***
Τότε μονάχα δύο αγαπιούνται τέλεια, όταν ο ένας φωνάζει τον άλλο: ω εγώ μου! (σελ.380)
***
»Ποιος ο σκοπός; μη ρωτάς, κανένας δεν το ξέρει, μήτε ο Θεός..γιατί κι αυτός προχωράει μαζί μας, ψάχνοντας, κιντυνεύοντας, αγωνιζόμενος. Υπάρχει πείνα, αδικία, σκοτάδι, πολύ στην καρδιά, δεν είναι ετούτα που θωράς φαντάσματα, όσο κι αν φυσήξεις δε θα σκορπίσουν, είναι σάρκα και κόκαλα, άγγιξε τα’ υπάρχουν.. δεν ακούς μια κραυγή στον αγέρα; Φωνάζουν. Τι φωνάζουν; Βοήθεια! Ποιον φωνάζουν; Εσένα! Εσένα, τον κάθε άνθρωπο! Σήκω απάνω..το χρέος μας δεν είναι να ρωτούμε παρά να πιαστούμε όλοι χέρι με χέρι και ν’ανηφορίζουμε.» (σελ.414)
***
Μεγάλη σημασία δεν έχει τι πρόβλημα σε τυραννάει-μικρό ή μεγάλο-σημασία έχει μονάχα να τυραννιέσαι..να βρεις αφορμή να τυραννιέσαι! Δηλαδή να γυμνάζεις το νου σου, να μη σε αποβλακώνει η βεβαιότητα, να βρίσκεις μπροστά σου μια πόρτα κλειστή και να μάχεσαι να την ανοίξεις. «Δεν μπορώ να ζω χωρίς βεβαιότητα», λέει ο άνθρωπος που βιάζεται να βολευετεί, να βρεί σίγουρο χώμα να πατήσει, να τρώει και να μη βλέπει πίσω απο το ψωμί που τρώει αρίφνητα στόματα ανοιχτά που πεινούνε.»Δε θέλω, δε μπορώ να ζω χωρίς αβεβαιότητα» φωνάζουν άλλοι, δεν τρων με αναπαμένη τη συνείδηση, δεν κοιμούνται χωρις βραχνά, δεν λεν: »Ο κόσμος ετούτος δεν έχει ψεγάδι,ας μην αλλάξει στον αιώνα τον άπαντα!»Αυτοί, ας είναι καλά, είναι το αλάτι του Θεού και δεν αφήνουν τη ψυχή να σαπίσει. (σελ.424-25)
***
***
»Τα δάκρυα των ανθρώπων μπορούν να γυρίσουν όλους τους νερόμυλους της γης, μα το νερόμυλο του Θεού δεν τον γυρίζουν»…
Η αγάπη και η συμπόνια είναι θυγατέρες του ανθρώπου, όχι του Θεού!
Μα ας είναι καλά ο καιρός, αυτός μας λυπάται..ένα σφουγγάρι είναι ο καιρός και σβήνει..και γρήγορα το νέο ανοιξιάτικο χορτάρι θα σκεπάσει τις ταφόπετρες, κι η ζωή θα ξαναπάρει, αγκομαχώντας, τον ανήφορο. (σελ.428)
***
Δεν μπορεί ο άνθρωπος, έλεγα, να νικήσει τις κακομοιριές και τις ατέλειες του; μπορεί!! ντροπή να δέχουμαι παθητικά ο,τι μου’ δωκε η φύση.. θα σηκώσω κεφάλι! (σελ.439)