπνιζε πολύ καί ὅλο τοῦ ἔλεγα: Πρόσεχε γιατί θά γίνει κανά μπάμ καί θά γίνουν ἄνω-κάτω τά Πετράλωνα. Μάλιστα μέ τό αὐτοκίνητο πολλές φορές χρειάστηκε νά μεταφέρω ἐκρηκτικά πού προορίζονταν γιά κάποια ἐπιχείρηση. Ὁ φόβος καί οἱ προδότες τῆς “διπλανῆς πόρτας” –νά πῶ ὅτι δέ φοβόμουν, θά ἤμουν ἀνόητη. Βεβαίως καί φοβόμουν. Πιό πολύ φοβόμουν τούς δικούς μας ἀνθρώπους. Οἱ προδότες κυκλοφοροῦσαν παντοῦ. Εἶχα μιά συμμαθήτρια, ἡ μάνα της ἦταν Ρωσσίδα καί μένανε στό Ψυχικό. Τό σχολεῖο μας ἦταν πίσω ἀπό τό σπίτι τους καί κάθε πρωί πήγαινα, ἔπαιρνα τή φίλη μου καί πηγαίναμε στό μάθημα. Μιά μέρα μοῦ λέει: Μπές μέσα νά φᾶμε κάτι. Ἐκείνη τήν ἐποχή τό νά φᾶς κάτι δέν ἦταν αὐτονόητο. Μπῆκα, εἶχε κάνει μπισκότα. Φάγαμε τά μπισκότα, ἤπιαμε ζεστό τσάι καί φύγαμε γιά τό σχολεῖο. Πολλοί μοῦ λέγανε: Πρόσεχέ την, εἶναι ἄνθρωπος τῶν Γερμανῶν. Δέν μποροῦσα ὅμως νά τό πιστέψω. Ὅταν μέ πιάσανε οἱ Γερμανοί καί μέ πήγανε στή Γκεχέραλντ Φέλτ Πολιτσάι καί ἀνεβήκαμε τίς σκάλες γιά νά πάω στό τρίτο πάτωμα, ἦταν ἀνοιχτή ἡ πόρτα ἑνός γραφείου καί τήν βλέπω, τήν μάνα τῆς φίλης μου, καθισμένη ἐκεῖ μέ ἕνα τσιγάρο νά καπνίζει. Καί λέω νά ’τα. Αὐτή ἤτανε καί εἴχανε δίκιο οἱ ἄνθρωποι πού μοῦ τό λέγανε».
Στήν φυλακή παρέμεινε ἔχουσα παρά λίγο γλυτώσει τήν ἐκτέλεση πρός τήν ὁποία ἐβάδισε μαζί μέ τήν Λέλα Καραγιάννη. Αὐτή ἦταν ἡ Σύλβια Ἰωαννίδου, ἡ ὁποία μετά τήν ἀπελευθέρωση ἔφυγε κυνηγημένη ἀπό τόν ΕΛΑΣ καί παρέμεινε δέκα μῆνες στό Κάιρο.
Ἐνεργός στήν πολιτική ζωή τῆς χώρας παρέμεινε μέχρι τό τέλος. Ὑπῆρξε μάλιστα ἐκ τῶν ἱδρυτικῶν μελῶν τοῦ κόμματος τῆς Νέας Δημοκρατίας.
Μαθήτρια ἀκόμη, ἡ ἐκλιποῦσα ἐνετάχθη στήν «Δύναμη 133», τό δίκτυο τῶν Ἄγγλων πού φυγάδευε ἀνθρώπους ἀπό τά ἐδάφη πού κατεῖχαν οἱ Γερμανοί. Μέ ἕνα αὐτοκίνητο «Μόρρις» παραχωρημένο ἀπό τόν Πρωθυπουργό Ἰωάννη Ράλλη καί πλαστά χαρτιά ἰδιοκτησίας ἀπό μία ἀνύπαρκτη γερμανική ἑταιρεία, ἡ Πάτ ἔκρυβε καί διεκινοῦσε κυνηγημένους, μέχρις ὅτου ἡ ἴδια συνελήφθη γιά νά γλυτώσει ὁριακῶς τό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα.
Γιά τήν δράση της ἐτιμήθη μέ τό δεύτερο τῇ τάξει βρεταννικό παράσημο, τόν Σταυρό τοῦ Γεωργίου. Τό ἐπέστρεψε λίγα χρόνια ἀργότερα διαμαρτυρομένη γιά τούς ἀπαγχονισμούς Κυπρίων ἀγωνιστῶν ἀπό τούς Ἄγγλους. Ἡ ἴδια διηγήθη σχετικῶς πρός τό ἐπεισόδιο αὐτό: «Ὁ πρέσβυς ὁ Ἄγγλος ἔμεινε ἄναυδος καί μέ παίρνει τηλέφωνο. Ξέρεις, λέει, αὐτό ἦταν τῆς στιγμῆς. Ἐγώ τό κρατάω. Θά τό μετανιώσεις κάποτε. Ἔλα νά τό πάρεις. Τοῦ λέω ἐγώ εἶμαι Ἑλληνίδα. Ὅταν κάνω κάτι, τό κάνω. Ὅτι κρεμάσατε δύο παιδιά, Καραολῆ καί Δημητρίου, στό ἄνθος τῆς νιότης τους, αὐτό γιά μένα ἤτανε ἔγκλημα. Κι ἐγώ μέ ἐγκληματίες δέν κάνω δουλειά. Δέν εἶπε τίποτα βέβαια».
Ἀργότερα, στήν ἐκδήλωση πού ἔγινε πρός τιμήν της στήν Ἀθήνα μέ πρωτοβουλία τῆς Προέδρου τῆς Παναθηναϊκῆς Μαρίας Γιαννίρη, παρόντος τοῦ πρώην Πρωθυπουργοῦ Κώστα Καραμανλῆ καί τοῦ πρέσβεως Παύλου Ἀποστολίδη, ἡ πρώην Πρόεδρος τῆς Βουλῆς Ἄννα Ψαρούδα-Μπενάκη τήν περιέγραψε ἁπλά καί περιεκτικά μέ τά ἀκόλουθα λόγια: «Εἶναι μία γυναίκα, μεταξύ πολλῶν πού παραμένουν ἀνώνυμες, πού δέν διαλάλησε ἤ διεκδίκησε δάφνες γιά τήν ἀντιστασιακή της δράση».
Γιά τήν δράση αὐτή θά ἀφήσουμε τήν ἴδια νά μιλήσει, δανειζόμενοι περικοπές ἀπό τήν ἐκπομπή «Μηχανή τοῦ Χρόνου» ὅπου πρό ἐτῶν εἶχε μιλήσει:
«Ἀγαποῦσα πολύ τόν τόπο μου καί ἤθελα πάντοτε νά προσφέρω. Ὅταν μπῆκαν οἱ Γερμανοί ἐπιτάξανε τό Ἀρσάκειο καί τό ἔκαναν νοσοκομεῖο. Ἀνέβαινα καί κατέβαινα ἀπό τό σπίτι μέ τά πόδια. Ἤμουν στήν τελευταία τάξη, ἕκτη γυμνασίου. Εἶχα ἀποφασίσει νά πάω στό βουνό. Οἱ γονεῖς μου δέν τό εὐχαριστήθηκαν καί πολύ. Μιά μέρα ἦρθε ἀπό τήν Αἴγυπτο κάποιος νά μᾶς φέρει νέα τῆς ἀδελφῆς μου –πού στό μεταξύ εἶχε φύγει– καί τοῦ εἶπα: Θέλω νά βγῶ στό βουνό. Μοῦ λέει: Δέν εἶναι γιά σένα τό βουνό, ἔλα μαζί μας. Ἔτσι μπῆκα στήν Force 133, πού ἦταν μιά ὑπηρεσία τῶν Ἄγγλων γιά νά φυγαδεύει κόσμο ἀπό τά ἐδάφη πού εἶχαν καταλάβει οἱ Γερμανοί. Ἔτσι ἄρχισε ἡ δράση μου».
Καί συνεχίζει: «Δουλειά μου ἦταν νά κρύβω Ἐγγλέζους ἀξιωματικούς ἤ στρατιῶτες, ἀλλά καί Ἕλληνες μέχρι νά μπορέσει ἡ ὀργάνωση νά τούς φυγαδεύσει στήν Αἴγυπτο. Εἴχαμε νοικιάσει διάφορα διαμερίσματα στό κέντρο τῆς Ἀθήνας μέ ψεύτικα ὀνόματα. Μοῦ ἔδωσαν τό κωδικό ὄνομα Πάτ. Ἤμουν ἡ Πάτ, ἄν καί ποτέ δέν τό παραδέχτηκα ὅταν μέ συνέλαβαν τελικά. Ὁδηγοῦσα ἕνα “μορισάκι” πού μᾶς εἶχε παραχωρήσει ὁ τότε Πρωθυπουργός Ράλλης. Μᾶς εἶχε δώσει γερμανικά ἔγγραφα, ὅτι τάχα ἀνήκει σέ κάποια γερμανική ἑταιρεία κι ἔτσι κυκλοφορούσαμε καί περνάγαμε τούς ἐλέγχους. Ἐκτός ἀπό τά διαμερίσματα πού κρύβαμε ὅσους ἦταν κυνηγημένοι, εἴχαμε καί μία, δύο σπηλιές κάπου στά Κιούρκα πού ἔφταναν καί κρύβονταν κάποιοι πρίν ἔρθουν στήν Ἀθήνα καί ἕνα διαμέρισμα στά Πετράλωνα πού ἦταν κάτι σάν πυριτιδαποθήκη. Μάλιστα εἴχαμε γιά φύλακα τόν Καρπόζηλο πού κάπνιζε πολύ καί ὅλο τοῦ ἔλεγα: Πρόσεχε γιατί θά γίνει κανά μπάμ καί θά γίνουν ἄνω-κάτω τά Πετράλωνα. Μάλιστα μέ τό αὐτοκίνητο πολλές φορές χρειάστηκε νά μεταφέρω ἐκρηκτικά πού προορίζονταν γιά κάποια ἐπιχείρηση. Ὁ φόβος καί οἱ προδότες τῆς “διπλανῆς πόρτας” –νά πῶ ὅτι δέ φοβόμουν, θά ἤμουν ἀνόητη. Βεβαίως καί φοβόμουν. Πιό πολύ φοβόμουν τούς δικούς μας ἀνθρώπους. Οἱ προδότες κυκλοφοροῦσαν παντοῦ. Εἶχα μιά συμμαθήτρια, ἡ μάνα της ἦταν Ρωσσίδα καί μένανε στό Ψυχικό. Τό σχολεῖο μας ἦταν πίσω ἀπό τό σπίτι τους καί κάθε πρωί πήγαινα, ἔπαιρνα τή φίλη μου καί πηγαίναμε στό μάθημα. Μιά μέρα μοῦ λέει: Μπές μέσα νά φᾶμε κάτι. Ἐκείνη τήν ἐποχή τό νά φᾶς κάτι δέν ἦταν αὐτονόητο. Μπῆκα, εἶχε κάνει μπισκότα. Φάγαμε τά μπισκότα, ἤπιαμε ζεστό τσάι καί φύγαμε γιά τό σχολεῖο. Πολλοί μοῦ λέγανε: Πρόσεχέ την, εἶναι ἄνθρωπος τῶν Γερμανῶν. Δέν μποροῦσα ὅμως νά τό πιστέψω. Ὅταν μέ πιάσανε οἱ Γερμανοί καί μέ πήγανε στή Γκεχέραλντ Φέλτ Πολιτσάι καί ἀνεβήκαμε τίς σκάλες γιά νά πάω στό τρίτο πάτωμα, ἦταν ἀνοιχτή ἡ πόρτα ἑνός γραφείου καί τήν βλέπω, τήν μάνα τῆς φίλης μου, καθισμένη ἐκεῖ μέ ἕνα τσιγάρο νά καπνίζει. Καί λέω νά ’τα. Αὐτή ἤτανε καί εἴχανε δίκιο οἱ ἄνθρωποι πού μοῦ τό λέγανε».
Στήν φυλακή παρέμεινε ἔχουσα παρά λίγο γλυτώσει τήν ἐκτέλεση πρός τήν ὁποία ἐβάδισε μαζί μέ τήν Λέλα Καραγιάννη. Αὐτή ἦταν ἡ Σύλβια Ἰωαννίδου, ἡ ὁποία μετά τήν ἀπελευθέρωση ἔφυγε κυνηγημένη ἀπό τόν ΕΛΑΣ καί παρέμεινε δέκα μῆνες στό Κάιρο.
Ἐνεργός στήν πολιτική ζωή τῆς χώρας παρέμεινε μέχρι τό τέλος. Ὑπῆρξε μάλιστα ἐκ τῶν ἱδρυτικῶν μελῶν τοῦ κόμματος τῆς Νέας Δημοκρατίας.