26.4.21

«Στο χώμα»: Μια ιστορία του Σ. Παρχαρίδη εμπνευσμένη από φωτογραφία του Θ. Μπικηρόπουλου, συγγραφέα, δημοσιογράφου.

Μια ιστορία του σκηνοθέτη και ηθοποιού Σταύρου Παρχαρίδη* εμπνευσμένη από μια φωτογραφία του Συγγραφέα και δημοσιογράφου Θεοχάρη Μπικηρόπουλου και ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της στήλης «Εικόνων Λέξεις» (για συμμετοχή, δείτε παρακάτω).
Επεισόδιο δέκατο ένατο: «Στο χώμα»...
Πέρασε το πινέλο του απαλά πάνω από το αντικείμενο που το χώμα σκέπασε, για να το προστατεύσει από το πέρασμα των αιώνων. Δεν ήξερε τι ήταν, αλλά μέσα του ένοιωθε πως ήταν κάτι σπουδαίο. Ήξερε πως η αιωνιότητα πολλές φορές, κρύβει την τέχνη στα σπλάχνα της γης, ήξερε όμως επίσης, πως η τέχνη αν για κάποιο λόγο χαθεί εξακολουθεί να ζει στους αιώνες πολλές φορές στο σκοτάδι, μέχρι να δει ξανά το φως του ήλιου. Αν είσαι ο τυχερός που θα την ανταμώσει πρώτος καλά θα κάνεις να την αντιμετωπίσεις με σεβασμό. Και αυτός ήταν τυχερός.



«Το μάρμαρο που λαξεύεις να το ξέρεις πως αιώνια δόξα θα έχει. Θα σηκώσει την πιο βαριά «στέγη» στα κιονόκρανά του, αυτήν της ιστορίας. Γι αυτό να είστε προσεκτικοί, με χάρη και σεβασμό να ανεβοκατεβάζετε το σκαρπέλο σας. Πάντα να θυμάστε πως δεν σκαλίζουμε την πέτρα, ευγνωμονούμε τους θεούς, τιμούμε τους δίκαιους, δικάζουμε τους ανέντιμους, στεγάζουμε όνειρα και χαρίζουμε υστεροφημία στους ένδοξους νεκρούς μας.» Είπε στους βοηθούς του και έκανε να φύγει ο αρχιμάστορας. Κοντοστάθηκε για λίγο γύρισε τους έριξε μια τελευταία ματιά και ψιθύρισε «Που να ξέρετε πως τον θαυμασμό σκαλίζετε και όχι την πέτρα, που να ξέρετε πως όταν εμείς φύγουμε αυτές οι κολώνες θα αναπνέουν ακόμη τον αέρα που χαρίζει το βουνό των θεών και θα βλέπουν το σπιτικό τους. Που να ξέρετε πως στην αιωνιότητα, σημάδι αφήνετε δημιουργίας. Ίσως το όνομά σας μα μην γνωρίσει κανείς, θα σας αντικρίζει με δέος όμως, μέσα από το έργο σας, μέσα από την τέχνη σας.»

Λίγο πιο κάτω κάθισε πάνω σε ένα κομμάτι μαρμάρινου βράχου, που ίσα-ίσα ξεπρόβαλε την αρχή του πάνω από την γη. Το άγγιξε και του είπε «Πόσο θα ήθελα να με συγχωρέσεις που δεν θα ψάξω να βρω την αιώνια ψυχή που κρύβεις μέσα σου». Ξεψύχησε χαϊδεύοντας την δροσερή πλάτη του ιερού, γι’ αυτόν, βράχου.

Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που σκαλίζοντας την γη είχε βρει μια σειρά από μαρμάρινες κολώνες. Έμοιαζε να είναι ένα από τα πολλά ευρήματα στην περιοχή. Ο ίδιος όμως μέσα του ένοιωθε πως τίποτα δεν ήταν τόσο απλό τόσο συνηθισμένο. Του ήρθε μια τρελή σκέψη, αποφάσισε να σηκώσει τις κολόνες που φιλοξενούσε το χώμα όρθιες. Αυτό φυσικά για πολλούς λόγους ήταν πολύ δύσκολο. Πρώτον το βάρος ήταν πολύ μεγάλο για να το κάνει μόνος του και δεύτερον στον δικό του καιρό άλλοι αποφάσιζαν τι θα κοιτά προς τον ουρανό ολόρθο και τι θα μένει ξαπλωμένο στην γη. Μέχρι να κρίνουν πως ήρθε η ώρα να σταθεί όρθιο και αυτό. Σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει, τι θα μπορούσε να πει, για να δει το συντομότερο τις κολώνες όρθιες, να ατενίζουν τον ουρανό. Μα δυστυχώς κάθε προσπάθεια αποδείχτηκε ανώφελη.
Στεκόταν εκεί και τις κοίταζε με τις ώρες.
Πεσμένες στο έδαφος οι μαρμάρινες κολώνες έδειχναν να κοιμούνται ύπνο αιώνιο, μόνοι σύντροφοι τα στοιχειά της φύσης και τα πλάσματά της που πάνε και έρχονται αδιάκοπα μέσα στους αιώνες. Μοναδικοί σύντροφοι μα και μάρτυρες όλων όσων περιφρόνησαν αυτό που η ψυχή των μαρμάρων κρύβει.

Στο χώμα εκεί, ακουμπισμένη η μνήμη, μοιάζει να έκανε κάτι αποτρόπαιο. Στο χώμα η ιστορία που έχει να διηγηθεί. Στο χώμα και η τέχνη, ο σεβασμός, και η αγάπη αυτών που σκάλισαν το μάρμαρο, το έδωσαν μορφή και το σήκωσαν όρθιο όχι μόνο για να στηρίξουν κιονόκρανα και στέγες αλλά για αφήσουν πίσω τους το πιο ξεκάθαρο μήνυμα στους αιώνες, πως η τέχνη πρέπει ορθή να στέκει, να κοιτά προς τον ουρανό, δεν της ταιριάζει να είναι ξαπλωμένη στο χώμα. Είναι ότι μένει. Μένει γιατί είναι αυτό που όλοι θέλουν, όλοι θαυμάζουν, όλοι θα ήθελαν να είναι ένα κομμάτι της γιατί η τέχνη είναι ένα κομμάτι των ανθρώπων, ή καλύτερα είναι ο άνθρωπος. Όταν αφήνεις το δημιούργημα στο χώμα, κανείς δεν σου το συγχωρά, ούτε το χώμα. Γιατί και το ίδιο σαν το πλάσεις, τέχνη μπορείς να κάνεις. Να ταΐσεις αυτούς που σκαλίζουν το μάρμαρο. Να στηρίξεις πάνω του την τέχνη. Η ανίκανος να δεις τι πράττεις, πάνω του να ξαπλώσεις με ευκολία την τέχνη των άλλων. Αυτήν που σεβάστηκε μέχρι και ο χρόνος αλλά όχι εσύ.

Τότε ξάπλωσε και αυτός κάτω, έγινε ένα με το χώμα αφουγκράστηκε τον αναστεναγμό της γης για την ύβρη προς την τέχνη των άλλων. Γύρισε το κεφάλι του με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει την ψευδαίσθηση πως βλέπει τις κολώνες από χαμηλά και πως αυτές είναι όρθιες όπως τις αρμόζει. Μπορεί να ήταν η ιδέα του αλλά άκουσε το χώμα να του μιλά. «Τι είναι η τέχνη των άλλων και νομίζουν πως μπορούν να την περιφρονούν; Να την αξιολογούν; Να την χλευάζουν, ή ακόμη και να την επαινούν; Είναι αυτό που και οι ίδιοι μπορούν να κάνουν, αλλά απλά δεν το επιλέγουν; Είναι αυτό που εύκολα ο καθένας μπορεί να πράξει, αλλά τον αφήνει αδιάφορο; Αν μπορούν, γιατί δεν επιλέγουν να πράξουν; Αν πάλι δεν μπορούν, τότε γιατί δεν σέβονται την τέχνη των άλλων; Όταν ο άνθρωπος δεν δημιουργεί ή δεν έχει την ικανότητα να δημιουργήσει είναι θεμιτό. Αυτό όμως που δεν είναι αποδεκτό είναι να μην αναγνωρίζεις την τέχνη των άλλων όσο απλή, όσο εύκολη, όσο κατανοητή ή μη κατανοητή να είναι. Όλοι έχουν το δικαίωμα να μην τους αρέσει η τέχνη του άλλου, κανείς όμως δεν έχει το δικαίωμα να κρατά στο χώμα την τέχνη του οποιουδήποτε. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αποστρέφει το κεφάλι στην τέχνη. Είναι μεγάλο αμάρτημα και κανείς θεός δεν το συγχωρά. Μην σταθείς ποτέ αδιάφορος στην ψυχή που κρύβει ένα κομμάτι μάρμαρο, μια χούφτα από πηλό, η άκρη ενός πινέλου, η μύτη ενός μολυβιού, η πλάτη ενός πάπυρου. Μην σταθείς ποτέ αδιάφορος μπροστά στο ακατανόητο και περίεργο σχέδιο ενός παιδιού στην σκόνη. Η άκρη ενός κλαδιού που χαράζει την γη, η μιας πέτρας που χαράζει τα πλευρά ενός βράχου, μην σε αφήνουν αδιάφορο. Θυμήσου πως αυτά νίκησαν αυτόν που κανείς δεν μπορεί να νικήσει, τον χρόνο. Είναι αδιανόητο ως αστείο να αδιαφορείς για την τέχνη, είναι αυτή που σε κάνει αθάνατο, είναι αυτή που σου χαρίζει ζωή όταν όλα τα άλλα σου την παίρνουν, γιατί τέχνη είναι τα πάντα, από το ανακάτεμα του αλευριού για να γίνει ψωμί και το γήτεμα ενός αλόγου, μέχρι το νυστέρι στα δάκτυλα σου. Εσύ ο ίδιος είσαι η τέχνη . Όποιος μπορεί και δεν βοηθά τους δημιουργούς ή βοηθά όπως τον συμφέρει πράττει μεγαλύτερη ύβρη και από τον αδιάφορο, αυτό να ξέρεις, αν δεν το έχεις καταλάβει υπάρχει χρόνος, όπως και να ‘χει μην αποστρέφεις το βλέμμα στην τέχνη. Μην αφήνεις την ψυχή σου στο χώμα.»

Τον ξύπνησε ο θόρυβος μιας μηχανής που είχε την δύναμη να σηκώσει το βάρος της κάθε κολώνας. «Επιτέλους ήρθε η στιγμή να σταθούν όρθιες και υψωθούν προς τον ουρανό οι ψυχές όλων αυτών που έδωσαν ζωή στο μάρμαρο.» Αυτό φώναξε ενθουσιασμένος. Ο εργάτης κούνησε επιδοκιμάστηκα το κεφάλι του «Μου είπαν να τις πάω στον ναό εκεί είναι η θέση τους.» Είπε με στεντόρεια φωνή που προσπαθούσε να νικήσει τον θόρυβο της μηχανής που θα βοηθούσε να σηκωθούν από το χώμα οι κολώνες. Ήρθαν και άλλοι εργάτες να βοηθήσουν «Προσεκτικά» τους ορμήνευσε ο άνθρωπος που χειριζόταν το μηχάνημα «Με σεβασμό και υπομονή» συμπλήρωσε. Δίπλα του στεκόταν ένα παιδί. «Τι είναι αυτές οι κολώνες μπαμπά;» ρώτησε. «Η τέχνη των άλλων που πρέπει να σταθεί όρθια. Και δεν είναι απλές κολώνες είναι κίονες και οι κίονες δεν θα γίνουν ποτέ απλές κολώνες.» Απάντησε ο εργάτης στον γιο του.
Στάθηκαν οι κίονες εκεί που τους είχαν τοποθετήσει κάποτε κάποιοι για να λατρέψουν τον θεό τους. Από τότε άλλαξαν πολλά μέχρι και ο Θεός που πίστευαν οι άνθρωποι σκέψου πως άλλαξε. Ένα όμως παρέμεινε ίδιο, ο θαυμασμός για την τέχνη των άλλων.

Και συ περαστικέ που έχεις την τύχη να βρεθείς μπροστά στην τέχνη των άλλων, μην περνάς αδιάφορος μπροστά από το πεσμένο στο χώμα, γόητρο της. Φώναξε με την ψυχή σου και με φωνή δυνατή. Μέχρι να σε ακούσει το σύμπαν. «Προς τον ουρανό πρέπει να στέκει η κορυφή κάθε «κολώνας». Και μόνο η βάση της πρέπει να ακουμπά, στο χώμα.»

ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΡΧΑΡΙΔΗΣ 25-4-2021
Θεοχάρη Μπικηρόπουλε σε ευχαριστώ για την φωτογραφία και την εμπιστοσύνη.
Υ.Γ. Καιρός για περισυλλογή. Καλή Ανάσταση και Καλό Πάσχα σε όλους.

Δείτε όλες τις δημοσιευμένες ιστορίες των «Εικόνων Λέξεις» με μια ματιά, εδώ