3.9.21

Αποσπάσματα από την Αναφορά στον Γκρέκο του Νίκου Καζαντζάκη

Να’ σαι νέος, είκοσι πέντε χρονών, γερός, να μην αγαπάς κανένα πρόσωπο ορισμένο, άντρα ή γυναίκα, που να σου στενεύει την καρδιά και να μην σε αφήνει ν’ αγαπήσεις με ίση αφιλοκέρδεια και σφοδρότητα τα πάντα και να οδοιποράς πεζός, ολομόναχος, μ’ενα δισάκι στον ώμο, από την μιαν άκρα ως την άλλη, στην Ιταλία, και να ΄ναι άνοιξη και να μπαίνει το καλοκαίρι και να ‘ ρχουνται, φορτωμένοι φρούτα και βροχές, ο χινόπωρος κι ο χειμώνας – θαρρώ ο άνθρωπος θα’ ταν αναίδεια να θέλει μεγαλύτερη ευτυχία. (σελ 158)




Μην πάψεις ποτέ να παλεύεις με το Θεό’ καλύτερη άσκηση δεν υπάρχει. Μα μη θαρρείς πως για να τον παλέψεις με πιο σιγουράδα πρέπει να ξεριζώσεις τις σκοτεινές ρίζες μέσα σου, τα ένστιχτα’ βλέπεις μια γυναίκα και σε κυριεύει φόβος’ είναι ο Πειρασμός, λες ύπαγε οπίσω μου, Σατανά. Ναι είναι ο Πειρασμός, μα για να τον νικήσεις ένας μονάχα τρόπος υπάρχει: να τον αγκαλιάσεις, να τον γευτείς, να τον σιχαθείς, να μη σε πειράζει πια’ αλλιώς και εκατό χρονών να γίνεις, αν δεν χάρηκες γυναίκα θα’ ρχεται στον ύπνο σου και στον ξύπνο σου και θα λερώνει τον ύπνο σου και την ψυχή σου. Το λέω, το ξαναλέω: όποιος ξεριζώνει το ένστιχτο του ξεριζώνει τη δύναμη του‘ γιατί με τον καιρό, με τον χορτασμό, με την άσκηση μπορεί η σκοτεινή αυτή ύλη να γίνει πνέμα. (σελ. 298)




Πως μπορεί να’ ναι κανείς ευτυχισμένος μέσα στο ελεεινό ετούτο κορμί-κουβάρι αίμα, κόκαλα, μυαλό, κρέας, βλέννες, σπέρμα, ιδρώτα, δάκρυα κι ακαθαρσία; Πως μπορεί να’ ναι κανείς ευτυχίσμενος στο σώμα ετούτο που το κυβερνά η ζήλια, το μίσος, η ψευτιά, ο φόβος, η αγωνία, η πείνα, η δίψα, η αρρώστια, τα γερατιά κι ο θάνατος; Όλα τραβούνε στη φθορά, χόρτα, έντομα, ζώα, άνθρωποι.. κοίταξε πίσω σου εκείνους που δεν υπάρχουν πια.. κοίταξε πίσω σου εκείνους που δεν υπάρχουν ακόμα. Οι άνθρωποι ωριμάζουν σαν τ’αστάχυα, πέφτουν σαν τ’αστάχυα, ξαναφυτρώνουν. Οι απέραντοι ωκεανοί ξεραίνουνται, θρύβουνται τα βουνά, το άστρο το πολικό σαλεύει κι οι θεοί εξαφανίζουνται… (σελ.342)







»Τα δάκρυα των ανθρώπων μπορούν να γυρίσουν όλους τους νερόμυλους της γης, μα το νερόμυλο του Θεού δεν τον γυρίζουν»…
Η αγάπη και η συμπόνια είναι θυγατέρες του ανθρώπου, όχι του Θεού!
Μα ας είναι καλά ο καιρός, αυτός μας λυπάται..ένα σφουγγάρι είναι ο καιρός και σβήνει..και γρήγορα το νέο ανοιξιάτικο χορτάρι θα σκεπάσει τις ταφόπετρες, κι η ζωή θα ξαναπάρει, αγκομαχώντας, τον ανήφορο. (σελ.428)









Δεν μπορεί ο άνθρωπος, έλεγα, να νικήσει τις κακομοιριές και τις ατέλειες του; μπορεί!! ντροπή να δέχουμαι παθητικά ο,τι μου’ δωκε η φύση.. θα σηκώσω κεφάλι! (σελ.439)