27.3.21

Μια άλλη άποψη για τις νηστείες...

Γιατί απαγορεύονται τα ψάρια, αλλά επιτρέπονται χταπόδια και καλαμάρια. Γιατί απαγορεύεται το λάδι, αλλά επιτρέπονται οι ελιές. Η καθιέρωση τής νηστείας επιβλήθηκε σα μέτρο καθαρμού και εξαγνισμού, όταν η ανθρωπότητα πέρασε στο μόνιμο στάδιο τού γεωργικού βίου και με τον πέπλο τής θρησκείας διαμορφώθηκαν διάφορες δοξασίες, σχηματίστηκε το πάνθεο κάθε φυλής και από τις πρώτες εσωτερικές αντιθέσεις και ανισότητες, δημιουργήθηκε η ιδέα τού καλού και τού κακού.


Τότε εμφανίστηκε και το ιερατείο, που είχε ευρύτερα καθήκοντα και εξαιρετική αποστολή, γιατί αποτελούσε την τάξη των σοφών, που αποθησαύριζε την πείρα τού παρελθόντος και με τον έμμετρο λόγο κωδικοποιούσε τούς κανόνες τής κοινωνικής συμπεριφοράς και τής λατρείας τού θείου.

Ένα λοιπόν από τα μέτρα, που πάρθηκαν από το ιερατείο, ήταν τα λουτρά και ορισμένες ημερήσιες νηστείες. Το νερό δεν καθάριζε μόνο το σώμα, αλλά ήταν και «ύδωρ καθαρμού και εξαγνισμού» τής ψυχής. Το ίδιο και οι νηστείες. Οι πρωτόγονοι λαοί τις πράξεις και ενέργειες των μελών τής κοινότητάς τους, που έρχονταν σε αντίθεση με τούς καθιερωμένους θεσμούς, τις εξηγούσαν σα διεγερτικό αποτέλεσμα από τις τέτοιες ή τέτοιες τροφές.

Μιά λοιπόν, που η θρησκεία ήταν στα χρόνια αυτά επιστήμη και φιλοσοφία, οι νηστείες πέρασαν στο θρησκευτικό κώδικα.

Οι μάγοι στην αρχή και το επίσημο ιερατείο αργότερα, για να εξοικονομούν τρόφιμα και τρέφονται καλά δίδασκαν, πως έπρεπε τα μέλη τής κοινότητας να εξαγνίζονται με τα λουτρά και με την αποχή από διάφορες τροφές. Έπρεπε να δαμάσουν τις ορμές τους, γιατί αυτές είναι η αιτία, που φέρνουν διαμάχες μέσα στην κοινότητα. Οι διδασκαλίες αυτές άρχισαν, όταν ο κοινωνικός διαφορισμός δημιούργησε την ταξική κοινωνία.

Όπως και αν είναι, ο θεσμός της νηστείας δε μπορεί να κατανοηθεί και ερμηνευτεί στο πρώτο στάδιο της εμφάνισής του χωρίς να μελετηθούν παράλληλα και οι κοινωνικές ή πιό σωστά οι παραγωγικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες ζούσαν οι πρωτόγονοι και καθυστερημένοι λαοί.

Ο χριστιανισμός όμως, αντίθετα απ΄ ό,τι ήταν καθιερωμένο στούς μεσογειακούς λαούς, επέβαλε μακροχρόνιες νηστείες. Η Ανατολική Εκκλησία καθιέρωσε παραπάνω από 150 μέρες το χρόνο, κατά τις οποίες απαγορεύεται όχι μόνο το κρέας, αλλά και τα αυγά, το λάδι, τα ψάρια, το γάλα, το βούτυρο κ.λπ., ενώ ούτε οι Εβραίοι είχαν πολυήμερες νηστείες, ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Σύροι, ούτε οι Ρωμαίοι. Μα και το σπουδαιότερο είναι, ότι στα ευαγγέλια και τις επιστολές τού Παύλου δε γίνεται λόγος για μεγάλες νηστείες.


Αντίθετα, κατά την ευαγγελική παράδοση, ο Ναζωραίος, όχι μόνο δεν τηρούσε το Σάββατο και τη νηστεία του, αλλά δήλωσε, πως «δεν βλάπτουν τα εισερχόμενα, αλλά τα εξερχόμενα.» Κι ακόμα ως το τέλος τού 2ου αιώνα σχεδόν δεν υπάρχουν καθιερωμένες νηστείες, δηλαδή οι χριστιανικές εκκλησίες δεν έχουν επιβάλει ορισμένους κανόνες νηστειών. Άρα, οι νηστείες, που καθιερώθηκαν από την Εκκλησία, δεν έχουν καμμία σχέση με τα δόγματα τού χριστιανισμού, αφού πουθενά στην Καινή Διαθήκη δε γίνεται λόγος γιά πολυήμερες νηστείες.

Οι αιτίες τής καθιέρωσης των νηστειών στο χριστιανισμό

Τι μεσολάβησε λοιπόν, ώστε ο χριστιανισμός μέ την πάροδο τού χρόνου να καθιερώσει δύο μεν ημέρες τη βδομάδα, Τετάρτη και Παρασκευή, ως ημέρες ακρεωφαγίας, κατά τις οποίες μάλιστα να απαγορεύεται και το λάδι και το κρασί, άλλες δε μακροχρόνιες (σαρακοστές);

Το ζήτημα αυτό δεν πρέπει να το εξετάσουμε στενά από θρησκευτική καθαρά άποψη, αφού ο αρχέγονος χριστιανισμός δεν γνώρισε τέτοιου είδους νηστείες. Άρα, υπάρχει άλλη αιτία, που γέννησε και καθιέρωσε τις νηστείες, όχι μόνο τής Τετάρτης και τής Παρασκευής, αλλά και τις μεγάλες, τις πολυήμερες (σαράντα μέρες προ τού Πάσχα, άλλες τόσες προ των Χριστουγέννων, 15 μέρες τον Αύγουστο κι άλλες μικρότερες).

Όσο οι χριστιανοί αποτελούσαν μικρές κοινότητες (εκκλησίες), μπορούσαν να συντηρούνται με τα κοινά δείπνα και συσσίτια (Αγάπες). Από τον δεύτερο όμως αιώνα και δώθε, τα πράγματα άλλαξαν. Οι χριστιανοί πλήθαιναν και οι κοινότητές τους αντίκριζαν σοβαρό πρόβλημα διατροφής. Και ναι μεν αναγκάστηκαν ν΄ αλλάξουν την εσωτερική τους διοργάνωση και να διορίζουν έναν επόπτη φροντιστή, τον επίσκοπο, αλλά και πάλι δε μπορούσαν να εξοικονομήσουν όλα τα τρόφιμα, που χρειάζονταν για τη διατροφή των πιστών.

Κι ακόμα στις εκκλησίες – κοινότητες άρχισαν να προσχωρούν και εύποροι, που με τη δύναμη που διαθέτανε, καταργήσανε τα κοινόβια και τις «Αγάπες». Έτσι παρουσιάστηκε και ένα άλλο ζήτημα. Μέσα στη χριστιανική παράταξη υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, που οι μεν ζούσαν πλουσιοπάροχα, όπως και οι ειδωλολάτρες, ενώ οι φτωχοί ζούσαν με πολλές στερήσεις.

Ήταν επόμενο λοιπόν, να δημιουργηθούν παράπονα καί διαιρέσεις, όπως μάς πληροφορούν τα γραπτά των Πατέρων τής Εκκλησίας εκείνου τού καιρού. Από την αιτία αυτή οι πρεσβύτεροι και οι επισκοποι, από τη μιά μεριά για να εξοικονομήσουν τρόφιμα και από την άλλη για να σταματήσουν τις διενέξεις και τις αντιθέσεις ανάμεσα φτωχών και πλουσίων μέσα στις χριστιανικές κοινότητες (εκκλησίες), θέσπισαν τις διάφορες νηστείες, δηλαδή την αποχή από τα φαγητά, που έτρωγαν οι εύποροι.

Το μέτρο αυτό απόβλεπε σε δυο σκοπούς: Πρώτο, αναγκάζονταν οι πλούσιοι χριστιανοί ορισμένες μέρες να τηρούν την ακρεωφαγία και να μην τρώνε λάδι, ψάρια, γάλα κ.λπ.. Έτσι εξομοιώνονταν με τούς φτωχούς χριστιανούς. Δεύτερο, γινόταν εξοικονόμηση τροφίμων (μια και οι πλούσιοι νήστευαν) και αυτά προσφέρονταν στην κοινότητα, ώστε να τρώνε κρέας, λάδι, ψάρια, αυγά κ.λπ. και οι φτωχοί.

Γι΄ αυτό στη Δύση επικρατούσε η θεωρία, ότι η νηστεία είναι έργον άξιον μισθού (meritium) και συνεπώς εκείνος που νηστεύει, γλυτώνει από τις αμαρτίες του. Η γνώμη αυτή, το καταλαβαίνει ο καθ΄ ένας, πως είχε υποβλητικό χαρακτήρα σε πλούσιους και φτωχούς.

Για να είναι όμως απαράβατες οι εντολές για την τήρηση των νηστειών, πήραν το κύρος Συνοδικών αποφάσεων, καί προπαγανδίστηκε η ιδέα, πως οι νηστείες προέρχονται από τούς Αποστολικούς χρόνους. Άρα θεσπίστηκαν πολύ παλαιά και καθιερώθηκαν από τούς Αποστολικούς Κανόνες.

Κατά τον ξθ΄ Αποστολικό Κανόνα, όσοι από τους κληρικούς δε νηστεύουν τις καθιερωμένες ημερες, καθαιρούνται, ενώ οι λαϊκοί αναθεματίζονται. Επίσης, κατά τον κανόνα τής Συνόδου τής Γάγγρας, οι μη νηστεύοντες αναθεματίζονται. Και κατά τον νστ΄ τής εν Τρούλλω Πανθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, οι μη τηρούντες τις νηστείες κληρικοί, καθαιρούνται και οι λαϊκοί αναθεματίζονται. Οι ποινές αυτές, όσο και αν ήταν πνευματικές, προκαλούσαν δέος στούς χριστιανούς, γιατί στη μέλλουσα ζωή θα πήγαιναν στην κόλαση.

Όταν όμως, στις αρχές του 4ου αιώνα, ο χριστιανισμός νίκησε και η χριστιανική Εκκλησία έγινε ο κυριότερος συνεργάτης των αυτοκρατόρων, συντρέξανε και άλλοι λόγοι, για να καθιερωθούν εκτός από τις ημερήσιες νηστείες και πολυήμερες. Η αυτοκρατορία περνούσε μια χρονίζουσα οικονομική κρίση. Η φτώχεια ήταν απλωμένη παντού. Η γεωργία σε πολλές περιοχές οπισθοδρομούσε.

Η κτηνοτροφία καταστρεφόταν από αρρώστιες, ληστείες, θεομηνίες και άλλες αιτίες. Έπειτα, τα μεταφορικά μέσα εκείνο τον καιρό ήταν λίγα. Κι αυτά που υπήρχαν δεν επαρκούσαν για να μεταφέρουν τα δημητριακά, που είναι το βασικό είδος τής διατροφής και συντήρησης τού ανθρώπου. Η αισχροκέρδεια εξ άλλου είχε αποχαλινωθεί, η ακρίβεια καθιστούσε το βίο αβίωτο για τα μεγάλα στρώματα τού πληθυσμού. Μόνο στην Πόλη, στις μέρες τού Ιωάννη Χρυσοστόμου υπήρχαν εκατό χίλιαδες φτωχοί καί πεινασμένοι.

Οι λόγοι θέσπισης πολυήμερων νηστειών στο Βυζάντιο

Απ΄ όσα έχουμε πει ίσαμε δω, ο αναγνώστης καταλαβαίνει πολύ καλά, πως η βυζαντινή αυτοκρατορία αντίκριζε άλυτα δημοσιονομικά και παραγωγικά προβλήματα.
Η Εκκλησία λοιπόν, που από πολύ πριν είχε καθιερώσει ορισμένες νηστείες, τώρα βρέθηκε στην ανάγκη με το κύρος και την επιβολή της, να επιβάλει και άλλες και μάλιστα πολυήμερες – τις σαρακοστές. Στην περίοδο αυτή, που ήταν παντοδύναμη η Εκκλησία, γιατί διάθετε το ακαταμάχητο όπλο τής επιβολής, συνεργάστηκε με την κρατική εξουσία. Έτσι, νόμους, που και αν τούς θέσπιζαν οι αυτοκράτορες δε θα εφαρμόζονταν, τούς επέβαλε αυτή με δικές της αποφάσεις και έγιναν απόλυτα σεβαστοί από το μεγάλο πλήθος των χριστιανών.

Στις αποφάσεις, που πάρθηκαν από τις Οικουμενικές Συνοδούς, συντέλεσαν πολύ και οι καλόγεροι. Δεν πρέπει να ξεχνούμε, πως τα μοναστήρια είχαν πολλά γιδοπρόβατα και γελάδια, καθώς και κότες. Πουλούσαν λοιπον τα αρνιά, τα κατσίκια, τα βόδια και το γάλα και τα αυγά.
Έπρεπε να εξευρεθεί τρόπος, ώστε από τη μια μεριά να ενισχυθεί η κτηνοτροφία, η πτηνοτροφία και η αλιεία και από την άλλη να παταχτεί έμμεσα η αισχροκέρδεια, Αυτός είναι ο βασικός λόγος, που επιβλήθηκαν οι σαρακοστές. Το μέτρο ήταν γιά την εποχή εκείνη σοφό. Οι δυό μεγάλες σαρακοστές, την άνοιξη και στην αρχή τού χειμώνα ήταν προστατευτικές τής κτηνοτροφίας και τής πτηνοτροφίας.

Η ακρεωφαγία, που επιβλήθηκε για θρησκευτικούς λόγους, ενίσχυσε πάρα πολύ τούς δύο αυτούς κλάδους τής αγροτικής οικονομίας. Τα ζώα, μικρά και μεγάλα, δε σφάζονταν, η αναπαραγωγή τους αύξαινε και μαζί δημιουργούνταν σταθεροί όροι γιά την αύξηση τής παραγωγής τού γάλακτος και την ανάπτυξη τής τυροκομίας. Έτσι, μια που ορισμένες εποχές η ζήτηση κρέατος, πουλερικών, τυριού, αυγών κ.λπ., περιοριζόταν πάρα πολύ, μαζεύονταν αποθέματα και δεν υπήρχε καμμιά ανάγκη να γίνεται εισαγωγή. Αντίθετα, γινόταν εξαγωγή.
Οι ίδιοι λόγοι επέβαλαν και την αποχή από το λάδι και το κρασί κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Η ελαιοπαραγωγή, όπως και τώρα, ήταν τοπική. Όλες οι επαρχίες δεν είχαν ελαιόδεντρα. Εξ άλλου, κι εκεί που υπήρχαν, δέν καρπούσαν κάθε χρόνο. Παράλληλα, από διάφορες αρρώστιες και άλλες αιτίες, η ελαιοκομία βρισκόταν σε πρωτόγονη κατάσταση. Άρα το λάδι σπάνιζε. Στις αιτίες αυτές πρέπει να προσθέσουμε και τη δυσκολία τής μεταφοράς του από τόπο σε τόπο με τα μεταφορικά και συγκοινωνιακά μέσα, που υπήρχαν τότε.

Μα και η αμπελουργία περνούσε μεγάλη κρίση και το κρασί, όπως το λάδι, δύσκολα μεταφερόταν. Από τις αιτίες αυτές, αν κάθε μέρα ήταν ελεύθερη η κατανάλωση των προϊόντων αυτών, δε θα υπήρχαν ποσότητες αρκετές και η αισχροκέρδεια θα οργίαζε, όπως γινόταν και στην προχριστιανική εποχή.

Εξ άλλου πρέπει να έχουμε υπ΄ όψη, πως οι ευγενείς και γενικά οι πλούσιοι, έκαναν πως νήστευαν. Στα αρχοντικά τους όμως, και λάδι έβαζαν στα φαγητά τους και έπιναν πολύ κρασί.

Επίσης και για τα ψάρια, που κι αυτά μπήκαν στον κατάλογο των απαγορευμένων τροφών, οι ίδιοι λόγοι συντρέχανε. Δεν απαγορεύτηκε γενικά η αλιεία, αλλά περιορίστηκε η κατανάλωση. Κι αυτό γιά να παστώνουν τα ψάρια, ώστε να υπάρχουν μεγάλα αποθέματα παστών, που διατηρούνται και ευκολομεταφέρονται, κι έτσι να υπάρχει πάντα μεγαλύτερη προσφορά από τη ζήτηση. Αντίθετα, άλλα είδη θαλασσινών προϊόντων (αστακός, χταπόδια, καλαμαράκια κ.λπ.) , δεν ήταν απαγορευμένα ίσως γιατί η αλιεία τους με τα τεχνικά μέσα που διαθέτανε, ήταν δύσκολη και συνεπώς δεν έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην αγορά.

 Η λέξη νηστεία όμως, δεν σημαίνει τρώω κάποια φαγητά αντί άλλων, αλλά απέχω από τροφή, δεν τρώω καθόλου (νη + εσθίω).

Εξαιρούνται άρχοντες, πλούσιοι και καλόγεροι

Το ότι οι άρχοντες και οι πλούσιοι βυζαντινοί έπιναν πολύ κρασί και στα συμπόσιά τους γίνονταν στουπί στο μεθύσι, το μαθαίνουμε από το ποίημα «Φιλοσοφία του Κρασοπατέρος». Φαίνεται, πώς υπήρχαν πολλά λαϊκά τραγούδια, που ήταν ύμνος στο κρασί και άλλα, που ακόμα παρουσίαζαν τούς καλόγερους -ξέρουμε, πως στα μοναστήρια υπήρχαν μεγάλα βαρέλια γεμάτα από τα καλύτερα κρασιά- να μεθοκοπούν. Τα τραγούδια λοιπόν αυτά τα κατάγραψε κάποιος, που δεν έβαλε το όνομά του κι έτσι με τον παραπάνω τίτλο έφτασαν ως εμάς.

Ενώ λοιπόν η Εκκλησία απαγόρευε ορισμένες ημέρες «την κατάλυσιν τού οίνου», οι βυζαντινοί άρχοντες μεθοκοπούσαν στα γλέντια τους, Και, όπως μας λέει ο ανώνυμος ποιητής, πίνανε τα καλύτερα κρασιά, που έβγαζε η Σαντορίνη, η Συρία και άλλες περιοχές. Και λέγανε:

«Ελαίαν την καλύκαρπον θαυμάζουσιν οι πάντες.
Αλλ΄ ουν εις όλα τα φυτά το κλήμα βασιλεύει.
Ο μούστος ολοζώντανος πηδά και κοντοβήχει,
και τα ελάδιν το πτωχόν κείτετ΄ αποθαμένον.
Και τούς νεκρούς εξανιστά ο εύοσμος ο οίνος
και τούς αρρώστους ο καλός εις δύναμιν εγείρει».

Υποθέτω, πως οι στίχοι αυτοί λέγονταν για τούς καλόγερους, που, όπως μάς πληροφορούν πολλές γραφτές πηγές, οργίαζαν και μεθοκοπούσαν, όπως και οι άρχοντες. ΕΙναι λοιπόν πολύ πιθανό, πως και οι παρακάτω στίχοι γράφτηκαν για τούς καλόγερους:

«Εκ των αγίων γαρ πολλοί λέγονται μυροβρύται,
εγώ δε χάριν ήθελα να γένω κρασοβρύτης.
Φρίττω λοιπόν ο ταπεινός, όταν το διηγούμαι.
Τι τα πολλά σοι προσλαλω και περισσά σοι λέγω;
Άν έπιναν οι άγγελοι, κρασίν ώσπερ εμένα,
και να εκάθιζα ομού μετά των αρχαγγέλων,
εις εκατόν νυχθήμερα ήθελα τούς μεθύσει.
Άκουσον την αλήθειαν πόσον κρασίν φοβούμαι.
Αν ήτον αργυρόκουπα ο ουρανός τον βλέπεις,
να με τον εγεμίζασιν άσπρον κρασίν ακράτον,
να μ΄ έλεγαν Δευτέρωσε και πρόσεχε μην πτύσης,
ήθελα πει ότι σώνει με, φοβούμαι μην μεθύσω…»

(Βλ. «Η ελληνική ποίηση ανθολογημένη», έκδ. «Κυψέλης», Αθήνα, 1958, τ. Β΄, σελ. 396 – 399).

Μα κι ένας άλλος λόγος επέβαλε τη νηστεία στο λάδι και το κρασί: Γίνονταν μεγάλες εξαγωγές. Όμως, όπως ξέρουμε, τις εξαγωγές τις έκαναν οι μεγάλοι ιδιοκτήτες. Αυτοί λοιπόν, μιά που οι μικροί αμπελουργοί και ελαιοπαραγωγοί δεν κατανάλωναν το δικό τους λάδι και κρασί, με το να μην υπάρχει μεγάλη ζήτηση, το πουλούσαν φτηνά στούς μεγάλοκτηματίες κι αυτοί με τη σειρά τους κάνανε εξαγωγές σε άλλες χώρες κι έτσι κέρδιζαν πολλά.

Μόνο μ΄ ένα τέτοιο αντίκρισμα μπορούμε να εξηγήσουμε την αιτία, που επιβλήθηκαν και καθιερώθηκαν στην αρχή μεν οι μικρές νηστείες κι αργότερα οι σαρακοστές. Η Εκκλησία τής Ανατολής στην προκειμένη περίπτωση με το να καθιερώσει την αυστηρή αποχή από ορισμένα είδη τροφών, δεν έκανε τίποτε άλλο παρά εφάρμοσε μέτρα, που ήταν μέτρα ανάγκης για μιά δυσμενή εποχή. Εξυπηρέτησε δηλαδή την εθνική οικονομία τού Βυζαντίο.

Στη Δύση όμως, που οι πλουτοπαραγωγικές συνθήκες ήταν λίγο πολύ διαφορετικές, η Δυτική Εκκλησία στις νηστείες που καθιέρωσε, δεν ακολούθησε ούτε ως προς τα είδη των απαγορευμένων τροφών, ούτε ως προς το χρόνο και τη διάρκεια τής νηστείας την Ανατολική Εκκλησία. Επέβαλε δηλαδή νηστείες ελαφρότερες. Επίσης και στην Αρμενία και αλλού, δεν έγιναν απόλυτα αποδεκτά τα περί νηστειών θεσπίσματα τής Ανατολικής Εκκλησίας, γιατί στις περιοχές αυτές η κτηνοτροφία ήταν πλούσια και δεν συνέτρεχε κανένας λόγος μεγάλων περιορισμών στα κρέας, το τυρί κ.λπ..

Όμως, οι Πατέρες τής Εκκλησίας, όπως ήταν φυσικό, προσπάθησαν να δώσουν ηθικό περιεχόμενο στην αποχή από ορισμένες τροφές. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος στα κηρύγματά του τόνιζε, πως νηστεία δεν είναι απλώς η ακρεωφαγία, αλλά κυρίως η αποχή από τα κακά έργα.

Η Εκκλησία και η Πολιτεία, αν και κατόρθωσαν με την επιβολή τής νηστείας, να περιορίσουν την κατανάλωση τού κρέατος, τού τυριού, τού λαδιού και τού κρασιού, δεν μπόρεσαν να ηθικοποιήσουν τη βυζαντινή κοινωνία. Οι νηστείες κατάντησαν νεκρός τύπος. Οι πλούσιοι εξ άλλου (ανώτεροι κληρικοί, ευγενείς, φεουδάρχες, ηγούμενοι κ.λπ.) δεν τηρούσαν τις νηστείες. Κρυφά έτρωγαν. Κι επειδή η κατανάλωση των ειδών που αναφέραμε, ήταν περιορισμένη, υπήρχε μεγάλη προσφορά κι έτσι τα παραπάνω είδη κατανάλωσης και πρώτης ανάγκης, προσφέρονταν σε μικρή τιμή.
Όπως και να εξετάσουμε το ζήτημα τής επιβολης των νηστειών, θα βρούμε, πως οι λόγοι τού ηθικού εξαναγκασμού ήταν προσχηματικοί. Κοντεύουν τώρα 1.500 χρόνια, που επιβλήθηκαν οι νηστείες και ο κόσμος δεν ηθικοποιήθηκε. Οι βυζαντινοί άρχοντες, αν και στα χρόνια τής παρακμής έβαλαν τούς ανώτερους κληρικούς να απειλούν με αφορισμούς όσους δεν νήστευαν, δεν κατόρθωσαν να σώσουν το Βυζάντιο. (Ο πατριάρχης Αντιόχειας, Βαλσαμών, κήρυχνε, πως εκείνος, που τρώει κρέας και ψάρι ή αυγό τη Μεγάλη Σαρακοστή, δεν θα συγχωρεθεί και αν ακόμα πνέει τα λοίσθια, βλ. Ράλλη και Ποτλή, Δ΄, 487).
Οι βυζαντινοί ήταν, όπως το είπαμε πολλές φορές, θρησκόληπτοι και τα πλατιά στρώματα τού πληθυσμού νήστευαν. Όμως ο θεός δε συγκινήθηκε από τίς νηστείες τους. Το Βυζάντιο από το 13ο αιώνα και δώθε, όλο και πήγαινε στο χειρότερο. Οι νηστείες δεν το έσωσαν. Χρειάζονταν άλλου είδους έργα. Χρειαζόταν στρατός. Χρειαζόταν οι πλούσιοι, οι ευγενείς και οι φεουδάρχες ν΄ ανοίξουν το πουγγί τους, να κάνουν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ν΄ ανακούφιζαν τις λαϊκές μάζες, που πεινούσαν καί δυστυχούσαν. Αλλά δεν το έκαναν.

Το συμπέρασμά μας λοιπόν, είναι, ότι οι νηστείες επιβλήθηκαν στην Ανατολική Εκκλησία από τούς λόγους, που σημειώσαμε πιο πάνω. Στο βάθος ήταν λόγοι δημοσιονομικοί.


Έγραψε στις 29.03.2010 ο Κορδάτος Γιάννης


nhsteia-199-web

Σημείωση: Ο Γιάννης Κορδάτος (Ζαγορά Πηλίου, 1891-1961) ήταν νομικός, κοινωνιολόγος, πολιτικός, ιστορικός, μελετητής τής ελληνικής ιστορίας από την αρχαιότητα έως την σύγχρονη εποχή. Υπήρξε από τα ιδρυτικά στελέχη τής «Φοιτητικής Συντροφιάς» και τού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος, προκατόχου τού Κ.Κ.Ε., διετέλεσε γενικός γραμματέας του (1920-1924) και διευθυντής τού Ριζοσπάστη (1922-1924). Το 1927 αποχώρησε από το Κ.Κ.Ε., συνέχισε ωστόσο να είναι κοντά του και γι΄ αυτό φυλακίστηκε στα χρόνια τής δικτατορίας τού Μεταξά.

Αν και αυτοδίδακτος ιστορικός, εν τούτοις ήταν πολυγραφότατος. Το βιβλίο του «Η κοινωνική σημασία τής ελληνικής επαναστάσεως τού 1821», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1924, προκάλεσε ποικίλες και έντονες αντιδράσεις. Παρόμοιες αντιδράσεις προκάλεσε και το βιβλίο του «Ιησούς Χριστός και χριστιανισμός», το οποίο, αν και αποτέλεσμα μόχθου 20 ετών, δεν κυκλοφόρησε παρά μόνο μετά τον θάνατό του, καθώς κανένας εκδότης δεν τολμούσε να αναλάβει την έκδοσή του. (Συγκρίνετε τη στάση τού Γ. Κορδάτου με τη στάση των σημερινών ηγετών της Αριστεράς, που δεν διανοούνται καν να τα βάλουν με την Εκκλησία, παρά άγονται και φέρονται από τούς ιεράρχες δέσμιοι τόσο τής ευσεβούς ψήφου, όσο κυρίως των ρωμιοσυνιστικών αντιλήψεων και ιδεοληψιών τους).

Ο Γ. Κορδάτος ήταν επίσης μεγάλος γνώστης της ελληνικής Γραμματείας, αρχαίας και νέας και ασχολήθηκε επαγγελματικά ως επιμελητής των εκδόσεων τής κλασικής ελληνικής Γραμματείας, που κυκλοφόρησαν από τον οίκο τού Ι. Χ. Ζαχαρόπουλου.

«Το συγγραφικό ιστορικό έργο τού Γ. Κορδάτου εκτείνεται σε μεγάλο θεματολογικό και χρονολογικό εύρος: από την αρχαία Ελλάδα και τη Σαπφώ έως την αγροτική εξέγερση τού 1910 στο Κιλελέρ και από την αρχαία τραγωδία έως την ελληνική κεφαλαιοκρατία και το δημοτικισμό. Ενα ογκώδες και επιβλητικό έργο, με αναθεωρήσεις και επανεκδόσεις, το οποίο ακολούθησε την πνευματική πορεία τού δημιουργού του, εκκινώντας από τη μαρξιστική θεωρία σε ιδιότυπους και μοναχικούς δρόμους. Ο Κορδάτος είχε την τύχη να δει τα βιβλία του να γνωρίζουν πολύ σημαντική εκδοτική επιτυχία, που βρισκόταν σε αναντιστοιχία με τη σκληρή κριτική, με την οποία τα υποδέχθηκαν οι διανοούμενοι τής εποχής του. Η κριτική δεν αφορούσε μόνο τα λάθη, τις απλουστεύσεις και τα θεωρητικά σχήματα χωρίς επαρκή τεκμηρίωση, που εύκολα θα αναγνώριζε κανείς στις σελίδες των βιβλίων του, αλλά συνδεόταν, κυρίως, με την εκάστοτε πολιτική του τοποθέτηση, με τη διαφωνία προς τις απόψεις του, είτε από αριστερά είτε από δεξιά. Η νεότερη ιστοριογραφία αγνόησε, σε μεγάλο βαθμό, το έργο τού Κορδάτου, με κύρια εξαίρεση τις μελέτες του για το εργατικό και αγροτικό κίνημα στη χώρα μας, μοναδικά σημεία αναφοράς για τα σχετικά ζητήματα επί πολλές δεκαετίες.» (Β. Καραμανωλάκης, enet.gr).

Το παραπάνω άρθρο αποτελείται από αποσπάσματα από το κεφάλαιο «Οι νηστείες στο Βυζάντιο» τού VIII τόμου τού έργου τού Γιάννη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», έκδ. «20ος αιώνας», Αθήνα, 1960. Ο τίτλος, η εικονογράφηση και οι υπότιτλοι είναι τής «Ελεύθερης Έρευνας».

Πηγή: freeinquiry.gr