18.4.21

Χριστόφορος Λιοντάκης-Μετά την πρωινή βροχή

Δέσποζε η λάσπη και λίγο μόνο
υποχωρούσε προς το χέρσο,
 που έλαμπε μουσκεμένο.
Αγκαθιές, φασκόμηλο και ροδαριές 
και πέτρες και θυμάρι,
Εκεί είπαν να μ’ αφήσουν οι αγαπημένες μου.
Δεν θα είχα κλείσει ούτε τα τέσσερα.
Θα μ’ έβλεπαν από την ελαιόφυτη πλαγιά
όπου κι οι δυο τους δοσμένες στη συγκομιδή
σηκώνουν το κεφάλι μόνο προς εμένα.
Μιλούσαν κάθε τόσο και με ρωτούσαν διάφορα.
Αχ! τα γλυκά τους λόγια, που δεν τα θυμάμαι.
Θα πρέπει να ήταν υποσχέσεις:
Σε λίγο θα ‘ρθουμε κοντά σου…
Το βράδυ όταν ανάψουμε το τζάκι…
Παιχνίδια ήταν της κουβέρτας οι κλωστές
οι σπόροι που έριχνα στην τρύπια τσέπη
και τα κρυμμένα σαν την καλοσύνη ανθάκια
που ξεμύτιζαν και τα μετρούσα.
Ό,τι μου φανερώθηκε στη μυρωδιά του μουσκεμένου
το μαρτυρούν ίσως οι χειρονομίες μου.