Τα ηλεκτρονικά γκάτζετ είναι τα πιο ωφέλιμα αντικείμενα της αγάπης ∙ θέτουν τα κριτήρια και τα πρότυπα τόσο για την είσοδο στις ερωτικές σχέσεις όσο και για την έξοδο από αυτές, κριτήρια και πρότυπα που αν όλα τα άλλα αντικείμενα αγάπης, ηλεκτρονικά ή σάρκινα, έμβια ή μη, τα αγνοήσουν, τότε κινδυνεύουν να κριθούν ακατάλληλα και να απορριφθούν.
Σε αντίθεση με την περίπτωση των ηλεκτρονικών γκάτζετ, ωστόσο, η αγάπη ενός ανθρώπου για έναν άνθρωπο σημαίνει δέσμευση, αποδοχή ρίσκων, προθυμία για αυτοθυσία ∙ σημαίνει να επιλέγει κανείς μια αβέβαιη και αχαρτογράφητη, δύσκολη και ανώμαλη διαδρομή, ελπίζοντας -και όντας αποφασισμένος- να μοιραστεί τη ζωή του με έναν άλλο άνθρωπο.
Ανεξάρτητα από το αν η αγάπη θα συνυπάρξει με την ανέφελη ευτυχία, δύσκολα πάντως συνυπάρχει με την άνεση και την ευκολία: ποτέ μην την προσδοκάτε με αυτοπεποίθηση, πόσο μάλλον με βεβαιότητα...
Απεναντίας, η αγάπη απαιτεί την απόλυτη αξιοποίηση των δεξιοτήτων και της βούλησης μας, ενώ ακόμα και τότε προμηνύει την πιθανότητα της ήττας, την αποκάλυψη της ανεπάρκειας μας και τη διάλυση της αυτοεκτίμησης μας.
Το αποστειρωμένο, λειασμένο, δίχως αγκάθια και ρίσκα ηλεκτρονικό προϊόν δεν προσφέρει αγάπη: προσφέρει ασφάλεια ενάντια στη «βρομιά», την οποία, όπως ορθά παρατηρεί ο Φράνζεν, «Η αγάπη αναπόφευκτα ρίχνει πάνω στον φοβισμένο αυτοσεβασμό μας».
Η ηλεκτρονικά κατασκευασμένη εκδοχή της αγάπης δεν αφορά, σε τελική ανάλυση, την αγάπη: Τα προϊόντα της καταναλωτικής τεχνολογίας αιχμαλωτίζουν τους πελάτες τους με δόλωμα την ικανοποίηση του ναρκισσισμού τους.
[...]
Η αγάπη είναι, ή απειλεί να είναι, αντίδοτο στον ναρκισσισμό.
Είναι επίσης το βασικό «καρφί», αφού ξεμπροστιάζει τις ψευδείς προφάσεις μας πάνω στις οποίες προσπαθούμε να τοποθετήσουμε την αυτοεκτίμηση μας, ενόσω αποφεύγουμε όσο μπορούμε να τη δοκιμάσουμε στο πεδίο της δράσης.
Η ηλεκτρονικά αποστειρωμένη και απολυμασμένη, επίπλαστη εκδοχή της αγάπης προσφέρει ουσιαστικά ένα αντιστάθμισμα ώστε να προστατευτεί η αυτοεκτίμηση από τους κινδύνους για τους οποίους φημίζεται το αυθεντικό πράγμα. (...)
Zygmunt Bauman, «Πλούτος και ανισότητα: Μας ωφελεί όλους ο πλούτος των ολίγων;»
Μετάφραση: Γ. Λαμπράκος, εκδ. Οκτώ, Αθήνα 2014 (αποσπάσματα).
Πηγή: vardavas.wordpress.com
Ο Zygmunt Bauman (Ζίγκμουντ Μπάουμαν) γεννήθηκε στο Πόζναν της Πολωνίας το 1925. Σε ηλικία 18 ετών κατετάγη στον Ελεύθερο Πολωνικό Στρατό και πολέμησε ενάντια στη ναζιστική κατοχή. Παρέμεινε στο στρατό και μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αλλά τελικά αποστρατεύτηκε εξαιτίας της αντισημιτικής εκκαθάρισης. Ο Μπάουμαν ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών στις κοινωνικές επιστήμες και το 1954 έγινε λέκτορας στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας.
Ζει από το 1968 στην Αγγλία. Από το 1972 μέχρι το 1990 διετέλεσε καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Λιντς. Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας στα Πανεπιστήμια του Λιντς και της Βαρσοβίας.
Η σκέψη του Μπάουμαν έχει δεχτεί επιρροές από σημαντικούς διανοούμενους του 19ου αιώνα, όπως τον Καρλ Μαρξ και τον Μαξ Βέμπερ, αλλά και του 20ού αιώνα, όπως τον Τεοντόρ Αντόρνο, τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Εμανουέλ Λεβινάς.
Ο Μπάουμαν πιστεύει ότι η κοινωνιολογία είναι υπόθεση ηθική: "Το να σκεφτόμαστε κοινωνιολογικά σημαίνει ότι καταλαβαίνουμε περισσότερο τους ανθρώπους γύρω μας, κατανοούμε τις ελπίδες τους και τις επιθυμίες τους, τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους". Έχει τιμηθεί με τα βραβεία European Amalfi Prize for Sociology & Social Sciences (1990) και Adorno (1998).
https://www.o-klooun.com/anadimosiefseis/zygmunt-bauman-peri-agapis