Κι αν στέλνουμε μηνύματα με τ’ άσπρα
που αφήνουμε να φεύγουν περιστέρια,
κι αν μπρος στις Παναγιές τις Ελεούσες
δεητικά υψώνουμε τα χέρια,
τους δρόμους τους σκεπάσανε τα χιόνια
και κλείσανε σαν πύλες οι ουρανοί:
αν είταν (που δεν είταν!) κάτι να ‘ρθει,
τώρα πια είναι αργά για να φανεί.
Α! τι δειλοί – και πόσο γελασμένοι
εβγήκαμε σε όλα στη ζωή μας:
γι’ ασφάλεια κυκλωθήκαμε με τείχη
– και γίνανε τα τείχη φυλακή μας.
Εμπρός στης Προσδοκίας το κατώφλι,
περάσαμε τα νιάτα μας ορθοί
– ενώ είτανε μέσα μας το θάμα
που τόσο λαχταρούσαμε να ‘ρθει!…