«Μάκαρ ὦ Πιερία…»
Ιερή ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της Χρυσάννας …
«Τι μεγαλείο!Να βρίσκεσαι στον ίδιο ιερό χώρο που χιλιάδες χρόνια πριν οι πρόγονοι μας έζησαν, μεγαλούργησαν και λάτρεψαν τους θεούς τους, στην ίδια γη…που είδαν τις «Βάκχες» στον ίδιο χώρο με τον Ευριπίδη που την έγραψε και την παρουσίασε! Στο ίδιο αρχαίο θέατρο, στις ίδιες κερκίδες, με τους Έλληνες προγόνους 2500 χρόνια πριν»!
Είναι συγκλονιστικό ο τόπος, το μνημείο να σου προκαλεί συνειρμούς για τις ρίζες και τη συνέχεια της ιστορίας και της ζωής του λαού, αφού στα ίδια χώματα στον ίδιο χώρο που πατούσε ο Ευριπίδης με το ίδιο έργο παρακολουθούσαν …..
Ο Αχιλλέας, τράβηξε το χέρι της και το ακούμπησε πάνω στο αντιβράχιο του.
«Κοίτα. Ανατρίχιασα.Δεν περιγράφεται με λόγια. Κάπου εδώ τριγυρνάει η μορφή του, το πνεύμα του αιώνες τώρα…».
«Έχω συγκλονιστεί . Αυτό δε μπορεί να το ζήσει κανείς άλλος λαός πουθενά στον κόσμο…Είμαι περήφανη που είμαι Ελληνίδα»!
«Αγαπάω πού αυτόν τον τόπο όχι μόνο γιατί είναι η πατρίδα μου, αλλά γιατί νοιώθω σα συνεχιστής εκείνων των προγόνων που μας έκαναν περήφανους.
Το χρέος μας είναι να μπορέσουμε έστω και τόσο δα λίγο κι να τους κάνουμε περήφανους…».
«Ω θεοί…».
Μαζί με τους θεατές , λίγο πιο ψηλά, ακριβώς πίσω τους, στις κορυφές του Ολύμπου οι θεοί παρακολουθούσαν μαζί την τραγωδία.
Οποία αίσθησης! Τι ρίγος !Τι υπερηφάνεια!
Ο χορός συνέχιζε τα λυρικά , η μουσική απλωνόταν στη σιωπή και η φαντασία φτερούγιζε στο σκοτάδι , φτάνοντας στα παλάτια των θεών, στις κορφές του Ολύμπου…Από εκεί , από τον ίδιο χώρο που ίσως καθόταν ο Φίλιππος ο Μακεδών, ο Μέγας Αλέξανδρος στην εφηβεία του, οι σοφοί της Αρχαιότητας, ο Αριστοτέλης , ο Ευριπίδης, οι στρατηγοί ,ο λαός, οι Μακεδόνες και πίσω , πάνω από τα σώματα τους τα βλέμματα των θεών, των Μουσών στραμμένα παρακολουθούσαν τη ζωή του Μακεδονικού κράτους και όλων των Ελλήνων…
«Το τουριστικό σλόγκαν του νομού σας αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτό που είναι. Γη διαλεγμένη από τους θεούς…Είσαι πολύ τυχερός. Έχετε φανταστικά μέρη, δήλωσε ενθουσιασμένη η Χρυσάννα. Χαμογέλασε. Τη φίλησε στο μάγουλο. Ένοιωσε μια ικανοποίηση με αυτή τη κουβέντα της. Η Χρυσάννα περνούσε καλά, ήταν εντυπωσιασμένη με τον τόπο του, φαινόταν χαρούμενη και ευτυχισμένη…
Από το βιβλίο του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου